του Λευτέρη Μπάιλα

Ο Πέτρος άρχισε να διηγείται σαν να μην υπήρχε άλλος γύρω του. Σαν να μιλούσε στον εαυτό του. Όσα ανήκαν στο παρόν, χάθηκαν. Μαζί και το σώμα του. Το μόνο που απέμεινε ήταν η φωνή του να γυρίζει πίσω και να αφηγείται ότι το μυαλό του είχε κρατήσει. Τα χρώματα ζωήρευαν, οι ήχοι δυνάμωναν. Γνώριμες μυρωδιές πλημμύρισαν τα ρουθούνια του και όλα άρχισαν να κινούνται. Καθαρές εικόνες, χαραγμένες βαθιά στη μνήμη του. Σφραγισμένες με αίμα.

“Πάντα ήμουν πρώτος. Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, ήμουν πρώτος! Γεννήθηκα πρώτος. Υγιέστατο μωρό, δεν δυσκόλεψα ούτε στο παραμικρό την μάνα μου στην γέννα. Έκανα τα πρώτα μου βήματα πάρα πολύ νωρίς για μωρό. Νωρίς είπα και τις πρώτες μου λέξεις. Ο πατέρας μου είχε να το κάνει. Με γύριζε από καφενέ σε καφενέ και με επιδείκνυε σαν να ήμουν τρόπαιο. Έλεγε σε όλους ότι θα με κάνει τον καλύτερο ψαρά του νησιού. Τώρα που το σκέφτομαι, μάλλον τα κατάφερε.

Από τη στιγμή που άρχισα να καταλαβαίνω τον κόσμο, άρχισε να με παίρνει μαζί του σε κάθε ψάρεμα. Μιλούσε ακατάπαυστα για το ψάρεμα και μου έδειχνε όσα ήξερε.

«Το πρώτο πράγμα που πρέπει να μάθεις εάν θες να γίνεις καλός ψαράς»

μου έλεγε,

«είναι να σέβεσαι την θάλασσα. Να είσαι υπεύθυνος. Να ξέρεις που πρέπει να σταματάς και που σε παίρνει να συνεχίσεις. Ποτέ να μην την δεις σαν παιχνίδι.»

Τρέλα και αυτή! Να κάθεσαι να λες σε ένα πιτσιρίκι που ακόμη καλά καλά δεν ξεκόλλησε από το βυζί της μάνας του, ότι πρέπει να είναι υπεύθυνο.

Εγώ όμως άκουγα. Πρόσεχα ότι κι αν μου έλεγε και το απορροφούσα σαν σφουγγάρι. Όχι γιατί ήθελα να γίνω ο καλύτερος ψαράς. Για να πω την αλήθεια, ούτε καν ήξερα τι σήμαινε αυτό. Ούτε για κανέναν άλλο λόγο, παρά μόνο γιατί ήξερα ότι όσο πιο γρήγορα μάθαινα αυτά που μου έλεγε, τόσο πιο γρήγορα θα γυρνούσαμε σπίτι. Στη μάνα μου!

Η μάνα μου!

Η μάνα μου ήταν μια ήσυχη γυναίκα. Σπάνια μιλούσε και ποτέ, αν δεν είχε γνώσεις γύρω απ’ το θέμα της συζήτησης. Λίγες φορές την έβλεπα να είναι χαρούμενη, παρόλο που γινόταν πάντοτε το δικό της, χωρίς πολλά λόγια και φωνές. Αν κάτι δεν ήταν ποτέ η οικογένειά μου, δεν ήταν σίγουρα φωνακλού. Δεν μπορώ να θυμηθώ έντονη σκηνή μέσα στο σπίτι. Οι αποφάσεις παίρνονταν από κοινού, με τον πρώτο λόγο να τον έχει η μάνα μου. Όχι ότι καταδυνάστευε τον πατέρα μου. Σε καμία περίπτωση. Ούτε και τον επισκίαζε ποτέ. Απλά εκείνος σεβόταν τον ρόλο της. Τον ρόλο της μάνας. Όμως κι εκείνη τον σεβόταν. Ποτέ δεν είχε κάνει κάτι που να τον πρόσβαλλε ή να τον υποβάθμισε.

Πάντα όμως την θυμάμαι να μην είναι χαρούμενη. Ούτε και λυπημένη την έλεγες. Μελαγχολική μάλλον. Ακόμη κι όταν γυρνούσαμε από το ψάρεμα και τις εξιστορούσα μαζί με τον πατέρα μου τα κατορθώματά μου και τις καινούργιες γνώσεις που απέκτησα ή τις παρέες και τους επαίνους που μου έκανε ο Πάπα-Γιάννης στο σχολείο, εκείνη αρκούταν στο να μου χαρίσει μια ζεστή αγκαλιά κι ένα ακόμη πιο ζεστό μα λυπημένο χαμόγελο.

Την αγαπούσα την μάνα μου. Και τον γέρο μου τον αγαπούσα και πολύ μάλιστα, δεν λέω. Μα εκείνον τον είχα ήδη ρίξει με τα κατορθώματά μου. Αγωνιούσε κάθε μέρα ο δύστυχος να μου δώσει τις γνώσεις που είχε στο κάθε τι, για να ανακαλύψει στο τέλος της ημέρας ότι τελικά είχε καταβάλει πολύ περισσότερο κόπο απ’ ότι πραγματικά χρειαζόταν. Και ύστερα έλεγε ότι δεν πείραζε και ότι αυτό ήταν δείγμα ότι θα τα μάθαινα καλύτερα κι από εκείνον.

Αλλά η μάνα μου ήταν απόρθητο φρούριο. Όση προσπάθεια και να κατέβαλα, όσα χατίρια κι αν τις έκανα, δεν έπαιρνα αυτό που ήθελα. Έπαιρνα πολλά, αλλά ποτέ αυτό που ήθελα. Ένιωθα την αγάπη της για μένα, ήξερα ότι βρισκόταν εκεί πίσω από αυτά τα μελαγχολικά μάτια. Μα δεν την έβλεπα. Και όταν αργότερα στο κατηχητικό άκουσα ότι ο Θεός υπάρχει αλλά δεν φαίνεται, είπα μέσα μου, αυτός είναι. Αυτός ήταν ο Θεός μου! Η αγάπη της μάνας μου!

Έτσι περνούσαν τα χρόνια. Εγώ συνέχιζα να είμαι πρώτος πάντα. Όχι ότι το επιδίωξα ποτέ, ούτε και με ένοιαζε. Απλά συνέβαινε. Ήμουν το όμορφο αγοράκι του νησιού, το πιο γεροδεμένο. Πάντα με έκαναν αρχηγό της παρέας, χωρίς ποτέ να το έχω ζητήσει ή να το επιβάλω. Απλά ήθελαν να είμαι. Τα μυστικά της θάλασσας έγιναν δικά μου. Το πείσμα του πατέρα μου είχε κάνει καλή δουλειά. Όταν οι συνομήλικοί μου ξεκίνησαν να μαθαίνουν πώς να οδηγούν μια βάρκα, εγώ είχα ήδη μάθει να παίρνω το σκαρί μας και να πηγαίνω μόνος μου για ψάρεμα.

Πολλά βράδια ο πατέρας μου με έπαιρνε στα καπηλειά μαζί του. Οι φίλοι του με έβαζαν να πίνω λίγο κρασί, ίσα που να ζαλιστώ και μετά έκαναν χάζι τα καμώματά μου. Ακόμη και οι σερβιτόρες με πείραζαν. Έφερναν τα τεράστια μπούστα τους στο πρόσωπό μου κι εγώ γούρλωνα τα μάτια. Όλοι έσκαγαν στα γέλια. Εκεί μέσα άκουγα συχνά πολλές ιστορίες από θαλασσόλυκους. Καθόμουν και άκουγα με τις ώρες μαγεμένος. Ήταν ένα μεγάλο σχολείο, που μου έμαθε ακόμη περισσότερα πράγματα για την θάλασσα απ’ όσα ο πατέρας μου, μου είχε διδάξει.

