Το γνωστότερο και πληρέστερο δισκάδικο της χώρας, ο Ζαχαρίας, βρίσκεται εδώ και 25 χρόνια σε μία από τις στοές της αγοράς στο Μοναστηράκι. Εκεί δώσαμε ραντεβού με τον Λεωνίδα Μαράντη και κάναμε το αυτονόητο. Χαθήκαμε στην πληθώρα βινυλίων που έχει στα ράφια του. Από τον David Bowie στους Beatles και από εκεί στους δικούς μας θρύλους, Μάνο Χατζιδάκι, Μίκη Θεοδωράκη, Διονύση Σαββόπουλο.

Τον Λεωνίδα Μαράντη πιθανότατα θα τον γνωρίζετε από τα τραγούδια του “Άσος στο Μανίκι” και “Σκουφά & Σίνα”. Έπαιξαν πολύ στο ραδιόφωνο όσο υπήρχε ακόμα Freedom και ανήκουν στην μοναδική έως τώρα δισκογραφική δουλειά του “Λονδίνο – Αθήνα”. Η επόμενη θα κυκλοφορήσει, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, την άνοιξη.

Τις δύο πόλεις του δίσκου, τις έχει ζήσει καλά. Στην Αθήνα γεννήθηκε και μετανάστευσε όταν ήταν 20 για σπουδές στο Λονδίνο. Η επιλογή, αποδείχτηκε ιδανική και για τις δύο του αγάπες. Από τη μία οι μουσικές σκηνές και τα δισκάδικα. “Είχα την ευκαιρία να ακούω live τη μουσική που μ΄ αρέσει πολύ. Βρετανικό ροκ, indie, brit pop. Μου έδωσε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση”. Άκουσε λοιπόν τους Verve, στην πρώτη τους συναυλία μετά το δεύτερο reunion. Άκουσε παρέα με τους Δρογώση και Φάμελλο, τον Neil Young και έζησε την απρόσμενη παρουσία στην ίδια συναυλία του Paul McCartney. Eμπειρίες που αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης.

Στο Λονδίνο, πέρα από τη μουσική, σπούδασε ηλεκτρολόγος μηχανικός, ασχολήθηκε με το ερευνητικό κομμάτι, έκανε το διδακτορικό του και μέχρι σήμερα κατορθώνει και μοιράζεται και στις δύο του αγάπες. “Ό,τι αγαπάς, το κρατάς στην καθημερινότητά σου. Μοιάζουν άλλωστε οι δύο μου ασχολίες σε κάποιο βαθμό. Γράφεις ένα τραγούδι, το επεξεργάζεσαι, το ηχογραφείς και το παρουσιάζεις. Μια ιδέα στην έρευνα απαιτεί επίσης μελέτη, καταγραφή με κατάληξη τη δημοσίευσή της, την παρουσιάσεις σε κάποιο συνέδριο”.

Η σχέση του με τους δίσκους ξεκινά από την αγάπη που είχαν οι γονείς του. “Μου άφησαν πάρα πολλούς. Μικρός πήγαινα και τους σκάλιζα. Ωραίοι λαϊκοί δίσκοι. Θυμάμαι βέβαια και τον εαυτό μου ν΄ αγοράζει βινύλια. Πρόλαβα τη φάση που υπήρχαν κασέτες και δίσκοι, μετά βέβαια ήρθαν τα cd, που αγόραζα αρκετά και συχνά. Από την άλλη επειδή δεν είχα δικό μου πικάπ, σταμάτησα για μεγάλο διάστημα τα βινύλια. Κι ήταν κρίμα γιατί στην Αγγλία είχε απίστευτα δισκάδικα. Πλέον έχω επιστρέψει σε παλιές συνήθειες και 1-2 αγορές το τρίμηνο είναι δεδομένες”.