Σαν έφτασα πια εννιά χρονών ήξερα σχεδόν τα πάντα για το ψάρεμα. Ήξερα τα καμώματα του καιρού, τους καλύτερους ψαρότοπους, τα κατάλληλα δολώματα για την ψαριά που θες να κάνεις και ετοίμαζα μόνος μου όλα τα σύνεργα για οποιοδήποτε είδος ψαρέματος είχες στο νου. Τα βράδια μπορούσα να κινηθώ στη θάλασσα το ίδιο εύκολα όπως και την ημέρα. Όσο για το κολύμπι δεν το συζητώ καν. Σωστό δελφίνι. Μπορούσα να κάθομαι λεπτά ολόκληρα στο βυθό χωρίς να χρειάζεται να ανέβω για να πάρω ανάσα. Και όλ’ αυτά χωρίς να έχω καταβάλει ιδιαίτερη προσπάθεια. Χωρίς καν να μου κάνουν ιδιαίτερη εντύπωση. Τα έβλεπα σαν μια φυσιολογική ρότα της ζωής.

Ο Θεός μου όμως παρέμενε κρυμμένος πίσω από τα βλέφαρα της μάνας μου. Την έβλεπα τα βράδια να ακούει υπομονετικά τον πατέρα μου να με νουθετεί. Στεκόταν μπροστά μου, ψιλός, ξερακιανός με το πυκνό μαύρο του γένι να σκεπάζει όλο του το πρόσωπο. Τέντωνε τα λιγνά του δάκτυλα προειδοποιητικά.

«Έχεις γίνει πια αυτό που έπρεπε να γίνεις. Ένας καλός ψαράς, σαν κι εμένα. Και είμαι σίγουρος ότι όσο μεγαλώνεις θα γίνεις πολύ καλύτερος. Άσε τους άλλους να μαθαίνουν γράμματα και να χάνουν τον χρόνο τους. Τα γράμματα δεν γεμίζουν το στομάχι.»

Τότε εκείνη έπεφτε σε βαθύτερη μελαγχολία και δεν μιλούσε. Τον ίδιο χρόνο, μας επισκέφτηκε ο πελαργός. Θυμάμαι σαν σήμερα εκείνη την ημέρα. Είχε λιακάδα. Είχαμε μόλις γυρίσει με τον πατέρα μου από μια καλή ψαριά. Δίπλα μας μια σκούνα ξεφόρτωνε εμπορεύματα. Τα φόρτωναν στο καρότσι που έσερνε ένας βαριεστημένος γάιδαρος. Ο πρωινός αέρας είχε πλημμυρίσει αρώματα, κανέλα και μπαχάρι. Λίγο πιο πέρα κάποιος καθάριζε τα ψάρια που είχε πιάσει και τα γατιά είχαν στήσει χορό γύρο του. Μα αυτός ο σαδιστής πετούσε τα έντερα στο νερό και οι γάτες ξεσπούσαν σε παραπονετικά νιαουρίσματα. Έσκυβαν πάνω από τον μόλο κι έβλεπαν τα εδέσματα να βυθίζονται αργά, βάφοντας με τα υγρά τους το νερό. Έψαχναν τρόπο να πλησιάσουν πιο κοντά και να αρπάξουν ότι μπορέσουν, μα ο μόλος ήταν αρκετά ψηλός γι αυτές και ο φόβος τους για το νερό, αυτό το πράγμα που κουνιέται όλη την ώρα και δεν σε αφήνει να πατήσεις πάνω του, παρά μόνο υποχωρεί και ενώ τη μια στιγμή είσαι από πάνω του, την άλλη έχεις βρεθεί από κάτω, τις απέτρεπε απ’ το να τολμήσουν κάτι παραπάνω. Έτσι το μόνο που τους απέμενε να κάνουν ήταν να βλέπουν με απελπισία τα μεζεδάκια να χάνονται στον πάτο του λιμανιού. Ο ψαράς ευχαριστιόταν με το θέαμα και σκούσε στα γέλια. Που και που έριχνε κι ένα μικρό κομμάτι πάνω στο μόλο και εκεί γινόταν το μεγάλο μακελειό. Καυγά να δουν τα μάτια σου! Έβγαιναν τα κοφτερά νύχια και όποιον πάρει ο χάρος. Κι όλ’ αυτά για μια μπουκίτσα τόση δα.

Δέσαμε στον ντόκο και ξεφορτώσαμε τρία πανέρια γεμάτα σκάρους, μπαλάδες, σαργούς και μελανούρια. Ως συνήθως οι άλλοι ψαράδες είχαν μαζευτεί γύρω και περίμεναν να δουν τι είχαμε καταφέρει πάλι. Δεν ήταν πολύ ώρα που είχαμε σαλτάρει από τη βάρκα, όταν ακούστηκε φωνή από μακριά. Στην αρχή δεν καταλάβαμε τι έλεγε, γιατί ο αγγελιαφόρος κατέβαινε κουτρουβαλώντας το πλακόστρωτο και ήταν λαχανιασμένος. Όταν μας πλησίασε στράφηκε προς τον πατέρα μου και του είπε με χαμόγελο.

«Τρέχα! Κι άλλο γιο σου χάρισε η Λένα.»

Ο πατέρας μου πέταξε κάτω το πανέρι που είχε φορτωθεί και τα ψάρια σκόρπισαν ολόγυρα. Κάποιος του φώναξε,

«Βρε Θωμά τα ψάρια σου.»

«Χάρισμά σας!»

Απάντησε ενώ είχε ήδη απομακρυνθεί αρκετά. Ακολούθησα κι εγώ κρατώντας το πανέρι μου βέβαια. Δεν ήθελα να πάει χαμένος ο κόπος μου. Έτσι έφτασα λίγα λεπτά αργότερα σπίτι.

Όταν μπήκα μέσα, είδα παντού χαμογελαστές γυναίκες. Είχαν μαζευτεί απ’ όλη την γειτονιά να βοηθήσουν. Η μαμή έβγαζε την ποδιά της που ήταν βαμμένη κόκκινη απ’ το αίμα για να την βάλει με άλλα βρώμικα ρούχα, πετσέτες και σεντόνια, που είχαν χρησιμοποιηθεί κατά την γέννα. Μου ανακάτεψε τα μαλλιά χαϊδολογώντας με και μου είπε ότι πια είμαστε τέσσερις στην οικογένεια και ότι είχα ένα αδερφάκι.

Προχώρησα στο δωμάτιο. Καθώς έφτανα στην είσοδο του δωματίου, πρώτα αντίκρισα τον πατέρα μου να βαστάει το μωρό.

«Να ρε!»

Μου το έδειξε.

«Κι άλλος ψαράς. Θα την αδειάσουμε την θάλασσα μου φαίνεται.»

Μετά φάνηκε η μάνα μου ξαπλωμένη, ταλαιπωρημένη από την προσπάθεια και κατάχλωμη. Τότε το κορμί μου μούδιασε, καθώς την έβλεπα να κοιτάζει το μωρό και τα μάτια της να λάμπουν με ένα αστραφτερό χαμόγελο σε όλο της το πρόσωπο. Πάγωσα. Μπροστά μου έβλεπα αυτό που μάταια πάλευα να δω τόσα χρόνια. Έβλεπα τον θεό μου!

Γύρισε προς το μέρος μου και ο τόπος έλαμψε.

«Κοίτα Πετρή. Αυτός είναι ο αδερφός σου.»

Μιλιά δεν μπορούσα να βγάλω. Έκανα μεταβολή και έτρεξα γρήγορα στην αυλή. Σε λίγο ο πατέρας μου με βρήκε στην πεζούλα δακρυσμένο. Με ρώτησε τί έπαθα κι εγώ του είπα ότι ήταν από τη χαρά μου, που επιτέλους η μαμά δεν θα υπέφερε πια από την γέννα. Είπα ψέματα.

Ήταν αδικία. Να έχω καταβάλει κάθε προσπάθεια, τόσα χρόνια και να έχω ψάξει όλους τους τρόπους χωρίς να έχω καταφέρει το παραμικρό και ξαφνικά ένα τόσο δα πλάσμα, να καταφέρνει από τα πρώτα λεπτά της ζωής του ότι εγώ δεν μπόρεσα ποτέ. Ρώτησα τον πατέρα μου αν η μάνα ήταν τόσο χαρούμενη όταν γεννήθηκα εγώ.

«Και βέβαια.»

Μου απάντησε.

«Τι ερώτηση είναι αυτή;»

Τότε κάπως ηρέμησα. Σκέφτηκα ότι ίσως υπερέβαλα λίγο. Μπορεί να ήταν η στιγμή τέτοια. Αλλά είναι αυτό το παράπονο που σε πιάνει όταν έχεις κοπιάσει τόσο πολύ για κάτι και δεν αποδίδει καρπούς. Και ξαφνικά βλέπεις κάποιον άλλον να το αποκτά χωρίς να κουνήσει ούτε το μικρό του δαχτυλάκι. Γιατί; Γιατί έτσι ήταν η μοίρα σου και έτσι η δική του.

Επέστρεψα στο δωμάτιο και έκατσα δίπλα στη μάνα μου. Τα σκεπάσματα μοσχοβολούσαν σαπούνι και ήλιο. Κρατούσε το μωρό στην αγκαλιά. Το πέρασε στο ένα χέρι και το άλλο άνοιξε να με υποδεχτεί. Το αστραφτερό χαμόγελο ήταν ακόμη εκεί.

«Τι καμώματα είναι αυτά;»

Μου είπε φιλώντας με στο μέτωπο.

«Μήπως θαρρείς ότι θα αλλάξει η αγάπη μου για σένα; Είστε και οι δύο παιδιά μου. Όσο αγαπώ τον έναν, αγαπώ και τον άλλο. Η μάνα δεν κάνει διακρίσεις. Το ίδιο θα πονούσα είτε μου έκοβες το αριστερό, είτε το δεξί χέρι. Έλα τώρα. Πάρε τον αδερφό σου να τον καλωσορίσεις και να ξέρεις ότι από εδώ και πέρα οι ευθύνες σου είναι ακόμη πιο μεγάλες. Είσαι ο μεγάλος αδερφός τώρα και πρέπει να αγαπάς και να προστατεύεις τον αδερφό σου. Η αδελφική αγάπη είναι ότι πιο ιερό υπάρχει μετά απ’ αυτή της μάνας.»

Πήρα το βρέφος στην αγκαλιά μου. Ενώ όσο το κρατούσαν οι γονείς μου φαινόταν τόσο μικρό, μπροστά στα κοκαλιάρικα χέρια μου, φάνταζε πιο μεγάλο. Ότι θυμός είχε απομείνει μέσα μου χάθηκε μονομιάς όταν είδα το μωρό να κουρνιάζει ήσυχο πάνω μου. Αυτό το ανθρωπάκι δεν μπορούσε να ήταν ανταγωνιστής μου.

Ο Θάνος άρχισε να μεγαλώνει γρήγορα. Αν και δεν το περίμενα, αγάπησα τον αδερφό μου και όχι γιατί ήταν εντολή των γονιών μου. Άλλωστε δεν μπορείς να αναγκάσεις κάποιον να διαμορφώσει τον συναισθηματικό του κόσμο. Αγαπούσα τον αδερφό μου γιατί του άξιζε. Γιατί το κέρδισε μόνος του και μ’ αγαπούσε κι εκείνος. Όπου πηγαίναμε, πηγαίναμε μαζί. Πάντα έμπαινα μπροστάρης όπου χρειαζόταν καθώς σε αντίθεση με εμένα η σωματική του διάπλαση δεν του επέτρεπε να τα βγάζει πέρα σε πολλές καταστάσεις. Τα μπράτσα του αδύνατα και το στέρνο του σαν του κατσικιού. Έλεγα ότι όσο θα μεγάλωνε το σώμα του θα έστρωνε. Μα αυτός έμοιαζε όλο και πιο πολύ με τις καλικατσούδες που βόσκουν εδώ.

Εγώ όμως τον αγαπούσα και του έδειχνα ότι ήξερα. Πηγαίναμε μαζί για ψάρεμα και τα απογεύματα σεργιανούσαμε στα βουνά. Φτιάχναμε ξόβεργες και αφού τις στήναμε πάνω στα ξερά κλωνάρια των συκιών και των άλλων δέντρων, περιμέναμε υπομονετικά κρυμμένοι πίσω από βράχια και θάμνους, να δουλέψουν οι παγίδες μας. Επιστρέφαμε μετά το λιόγερμα με μια αρμαθιά μικρόπουλα, άλλα για τηγάνι και άλλα τα είχαμε κρατήσει ζωντανά για να τα βάλουμε στα κλουβιά να μας κελαηδούν. Βοηθούσαμε τους χωριανούς με τα ζώα και τα χωράφια τους και όλοι έλεγαν να τα καλά παιδιά, όποτε μας έβλεπαν.

Ο πατέρας μου ακολούθησε το ίδιο τροπάρι που είχε και με ‘μένα. Διαπίστωσε όμως γρήγορα ότι αν και ο Θάνος έδειχνε πιο μεγάλο ενδιαφέρον για το ψάρεμα απ’ ότι εγώ, δεν τα κατάφερνε εξ’ ίσου καλά. Κατ’ αρχάς δεν μπορούσε να κουμαντάρει εύκολα την βάρκα. Πήρε καιρός μέχρι να μάθει να την πιλοτάρει. Σχοινιά και πανιά ήταν ο παιδεμός του. Σαν ήταν να δέσει στον ντόκο δεινοπαθούσε. Ακόμη και όταν λύναμε για να φύγουμε, δεν προλάβαινε πολλές φορές, να πηδήξει μέσα στη βάρκα ή τον έπαιρνε μαζί της και κατέληγε συχνά στο νερό. Εγώ γελούσα, όπως και αυτός άλλωστε, μα ο πατέρας μου θύμωνε.

«Τί θα μου γίνεις; Αγοράκι του γλυκού νερού; Να κοιτάς να παίρνεις παράδειγμα από τον αδερφό σου. Όπου και να πάει τρέμουν και οι πέτρες. Και να τρως. Ακόμη να βάλεις κρέας πάνω σου. Οι τσίροι που έπιασα προχτές πιο παχιοί ήταν από σένα.»

Εγώ του έκανα νοήματα πίσω από την πλάτη του πατέρα μου, να μην τον ξεσυνερίζεται. Γιατί μπορεί ο Θάνος όσο και να προσπαθούσε να μην έφτανε στο επίπεδο που επιθυμούσε ο πατέρας μου για ψαράς, αλλά είχε άλλα ταλέντα. Ταλέντα μαγικά. Το μυαλό του σπίθιζε. Αν μπορούσες να το αγγίξεις, σίγουρα θα κοβόσουν και μπορούσε μόνο με τα λόγια να καταφέρνει χτυπήματα πιο δυνατά και από την πιο δυνατή γροθιά. Η μεγάλη μαγεία όμως βρισκόταν στην φωνή του. Όταν ο Θάνος τραγουδούσε, όλοι σιωπούσαν. Τα πουλιά σώπαιναν και έβγαιναν δειλά στις άκρες των κλαδιών να ακούσουν το παράξενο αυτό πλάσμα που τα έκανε να μοιάζουν τόσο φάλτσα. Ακόμη και τα δέντρα σταματούσαν να θροΐζουν για να τον ακούσουν. Σε κάθε γλέντι του νησιού που βρισκόμασταν, δεν υπήρχε περίπτωση να μην ζητήσει ο κόσμος στο Θάνο να τραγουδήσει. Κι αν έκανε πως αρνιόταν, ξεσηκώνονταν όλοι και δεν μας άφηναν να φύγουμε.

Τότε κι εκείνος άρχιζε. Κάθε άλλος ήχος περίσσευε και κόπαζε. Ώρες ατέλειωτες μπορούσαν να έχουν όλοι τα μάτια καρφωμένα στο Θάνο. Ώρες ακίνητοι. Μαγεμένοι, παραδομένοι σε αυτή την ομορφιά. Σαν κλέφτης εγώ εκείνες τις ώρες, κοίταζα ολόγυρα και αγαλλίαζε η καρδιά μου, βλέποντας τον θαυμασμό των άλλων για τον αδερφό μου. Ύστερα το βλέμμα μου έπεφτε στη μάνα μου και η χαρά μου γινόταν λύπη και η λύπη παράπονο. Γιατί διαπίστωνα κάθε φορά ότι ο Θεός μου ήταν ακόμη εκεί. Δεν είχε φύγει από την ημέρα που ο Θάνος ήρθε στον κόσμο.