Στα ράφια του Ζαχαρία, συναντήσαμε τις πρώτες επιρροές του σε δίσκους των Beatles, των Doors, των Pink Floyd. “To ‘Wish you were here’ των τελευταίων, δεν ήταν μόνο ένα σπουδαίο άλμπουμ για τα τραγούδια του, αλλά για τη συνολική αισθητική του, έχοντας ένα από τα πιο δυνατά εξώφυλλα στην ιστορία”. Τον καθόρισε επίσης το δίδυμο των Simon & Garfunkel και τα κομμάτια που έγραψαν για την ταινία Graduate με πρωταγωνιστή τον Dustin Hoffman. Από τις νεότερες μπάντες, ακούει, πέρα από τους διαλυμένους Oasis, Blur, Verve και τους Βlack Keys, Editors, Arctic Monkeys και Placebo. Δυστυχώς, δεν υπήρχαν πολλά διαθέσιμα δικά τους βινύλια. Ούτε από τους μεν, ούτε από τους δε. “Είναι πιο δύσκολη η διαδικασία”, μας απάντησε λακωνικά ο πωλητής, απορροφημένος από ένα δίσκο κλασικής μουσικής, τον οποίο περιεργαζόταν για ώρα. Μια ακόμα διαφορά μεταξύ ίντερνετ-βινυλίων, είναι ακριβώς αυτή. Πριν ακούσεις το μουσικό αποτέλεσμα, αφιερώνεις χρόνο σ΄ αυτό που το περιβάλλει.

Leonidas Marantis
Για τον Ζαχαρία, ο Δημήτρης Βασιλειάδης από τη B-Otherside records είχε πει ότι είναι το σούπερ μάρκετ των βινυλίων. Από άποψη ποσότητας. Με τον Λεωνίδα δεν βρήκαμε κάτι από τους αγαπημένους του Stereophonics, αλλά πέρασαν από τα χέρια μας συλλεκτικά κομμάτια όπως το παρθενικό άλμπουμ του Μάλαμα “Ασπρόμαυρες Ιστορίες” (στα 85 ευρώ), εμβληματικές δουλειές όπως το “Άξιον Εστί” του Μίκη Θεοδωράκη, δισκογραφίες από την αρχή έως το τέλος των πιο σημαντικών συγκροτημάτων, αλλά και λιγότερο γνωστών, με τραγούδια όμως που άφησαν εποχή. Μ΄ άλλα λόγια πολλοί δίσκοι και πολλές αφορμές για κουβέντα.“Είναι ο Σαββόπουλος μια μεγάλη απογοήτευση;” “Θα μπορούσε να είχε πετύχει περισσότερα ο Jeff Buckley;” “Πού έχει εξαφανιστεί ο Richard Ashcroft;” “Γιατί οι Coldplay άλλαξαν τόσο;”

Μετά το χώρο με τα βινύλια, πήγαμε στα cd. Eκεί υπήρχε περισσότερο υλικό από τα 90’s και από τις τωρινές μπάντες. Εκεί βρήκαμε και τους Oasis, και το (Whats the story) Morning Glory?. Ένας δίσκος που έκανε πάταγο, με διασημότερο όλων φυσικά το Wonderwall. Λιγότερο διάσημες βέβαια είναι οι ιστορίες του άλμπουμ, όπως η αφιέρωση του Cast no Shadow από τον Noel Gallagher στον Ashcroft. “Πάντα ένιωθα ότι γεννήθηκε σε λάθος μέρος και λάθος στιγμή και πάντα προσπαθούσε να πει σωστά πράγματα, αλλά αυτά έβγαιναν λάθος”, είχε πει για το κομμάτι ο Gallagher.

Φεύγοντας από τον Ζαχαρία μου άρεσε η εικόνα με τα σκαμπό μπροστά από τα βινύλια σε τιμή ευκαιρίας. Μέσα σε μια κούτα, κόστιζαν 1,2,3 ευρώ. Αν και δεν είχε κόσμο εκείνη την ώρα, ήταν εύκολο να τα φανταστείς “πιασμένα” από τύπους που θ΄ άραζαν να ψάξουν το κάτι ξεχωριστό. Ήμασταν ικανοί με τον Λεωνίδα να το κάνουμε κι αυτό. Είπαμε όμως ν΄ ανταμώσουμε άλλη φορά, ο χρόνος πίεζε και τους δύο. Άλλωστε δεν χανόμαστε, η διαδικασία είναι απολαυστική και αξίζει να τη μοιράζεσαι.

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]