Την έβλεπα να τον κοιτάζει και το πρόσωπό της τύφλωνε ακόμη και την πούλια. Μέσα στην εσάρπα της τυλιγμένη, με τα μαύρα της μαλλιά λυτά να πέφτουν σαν χείμαρρος γύρω από το φεγγαροπρόσωπό της και τα ολόλευκα δόντια να ξεπροβάλλουν σε ένα λαμπερό χαμόγελο. Ήταν εκεί. Μα ένιωθα ότι πια δεν ήταν ο δικός μου Θεός. Αλλά του Θάνου, γιατί σε αυτόν είχε φανερωθεί. Από τότε που γεννήθηκε, φοβόμουν, αλλά και ήλπιζα βαθιά μέσα μου, ότι από μέρα σε μέρα, θα επέστρεφε η μελαγχολία στο πρόσωπο της μάνας μου. Αποδείχθηκα λάθος.

Η μάνα μου φαινόταν πιο χαρούμενη πλέον. Πολλές φορές, έπαιρνε μαζί της το Θάνο και κατέβαιναν στην Χώρα, ή έβγαιναν βόλτα στους λόφους όταν είχε λιακάδα. Συχνά τους έβρισκες κάτω από ένα δέντρο να κάθονται και ο Θάνος να της διαβάζει κάποιο βιβλίο, ενώ εκείνη έπλεκε στεφάνια από άνθη για να στολίσει το σπίτι και πάντα, μα πάντα, την έκανε να γελάει.

Τόσα χρόνια, ποτέ μου δεν είχα ζήσει τέτοια στιγμή εγώ. Τότε, στα είκοσι έξι μου, συνειδητοποίησα  ότι για πρώτη φορά στη ζωή μου ήμουν δεύτερος! Δεύτερος στο μόνο πράγμα που με ένοιαξε ποτέ να είμαι πρώτος. Δεύτερος στα μάτια της μάνας μου! Για μια ακόμη φορά η ειρωνεία μου είχε χτυπήσει την πόρτα. Στο διάολο και τα ψαρέματα, στο διάολο και τα λόγια του κόσμου. Είχα χάσει σε αυτό που κυνηγούσα κι ας είχα κερδίσει σε όλα τ’ άλλα. Μπορεί να έβλεπα την έννοια της για μένα. Την αγωνία της όταν αρρώσταινα, τη χαρά της όταν έκανα κάτι μεγάλο, την περηφάνια της όταν μιλούσε για μένα στους άλλους. Μα τον Θεό μου, τον είχε χαρίσει στον αδελφό μου.

Και το παράπονο έγινε ζήλια και η ζήλια θυμός. Μα όχι μίσος. Δεν νομίζω. Ποτέ δεν μίσησα τον αδελφό μου. Στο κάτω κάτω αυτός δεν έφταιγε σε τίποτα. Κανένας δεν έφταιγε δηλαδή. Απλά έτσι ήταν γραμμένο στα κιτάπια της μοίρας. Γι αυτό, έκανα πολλές μάχες με τον εαυτό μου, κι έπνιγα τον θυμό μου όποτε αυτός με επισκεπτόταν με νύχια και με δόντια. Πάντα νικούσα, μα όχι δίχως απώλειες. Ψυχικές απώλειες.

Ξαναγύρισα στα ψαρέματά μου και αφοσιώθηκα περισσότερο πια στον πατέρα μου. Ήταν ένας καλός τρόπος να ξεχνάω. Μαζί και ο αδελφός μου, να προσπαθεί να με φτάσει. Του έδειχνα και του ξανάδειχνα ότι ήξερα και ότι μάθαινα. Τον πήγαινα στους καλύτερους ψαρότοπους μπας και πιάσει κανένα ψάρι και πάρει μπρος. Μα ο διάολος λες και το έκανε! Καθόμουν από την μια άκρη της βάρκας εγώ κι εκείνος από την άλλη. Κάθε ριξιά μου και ψάρι εμένα. Ενώ εκείνος ανέβαζε συνήθως φύκια, ή κανένα ψαράκι τόσο μικρό που το λυπόταν και το ξαναπετούσε στο νερό.

«Θα μπορούσες απλά να τους μιλάς μου φαίνεται! Απλά πες ρε παιδί μου, σήμερα θέλω τόσα ψάρια να ανέβουν πάνω στην βάρκα. Και να δεις που θα γίνει!»

Έλεγε.

Με έπαιρναν τα γέλια. Δεν θύμωνε όμως. Παρά γελούσε και ριχνόταν πάλι στην προσπάθεια. Το πείσμα και η θέληση που είχε ήταν μια από τις μεγάλες αρετές του. Δεν έκανε πίσω με τίποτα.

Ένα πρωινό, σηκώθηκα και τον είδα στην πεζούλα, να παλεύει με χίλια δυο ψαρικά γύρω του. Παντού τριχιές, αγκίστρια και βαρίδια.

«Α! Καλώς τον υπναρά.»

Έσκουξε.

«Λοιπόν ετοιμάσου αμέσως. Όπου να ‘ναι φεύγουμε.»

Κοίταξα στον ουρανό. Όπου κι αν έπεφτε το μάτι σου , έβλεπες μόνο γκρίζα σύννεφα. Αφουγκράστηκα. Δεν άκουγα ούτε ένα πουλί τριγύρω. Ακόμη και τα γιδοπρόβατα σιωπούσαν.

«Είσαι καλά ρε Θάνο; Που θα πάμε; Ο καιρός ετοιμάζεται να χαλάσει τον κόσμο.»

«Μα τι λες μωρέ; Αφού έχει άπνοια. Φύλλο δεν κουνιέται δεν βλέπεις.»

«Έλα πάππου μου να σου μάθω τ’ αμπελοχώραφά σου. Ο μπαμπάς που είναι; Ρώτα τον να δεις τί θα σου πει κι εκείνος. Αλλά μη μου πεις ότι τον εμπιστεύεσαι πιο πολύ από εμένα. Και να τον ρωτήσεις δηλαδή, πάλι την δική μου γνώμη θα σου πει στο τέλος να ζητήσεις.»

«Όχουουου.»

Στραβομουτσούνιασε.

«Κάνε ότι νομίζεις. Εγώ θα πάω έτσι κι αλλιώς. Έλεγα να ερχόσουν μαζί να κάναμε καμιά συρτή. Άλλωστε ο μπαμπάς πήρε την μάνα και πήγαν στη χώρα. Ούτε που θυμάμαι τι μου είπαν ότι πήγαν να κάνουν κι εγώ σκυλοβαριέμαι εδώ χάμω. Με τη συννεφιά θα τσιμπάνε και τα ψάρια αβέρτα. Πάω και άμα δω ότι αρχίζει να χαλάει ο καιρός, τα μαζεύω και γυρίζω. Δεν σκοπεύω να πάω και μακριά.»

Ξανακοίταξα τον ουρανό. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο καιρός θα χαλούσε.

«Αποκλείεται να σε αφήσω να πας μόνος σου. Περίμενε λίγο να ετοιμαστώ.»

«Να σου πω πάρε και τις λεπίδες μαζί.»

Βιάστηκε να συμπληρώσει. Οι λεπίδες ήταν ένα ζευγάρι κουπιά, καμωμένα από οξιά, δικής μου επινόησης. Είχαν πολύ μεγάλες χούφτες και πολύ λεπτές. Τις είχα ξύσει τόσο σχολαστικά ώστε οι άκρες τους μπορούσαν να κόψουν εύκολα τη σάρκα μιας μεγάλης κολοκύθας σαν να ήταν βούτυρο. Ήταν κατάλληλα, όταν η θάλασσα ήταν κάλμα. Μπορούσες να τα κουμαντάρεις και να μανουβράρεις την βάρκα ποιο εύκολα κι από τσέρκι.

Αφού πήραμε λοιπόν όλα τα εφόδια, κατηφορίσαμε για το μόλο. Σ’ όλο το δρόμο η φύση ήταν τελείως ήσυχη. Ούτε λαλιές πουλιών, ούτε γαβγίσματα, ούτε καν κουδουνίσματα από τα κοπάδια. Οι αγελάδες είχαν κάτσει κατάχαμα κάτω από τα πιο μεγάλα δέντρα και οι γάιδαροι είχαν εξαφανιστεί μες τα παχνιά τους.

Ο Θάνος σιγοτραγουδούσε. Γύρισε προς το μέρος μου.

«Έχω ένα προαίσθημα σήμερα. Κάτι μου λέει ότι θα κάνω την καλύτερη ψαριά της ζωής μου.»

«Εγώ έχω ένα προαίσθημα ότι σήμερα θα μας βγει η πίστη, με την ξεροκεφαλιά σου.»

Γέλασε και με πήρε απ’ τον ώμο.

«Μην γκρινιάζεις ρε συνέχεια. Κοίτα τι ωραία που είναι τριγύρω. Ήσυχα και αγνά. Σαν να γεννήθηκαν όλα μόλις τώρα. Όλα είναι δικά μας. Δεν ευχαριστιέσαι; Και ύστερα τι να μας πει και η θάλασσα; Είμαστε ή δεν είμαστε οι καλύτεροι του είδους;»

Ξερόβηξε και διόρθωσε αφήνοντας τον ώμο μου.

«Εσύ δηλαδή. Εγώ ακόμη προσπαθώ να μάθω.»

Συμπλήρωσε χαμηλόφωνα σαν να φοβόταν μην τον ακούσουν γύρω και ντροπιαστεί.

«Εγώ ξέρω ότι όταν γυρίσουμε, θα έχουν πάρει τέτοια τρομάρα οι δικοί μας, που σίγουρα θα με κατσαδιάζουν μέχρι αύριο. Και σίγουρα μόνο εμένα. Σαν να τον ακούω τον Θωμά.» ‘Καλά αυτή είναι η υπευθυνότητα ρε μεγάλε; Έτσι τον προσέχεις εσύ τον αδελφό σου;’

Προσπάθησα να μιμηθώ τον πατέρα μου ανεπιτυχώς. Του Θάνου του φάνηκε αστείο.

«Μη φοβάσαι και θα μπω εγώ στη μέση έτσι και σου πει τίποτα. Τόσες φορές με έχεις υπερασπιστεί. Σειρά μου τώρα. Άλλωστε είμαι πια μεγάλος άντρας, δεκαεφτά έφτασα! Μπορώ νομίζω πια να αποφασίζω για την ζωή μου.»

Στην πραγματικότητα δεν με ένοιαζε η αντίδραση του πατέρα μου. Αλλά όταν σκεφτόμουν τα μάτια της μητέρας μου να με κοιτούν με απορία και παράπονο, χωρίς να βγάζει κουβέντα, με σκότωνε. Ήξερα ότι δεν θα μιλούσε καθόλου και αυτό ήταν το χειρότερο.

Σε λιγότερο από ώρα είχαμε λύσει την βάρκα και βγαίναμε απ’ τον όρμο. Εγώ έκανα κουπί και ο Θάνος ετοίμαζε τα σύνεργά του και τα δολώματα. Έβαζε τα πάντα σε σειρά ώστε να μην χάνει χρόνο ψάχνοντας τα την ώρα που θα τα χρειαζόταν. Τέτοια μανία τον είχε πιάσει. Οι λεπίδες έσκιζαν σαν μετάξι το ήρεμο νερό και η βάρκα σπρωχνόταν μπροστά με αρκετά μεγάλη ταχύτητα. Όποια βάρκα συναντούσαμε επέστρεφε στον όρμο. Μονάχα εμείς βγαίναμε. Όλοι ρωτούσαν φωναχτά που πάμε με τέτοιο καιρό και ο Θάνος γελώντας τους έλεγε ότι τώρα είναι η ώρα για τους άντρες.

Ανοιχτήκαμε τόσο ώστε η στεριά μόλις που άρχισε να φαίνεται θολή. Γύρισα την βάρκα παράλληλα με την παραλία και άρχισα να κάνω κουπί με λίγο πιο αργό αλλά σταθερό ρυθμό. Ο Θάνος έριξε την πετονιά του στην θάλασσα και έκατσε όσο πιο αναπαυτικά μπορούσε.

«Ετοιμάσου! Αύριο θα συζητάει για μας όλο το νησί.»

Πολεμούσαμε έτσι μέχρι το απόγευμα. Το μόνο που είχαμε βγάλει ήταν μια στείρα, όχι πιο μεγάλη από ένα μέτρο. Και το αστείο ήταν ότι και αυτή την έβγαλα εγώ όταν για λίγο τράβηξε κουπί ο Θάνος για να με ξεκουράσει. Όταν την σήκωσα απ’ το νερό, γούρλωσε τα μάτια και το μόνο που είπε ήταν·

«Ε αυτό δεν γίνεται! Σίγουρα με δουλεύεις.»

Τώρα βρισκόμουν πάλι εγώ στα κουπιά. Ένα ελαφρύ αεράκι είχε αρχίσει να σηκώνεται και η θάλασσα κυμάτιζε απαλά. Ο ουρανός φαινόταν ακόμη πιο σκοτεινός καθώς το φως παρέδιδε σιγά σιγά τα σκήπτρα του. Η κακοκαιρία έδινε τις πρώτες προειδοποιήσεις.

«Είναι ώρα να τα μαζεύουμε νομίζω. Ο καιρός δεν αστειεύεται.»

«Λίγο ακόμη. Μας παίρνει λίγο ακόμη να καθυστερήσουμε. Να! Άκου να δεις τι θα κάνουμε. Ξεκίνα αν θες να επιστρέφεις, απλά ελάττωσε τον ρυθμό σου.»

«Ρε Θάνο, δεν παίζουν με την θάλασσα βρε αγόρι μου. Κατάλαβέ το. Το πρώτο πράγμα που μας έμαθε ο πατέρας το ξέχασες; Σεβασμός. Αν κάνει ότι δυναμώνει ο αέρας, ποιος ξέρει αν και πότε θα καταφέρουμε να γυρίσουμε!»

«Μα σου είπα. Απλά ελάττωσε ρυθμό. Έλα δικαιούμαι κι εγώ ένα ψαράκι. Δεν θέλω πάλι να γυρίσω με άδεια χέρια. Άλλωστε με εσένα μέσα δεν φοβάμαι τίποτα.»

«Τέλος πάντων. Αν δω όμως ότι αγριεύουν τα πράγματα δεν θα το συζητήσω καν. Θα πάμε καρφί πίσω.»

«Σύμφωνοι.»

Δεν είχαν περάσει ούτε δύο δευτερόλεπτα που είχαμε τελειώσει την συζήτηση, ο Θάνος ήταν ακόμη στραμμένος προς εμένα, όταν η πετονιά που κρατούσε τέντωσε και του έφυγε μέσα απ’ τα χέρια. Εκείνος γούρλωσε τα μάτια και κόντεψε να πέσει μες το νερό στην προσπάθειά του να προλάβει την καλούμπα πριν αυτή καταλήξει στην θάλασσα. Ακόμη και όταν την ξανάπιασε, η τριχιά τέντωνε έτοιμη να σπάσει. Οι τριχιές που είχα μάθει να φτιάχνω εγώ όμως, δύσκολα έσπαγαν.

«Τι είναι;»

Ρώτησα μειώνοντας τον ρυθμό που έκανα κουπί.

«Δεν ξέρω τι είναι, αλλά αν κρίνω απ’ το τράβηγμα που μου κάνει πρέπει να είναι αναθεματισμένα μεγάλο.»

Ένα πλατύ χαμόγελο χαράς και αγωνίας διέσχιζε το πρόσωπο του Θάνου από την μια άκρη ως την άλλη.

«Θα έρθεις να το αναλάβεις ή θα με κοιτάς σαν χάνος;»

Κρατούσε την πετονιά με τα δύο χέρια γερμένος προς τα πίσω και τα πόδια να σπρώχνουν την κουπαστή για να φέρνει κόντρα.

«Όχι! Εσύ πρέπει να το βγάλεις πάνω, το δικαιούσαι.»

«Μα εγώ δεν ξέρω αν καλά καλά έχω την δύναμη για να το φέρω βόλτα.»

«Δεν είναι θέμα δύναμης. Ο καθ’ ένας μπορεί να το φέρει πάνω αρκεί να ξέρει τον τρόπο.»

Μόλις τέλειωσα την κουβέντα μου, ο τρόμος ο ίδιος πετάχτηκε μέσα απ’ το νερό. Λίγα μέτρα πίσω απ’ τη βάρκα, τα νερά έσκισαν στα δύο και μια μαύρη φιγούρα σάλταρε στον ουρανό. Ήταν ένας ξιφίας! Το μήκος του σώματός του ήταν λίγο μικρότερο απ’ το σκαρί μας και μαζί με την μύτη του, που έμοιαζε σαν τις σπάθες που βλέπουμε να κρατάν οι σταυροφόροι στις εικόνες, ξεπερνούσε σε μήκος τη βάρκα μας. Ένα κτήνος που είχε βγει πραγματικά από τα πιο βαθιά σπλάχνα του πελάγου.

Το ψάρι αιωρήθηκε για λίγο στον αέρα με το δέρμα του στιλπνό και κατάμαυρο. Σπαρταρούσε σαν δαιμονισμένο χτυπώντας τον αέρα. Η άκρη της πετονιάς , χανόταν μες το στόμα του και όλα έδειχναν ότι είχε καταπιεί για τα καλά το αγκίστρι. Αφού πέρασε πάνω από αρκετές ράχες κυμάτων, ξαναβούτηξε στο νερό και άρχισε να καργάρει την πετονιά. Οι δυο μας είχαμε μείνει να κοιτάμε με δέος, καθώς τέτοιο θηρίο δεν είχαμε ματαδεί. Συνήλθα απότομα.

«Το είδες αυτό!»

Γύρισε ο Θάνος και με κοίταξε με λαμπερό βλέμμα. Ήξερα ότι δεν έπρεπε να χάνουμε χρόνο.

«Λοιπόν άκουσέ με προσεχτικά. Χαλάρωσε το σώμα σου και προσπάθησε να μην τεντώνεις την πετονιά. Εγώ θα αρχίσω να κάνω μανούβρες. Όταν βλέπεις ότι σε παρατραβάει, θα αφήνεις λάσκα και θα μου λες να το ακολουθούμε. Μόλις κουραστεί, θα το καταλάβεις γιατί η τριχιά θα χαλαρώσει. Τράβα όσο προλάβεις και πες μου να κάνω κουπί ανάποδα και πάει λέγοντας. Πρόσεξε, είναι μεγάλο ψάρι και θέλει πολύ υπομονή. Απ’ ότι είδα έχει καταπιεί όλο το αγκίστρι, οπότε ο μόνος τρόπος για να φύγει είναι να σπάσει την τριχιά. Πολύ αμφιβάλω όμως αν θα μπορέσει. Αν δεν καταφέρουμε να το σκάσουμε, και με γάιδαρο να το τραβήξουμε αποκλείεται να το ανεβάσουμε.»

Έτσι ξεκίνησε μια τρομερή πάλη. Η ώρα πέρασε και ούτε που πήραμε χαμπάρι πότε ο αέρας σηκώθηκε για τα καλά. Η βάρκα πήγαινε πάνω κάτω σαν τρελή. Πότε από εκεί και πότε από εδώ, το ψάρι κόντεψε να μας πάει μέχρι την Σκιάθο και δεν φαινόταν να κουράζεται με τίποτα. Εγώ όμως είχα προ πολλού χάσει τις δυνάμεις μου. Κι όταν ο Θάνος άφηνε την πετονιά, αυτή χανόταν με απίστευτη ταχύτητα. Το πλάσμα αυτό είναι από τα γρηγορότερα της θάλασσας, ίσως και το πιο γρήγορο. Ούτε ιστιοφόρο με πέντε πανιά και γεμάτο αέρα πρίμα δεν το ξεπερνά σε ταχύτητα.

Όταν καταφέραμε να το φέρουμε κάπως κοντά, είχε σχεδόν σκοτεινιάσει. Άργησα να καταλάβω ότι είχα τυφλωθεί κι εγώ απ’ τον ενθουσιασμό μου, αλλά όταν το πήρα χαμπάρι σταμάτησα να κάνω κουπί.

«Το παρακάναμε. Κόψε την πετονιά κι ας το να πάει στην ευχή. Δεν πρόκειται να τα καταφέρουμε.»

Ο Θάνος γύρισε με τα μάτια γουρλωμένα. Μουσκεμένος όπως ήταν από τη φουρτούνα και την προσπάθεια, θολωμένος από τον ενθουσιασμό, μου φώναξε.

«Είσαι τρελός; Τώρα που το έχουμε στο τσεπάκι; Μια φορά μου δίνεται η ευκαιρία και θα την αφήσω να πάει χαμένη; Θα βγάλω αυτό το ψάρι στην στεριά έστω και αν χρειαστεί να κολυμπήσω μαζί του.»

Ένας κεραυνός έσκισε τον ουρανό και άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς. Σαν να είχε πει κάτι μαγικό ο Θάνος, το κτήνος πετάχτηκε απ’ το νερό και έπεσε πάνω στην κουπαστή με όλο του το βάρος και μετά πάλι στο νερό. Η βάρκα τραντάχτηκε με αποτέλεσμα ο Θάνος που ήταν όρθιος και κοιτούσε προς το μέρος μου να χάσει την ισορροπία του και να πέσει στο νερό. Όλα έγιναν σε δευτερόλεπτα. Ούτε που πρόλαβα να κάνω κίνηση για να τον σώσω.

Η μόνη εικόνα που πέρασε εκείνη τη στιγμή από μπροστά μου ήταν τα μάτια της μάνας μου να με κοιτούν παραπονεμένα. Ο αέρας λυσσομανούσε από πάνω μου. Δύσκολα άκουσα την φωνή του αδερφού μου να με καλεί. Παράτησα τα κουπιά κι έσκυψα πάνω από την κουπαστή. Τον είδα να κρέμεται με το ένα χέρι να έχει πιαστεί από τα παλαμάρια. Τέντωσα το χέρι μου και τον έπιασα. Κρατούσα εγώ το μπράτσο του κι εκείνος το δικό μου ενώ με το άλλο μου χέρι βαστούσα τα παλαμάρια της απέναντι πλευράς για να μην πέσω κι εγώ μέσα.

«Παρά τρίχα!»

Μου είπε.

Έκανα να τον σηκώσω και τότε είδα λίγο πιο πίσω του, μερικούς πόντους κάτω απ’ το νερό, το μαύρο θηρίο να ορμά. Η λαβή του στο μπράτσο μου έσφιξε σαν τανάλια. Τα μάτια του γούρλωσαν και με κοίταξε με αγωνία. Οι μυς στο πρόσωπό του συσπάστηκαν και σχημάτισαν μια έκφραση τρόμου. Η φωνή που ακολούθησε ήταν τόσο φριχτή που αν ο διάβολος την άκουγε θα λούφαζε τρομαγμένος. Φωνή που πρόδιδε απερίγραπτο πόνο, καθώς ο ξιφίας χτυπιόταν μανιασμένα στην προσπάθειά του να ξεκολλήσει απ’ το σημείο όπου είχε καρφωθεί. Η μαύρη φιγούρα άρχισε πάλι να απομακρύνεται και αμέσως το νερό γύρω απ’ τον αδελφό μου πήρε μια κόκκινη καφετιά απόχρωση.

Έβαλα όλη μου την δύναμη με το μπράτσο μου να λιώνει κάτω απ’ τη λαβή του και τον τράβηξα πάνω στην βάρκα μονομιάς. Έπεσα πίσω κι εκείνος πάνω μου να σφαδάζει με αναφιλητά. Ξαφνικά το πρόσωπό του άλλαξε. Τα μάτια του άστραψαν και όπως ήταν βρεγμένος από την θάλασσα και την βροχή έμοιαζε παρανοϊκός. Γύρισε και κοίταξε το δεξί του πόδι. Στο ύψος του μηρού του, υπήρχε μια τεράστια τρύπα που το διαπερνούσε πέρα για πέρα. Μπορούσες να δεις μέσα απ’ το πόδι του, τι βρισκόταν πίσω του, γαμώ το μου! Κόκκινη σάρκα βρεγμένη με αίμα και ένα φαγωμένο κόκαλο, πριονισμένο στο πλάι απ’ το ρύγχος του ψαριού, ήταν όλα εκτεθειμένα στον αέρα.

«Με γάμησε το κωλόψαρο. Θα το ξεκοιλιάσω το ρημάδι.»

«Τρελάθηκες; Πρέπει να γυρίσουμε πίσω αμέσως.»

Έκανα να τον συνεφέρω από την παράνοια μα με πέταξε πίσω με ανέλπιστη δύναμη. Πριν προλάβω να σηκωθώ, έπιασε την πετονιά που έφευγε σαν τρελή. Με το που έπιασε στα χέρια του την τριχιά, η ταχύτητά της χάραξε βαθιά τις παλάμες του. Αίμα ανάβλυσε ζεστό απ’ τις χαρακιές. Χωρίς να υπολογίσει τον πόνο, έσφιξε τα δάκτυλά του μέχρι η πετονιά να σταματήσει. Ο Θάνος δέχτηκε ένα τέτοιο τράβηγμα που βρέθηκε ξανά στο νερό. Η βροχή σε συνδυασμό με τον αέρα και το σκοτάδι, δεν μου άφηναν πια κανένα περιθώριο να δω τι γίνεται. Το μόνο που πρόλαβα να ακούσω ήταν ο γδούπος που έκανε το κεφάλι του αδελφού μου όταν συνάντησε την κουπαστή. Άρχισα να φωνάζω το όνομά του στον αέρα και περίμενα να μου απαντήσει. Μάταιος κόπος.

Το βλέμμα της μάνας μου ξαναήρθε εμπρός μου.

«Είσαι υπεύθυνος. Γιατί άφησες να συμβεί αυτό;»

Κάποια στιγμή σκέφτηκα να βουτήξω στα σκοτεινά νερά και να ψάξω, μα ύστερα σκέφτηκα ότι δεν είχε κανένα νόημα. Η αλήθεια ήταν ότι φοβόμουν πως και το ψάρι αλώνιζε από κάτω. Άναψα το φανάρι και αφού το κρέμασα στην κουπαστή, έπιασα τα κουπιά. Υπολόγιζα ότι ο καιρός με είχε πάει κάμποση απόσταση πιο πέρα από το σημείο που έπεσε ο Θάνος. Άρχισα να κωπηλατώ με όλη μου τη δύναμη. Πριν ακόμη προλάβω να κάνω τέσσερις κουπιές, ένιωσα την δεξιά λεπίδα να συναντά κάτι σκληρό και να σταματά. Πάγωσα. Σήκωσα το κουπί και το έφερα κοντά στο φανάρι. Με φρίκη αντίκρισα στην άκρη του αίμα αναμειγμένο με τρίχες και κομμάτια σάρκας και βλέννας ποτισμένα με θαλασσινό νερό. Πέταξα το κουπί λες και ήταν φίδι που με δάγκωσε και μαζεύτηκα, όπως ένα φοβισμένο παιδί. Δεν μπορούσα να κουνήσω πια κανένα μέλος του σώματός μου. Όλα είχαν μουδιάσει. Έμεινα καθισμένος, χωρίς να προσπαθώ να κάνω τίποτα.

Το μόνο που κατάφερα να κάνω ήταν να βγάλω μια κραυγή και να ξεσπάσω σε κλάματα. Ο καιρός πήγαινε την βάρκα όπου ήθελε. Τεράστια υδάτινα βουνά πιο σκοτεινά και απ’ την πιο βαθιά σπηλιά, σηκώνονταν ολόγυρα. Ένιωθα να ταλαντεύομαι μαζί με τη βάρκα. Να σηκώνομαι στον αέρα και να ξαναχτυπάω με δύναμη το νερό. Το ξύλινο σκάφος έτριζε ολόκληρο. Πίστευα ότι από στιγμή σε στιγμή θα ανοίξει σαν τσόφλι από αυγό που το αφήνεις να πέσει στο πάτωμα. Μα δεν με ενδιέφερε πια. Η αλήθεια ήταν ότι παρακαλούσα να με πάρει ο βυθός, γιατί ήμουν πολύ δειλός για να το κάνω από μόνος μου.

Μέχρι και σήμερα, δεν ξέρω πως τη γλύτωσα εκείνη την νύχτα. Προφανώς η μοίρα ξαναμίλησε. Τόσα βράχια τριγύρω και με τέτοια φουρτούνα, θα μπορούσε άνετα η θάλασσα να με έχει κομματιάσει σε κάποια μυτερή κόγχη. Θα μπορούσε απλά να έχει αναποδογυρίσει τη βάρκα και να πέθαινα από απ’ το κρύο. Τίποτα απ’ όλ’ αυτά όμως δεν συνέβη. Την άλλη μέρα ξύπνησα από τον θόρυβο που έκανε ο πάτος της βάρκας, καθώς τριβόταν πάνω στα χαλίκια της παραλίας που είχε σκαρώσει. Ήταν μια αμμουδιά κοντά στο Λουτράκι.

Σηκώθηκα και πάτησα στο νερό. Διψούσα σαν τρελός και δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου. Ένιωθα το κρύο νερό να με ξυπνά απ’ το λήθαργο. Κοίταξα γύρω. Ο ουρανός ήταν ακόμη συννεφιασμένος, αλλά ούτε φυσούσε ούτε έβρεχε. Η θάλασσα ήρεμη, γαλήνια, σαν να μην ήξερε τίποτα. Σαν να μην συνέβη τίποτα ποτέ. Θυμήθηκα την μάνα μου. Με τι κουράγιο θα της έλεγα τι συνέβη; Πως θα αντίκριζα εκείνα τα μάτια;

Ξεκίνησα για το σπίτι. Ούτε που έψαξα για νερό. Δεν με ενδιέφερε πια. Όποιος με πετύχαινε στο δρόμο σταυροκοπιόταν και αποτραβιόταν έτσι όπως με έβλεπε κουρελή και ταλαιπωρημένο να παραντουράω. Δεν έδινα σημασία και δεν μίλησα σε κανένα. Για να αποφύγω κι άλλα συναπαντήματα, πήγα μέσα από μικρά μονοπάτια, απόμερα. Γύρω η φύση έκανε το κανονικό της πρόγραμμα. Η ζωή δεν είχε πάρει χαμπάρι τίποτα. Όλα ήταν ίδια. Όχι για ‘μένα όμως. Όχι πια.

Έφτασα σπίτι λίγο μετά το μεσημέρι. Είδα από μακριά τον πατέρα μου να κάθεται στην πεζούλα με το κεφάλι σκυμμένο μέχρι τα γόνατα. Συνέχισα να περπατάω σαν φάντασμα. Μόλις με πήρε χαμπάρι σηκώθηκε και έτρεξε προς το μέρος μου. Με έπιασε λίγο πριν καταρρεύσω και με συνόδευσε μέχρι την αυλή, περνώντας το χέρι μου πίσω από τον αυχένα και πάνω απ’ τον ώμο του. Αφού με έβαλε να καθίσω, άρχισε να φωνάζει σαν τρελός στην μάνα μου να φέρει ρούχα στεγνά και νερό. Όταν εκείνη κατάλαβε γιατί φώναζε βγήκε στο κατώφλι και σταμάτησε σαν είδε μόνο εμένα. Σήκωσα τα μάτια και την κοίταξα. Αμέσως κατάλαβε ότι το Θάνο δεν θα τον ξανάβλεπε. Έγειρε στον τοίχο και σύρθηκε προς το πάτωμα. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της καθώς καθόταν στα σκαλοπάτια. Άρχισε να μονολογεί και να χτυπά ελαφρά το κεφάλι της στον τοίχο.

Ο πατέρας μου πελάγωσε. Τώρα είχε δύο ανθρώπους να φέρει πέρα. Έτρεξα και πήρα την μάνα μου σφιχτά στην αγκαλιά μου, μα εκείνη δεν είχε πια επαφή με τον κόσμο. Συνέχισε να ταλαντεύεται πέρα δώθε και να μονολογεί με λυγμούς. Όσο και αν δυνάμωνα την αγκαλιά μου προσπαθώντας να την παρηγορήσω, το αποτέλεσμα παρέμενε το ίδιο. Ήταν σαν να έχω αγκαλιάσει έναν βράχο από πάγο. Ο πατέρας μου κι αυτός δεν άντεξε. Παραπάτησε μέχρι την άλλη γωνιά της αυλής και ξέσπασε σιωπηλά.

Όταν πια κατά τα μεσάνυχτα είδα ότι είχαν ξεθυμάνει κάπως, τους πήρα στην τραπεζαρία και τους εξήγησα τι ακριβώς είχε γίνει. Εκείνοι δεν μίλησαν καθόλου. Ούτε ρώτησαν, ούτε κατηγόρησαν, ούτε φώναξαν. Τίποτα. Αυτό ήταν που με πόνεσε περισσότερο απ’ όλα. Απλά κοιτούσαν έναν αόρατο τοίχο. Καμιά κίνηση, καμιά αντίδραση καθώς τους περιέγραφα τα πάντα.

Τα πάντα; Όχι τα πάντα. Παρέλειψα μια μεγάλη λεπτομέρεια. Είπα ένα ψέμα που με τυραννάει μέχρι σήμερα. Δεν τους είπα ποτέ τίποτα για το κουπί, όταν το ανέβασα στο φως του φαναριού. Τους είπα μονάχα ότι μετά το χτύπημα του κεφαλιού στην βάρκα, ο Θάνος χάθηκε. Τίποτε άλλο.

Ποτέ δεν τα βρήκα με τον εαυτό μου από τότε. Αποζητούσα πάντα την μοναξιά. Έμενα μόνος κι έκλαιγα μερόνυχτα ατέλειωτα. Οι τύψεις δεν με άφηναν σε ησυχία. Μου είχε γίνει έμμονη ιδέα, ότι η ζήλια και ο φθόνος ήταν η αιτία που σταμάτησα να ψάχνω για τον αδελφό μου. Φόβος με κυρίευε στην σκέψη ότι ίσως μέσα μου βαθιά ήθελα να τον ξεφορτωθώ. Αυτόν που μου έκλεψε τον Θεό μου. Όμως όχι δεν ήταν έτσι, προσπαθούσα να με πείσω. Τον αγαπούσα. Ποτέ δεν θα σκεφτόμουν κάτι τέτοιο όσο και αν με πονούσε το να βλέπω τη μάνα μου να του δίνει ότι πολυτιμότερο έψαχνα. Αμέσως όμως ο μέσα μου δικαστής βρυχιόταν. Έλα τώρα, ξέρεις ότι προσπαθείς να γλυκάνεις την ενοχή σου. Δες που κατάντησες. Να προσπαθείς να κοροϊδέψεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Ποτέ δεν τέλειωσε αυτή η μάχη. Ποτέ δεν δόθηκαν απαντήσεις.

Ο καιρός όμως πέρασε και εγώ αιχμάλωτος στους εφιάλτες μου, δεν έβλεπα το κακό που ερχόταν. Ο Θεός είχε κρυφτεί για πάντα. Ή μάλλον είχε εξαφανιστεί τελείως. Η μάνα μου δεν άντεξε ούτε ένα μήνα. Έλιωσε σαν το κερί απ’ το μαράζι και ένα πρωί, απλά δεν σηκώθηκε ποτέ απ’ το κρεβάτι. Ο Θεός μου χάθηκε για πάντα. Για να πω την αλήθεια, ο Θεός εκείνη την ημέρα πέθανε για μένα. Δεν πίστευα πια σε τίποτα. Δεν μπορούσα να δεχθώ ότι ένα τόσο μεγαλοδύναμο και φιλεύσπλαχνο ον, είχε επιτρέψει να γίνει ένα τόσο μεγάλο κακό. Γιατί αν ήταν έτσι, τότε πάει να πει ότι δεν ήταν καθόλου φιλεύσπλαχνο. Οπότε καλύτερα να μην υπήρχε καθόλου. Όλα ήταν γραμμένα. Όλα στημένα.

Το τελειωτικό χτύπημα ήρθε σε λιγότερο από χρόνο. Το μυαλό του πατέρα μου σάλεψε. Έχοντας χάσει γυναίκα και παιδί, ο νους του κατέρρευσε στην προσπάθεια του να συνειδητοποιήσει την συμφορά που μας είχε βρει. Δεν μπορούσε με τίποτα να δεχτεί ο οργανισμός του ότι του συνέβαιναν τέτοια πράγματα.

Άλλωστε ποτέ κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τι συμφορά του άλλου, ακριβώς γιατί πιστεύει ότι εκείνος θα είναι πάντα ένας απλός παρατηρητής. Κοιτάς και ακούς τις πίκρες των άλλων να συμβαίνουν γύρω σου και θαρρείς ότι βλέπεις μια ιστορία, ένα παραμύθι. Κάνεις ότι λυπάσαι για τον πόνο τους και συμπονάς. Άκουσες τι έπαθε ο τάδε; Α τον κακομοίρη! Τι τα θες; Τα πάντα είναι ένα ψέμα. Αυτά λες συνέχεια και στην πραγματικότητα ούτε που τα αισθάνεσαι. Μέχρι τη στιγμή που ο πόνος χτυπάει και την δική σου πόρτα. Τη στιγμή που συνειδητοποιείς ότι κι εσύ είσαι μέρος αυτού του κόσμου και όχι απλά ένας παρατηρητής. Όμως τότε είναι πλέον αργά. Τότε είναι που ο κόσμος σκίζεται στα δυο. Η Γη ξεριζώνεται μπρος στα πόδια σου και σχηματίζεται μια βαθιά χαράδρα. Από την μια μένεις εσύ μετέωρος και από την άλλη ο υπόλοιπος κόσμος να συνεχίζει την συνηθισμένη ζωή του ανεπηρέαστος από την δική σου συμφορά. Από εκείνη τη στιγμή είναι που δεν ανήκεις πραγματικά στον κόσμο τους πια. Κλεισμένος σε ένα γυάλινο περίβλημα, φωνάζεις μα κανείς απ’ έξω δεν ακούει το παραμικρό. Απλά σε παρατηρούν, σαν να μην υπάρχεις. Σαν να μην είσαι αληθινός.

Έτσι κι εγώ, έτσι και ο πατέρας μου που τον βρήκαν κρεμασμένο σε μια αγριελιά, ένα σούρουπο. Απέμεινα μόνος. Εγώ στην μια μεριά, ο κόσμος απ’ την άλλη και μπροστά μου το χάος. Σταμάτησα να κατεβαίνω στην χώρα. Παράτησα το ψάρεμα και τη θάλασσα. Έβγαινα μόνο τις νύχτες που οι άνθρωποι κοιμόνταν. Πήγαινα στα βουνά και έκλαιγα. Έκλαιγα κάθε βράδυ μέχρι που τα δάκρυά μου στέρεψαν. Πολλές φορές αποπειράθηκα να βάλω τέλος στη ζωή μου αλλά αποδείχθηκα πολύ δειλός για να το κάνω. Μάταια οι συγγενείς με επισκέπτονταν. Όποτε ερχόντουσαν, ή έφευγα απ’ το σπίτι ή καθόμουν χωρίς να τους μιλάω.

Το μόνο που ήταν αληθινό πια για μένα ήταν μονάχα μια εικόνα. Το κουπί στο φως της λάμπας”.

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]