Μια… περίεργη ποιητική βραδιά μας περίμενε εχθές στη Θεσσαλονίκη. Ανάγνωση ποιημάτων Αμερικάνων αναρχικών ποιητών και ένα μικρό αφιέρωμα στην Κατερίνα Γώγου. Όλα αυτά σε έναν μικρό χώρο ακριβώς στην καρδιά της πόλης, μακριά όμως από τα αδιάκριτα βλέμματα. Το συνεταιριστικό βιβλιοπωλείο-καφέ Ποέτα βρίσκεται στο 34 της Αριστοτέλους, λίγο πιο πάνω από τη Ρωμαϊκή Αγορά. Εκεί βρεθήκαμε, όχι μόνοι μας όμως, καθώς ο μικρός χώρος είχε γεμίσει λίγο περισσότερο απ’ όσο αντέχει ήδη από νωρίς.

Η ανάγνωση των ποιημάτων έγινε από την ομάδα του περιοδικού Ένεκεν, ενώ μουσικά έντυσαν τη βραδιά ο Βαγγέλης Χατζηγιάννης και ο Γιάννης Παπακώστας. Γύρω στις 9 μας καλωσόρισαν, με μια μικρή αναδρομή στο χρόνο, ώστε να εξηγηθεί γιατί επιλέχθηκε η αμερικανική και όχι κάποια άλλη αναρχική ποίηση. Μας εξήγησαν πως υπήρχε διαφορετική «αναρχική κουλτούρα», η οποία αναπτύχθηκε κυρίως μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αναφέρθηκαν ακόμη, κάτι που σπάνια ακούς, λάθη στην αναρχική πολιτική, χωρίς όμως να δίνεται συνέχεια, καθώς όπως τόνισε ο ομιλητής «είναι βραδιά ποίησης και όχι πολιτικής ανάλυσης».

poeta poster

Το λόγο πήρε η μουσική, για να στρώσει το δρόμο. «Τα μάτια τα ψιχαλιστά», «Το Γράμμα» (του Μάλαμα), «Το Παπάκι», «Ξημερώνει» (του Μάλαμα επίσης). Οι δυο μουσικοί ήξεραν τον «πρόλογο» που έπρεπε να ετοιμάσουν και το έκαναν καλά. Αξίζει να σημειώσουμε πως πρόκειται για δύο νεαρά παιδιά. Η ανάγνωση ξεκίνησε, με δυο ποιήματα ενός έγχρωμου ποιητή, του Joffre Stewart, «Εάν μπορείς να δεις» και «Ως δικαστής ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ». Στη συνέχεια ήρθαν ο Jack Hirschman και ο Jack Micheline, με το «Μονοπάτι» και τις «Κρυψώνες», σχεδόν φυσικά, σε ό,τι αφορά το νοηματικό κομμάτι των ποιημάτων.

Στη συνέχεια ήρθαν οι… άλλοι δυο (πέραν της Γώγου) της Ράγκα Παράγκα: «Ο Μπάμπης ο Φλου», ο «Μπαγάσας» και το τραγούδι που θεωρείται πως ο Παύλος Σιδηρόπουλος έγραψε για την Κατερίνα, «Στην Κ.», γέμισαν το μικρό χώρο ασφυκτικά με μουσική και ποίηση σαν αυτή που προηγήθηκε και σαν αυτή που ακολούθησε. Άλλα δύο ποιήματα του Hirschman, «Δεν παίρνω μαζί μου σκλάβους» και «Εκείνος ο ποιητής» πέρασαν, δίνοντας με τη σειρά τους τη σκυτάλη στον Paul Goodman και τον Philip Levine, με το «Γεύμα» και τη «Γάγγραινα» τους. Κατά την ανάγνωση του τελευταίου μπορούσες να καταλάβεις πως οι εικόνες που περιέγραφε ο Levine έπαιρναν σάρκα και οστά στο μυαλό των παρευρισκομένων.

Οι δυο νεαροί μουσικοί, λίγο πριν το τελευταίο σκέλος που αφορούσε τους Αμερικανούς αναρχικούς ποιητές, μας τραγούδησαν και ένα δικό τους τραγούδι, «Τα άστρα του ουρανού» σε στίχους και μουσική του Βαγγέλη Χατζηγιάννη. Τα τελευταία ποιήματα που ακούστηκαν ήταν της Judith Malina και του συζύγου της, Julian Beck, συγγραφείς ιδιαίτερα σημαντικοί για το αναρχικό κίνημα και, κυρίως η πρώτη, για τη χειραφέτηση των γυναικών. Δεν ξέρω αν ήταν η γυναικεία φωνή που τα έντυσε ή αν όντως τους πήρε τα καλύτερα, όπως σημείωσε κάποιος, το σίγουρο είναι πως τα τελευταία αυτά ποιήματα άφησαν κάτι μέσα μας. Η «μελαγχολική ζωή μιας γυναίκας» και το «άτιτλο» μας οδήγησαν στη «Νέα Αμερική», η οποία άφησε τη θέση της στα «Καταραμένα Νιάτα» του David Lerner, το οποίο αφιερώθηκε στο κοινό, που στο μεγαλύτερο κομμάτι του ήταν νέοι άνθρωποι.

Πλέον ήρθε η ώρα για το αφιέρωμα στην Κατερίνα. Έξι ποιήματα τα οποία δεν αναγνώστηκαν απλώς, αποδόθηκαν ερμηνευτικά με τη συνοδεία των μουσικών, έδωσαν ακριβώς το στίγμα της μεγάλης καλλιτέχνιδας, ενώ από την αρχή είχε διευκρινιστεί πως το αφιέρωμα δεν θα ήταν «μνημόσυνο, όπως συνηθίζεται όταν μνημονεύουμε την Κατερίνα εδώ στη Θεσσαλονίκη». Φυσικά μίλησαν άνθρωποι γι΄ αυτήν. Ο Γιώργος Γιαννόπουλος, εκδότης του Ένεκεν, μας είπε μια μικρή ιστορία, για τρεις φίλους που ξεκίνησαν από τη Θεσσαλονίκη να πάνε στην Αθήνα και να βρουν την Κατερίνα Γώγου, καθώς ο ένας από αυτούς είχε κάποιες ερωτικές επαφές μαζί της. Τις μέρες που πέρασαν κοντά της γνώρισαν σημαντικούς ανθρώπους, όπως τον Παύλο Τάσιο και το Γιώργο Ζορμπά, το Μάνο Κατράκη και το Χρήστο Καλαβρούζο, αλλά και τη Σαπφώ Νοταρά, τυχαία, καθώς μπήκαν κατά λάθος στο καμαρίνι της.

Μας είπε ακόμα για την Κατερίνα Γώγου όπως ο ίδιος την έζησε, για τις δυο πλευρές της, την πολιτική της υπόσταση και στράτευση, με την οποία ήταν αρκετά ενθουσιώδης, και την ποίηση της, η οποία προσπαθούσε να βαδίζει στα χνάρια των μπίτνικ. Όπως ο Νάνος Βαλαωρίτης του είχε πει, τους προσέγγιζε εμπειρικά, χωρίς να μελετά τεχνικές και τρόπους γραφής.

Ακολούθησαν κάποια ποιήματα της χωρίς τη συνοδεία μουσικής, όπως την «Ψυχασθένεια», «Η ζωή μας είναι σουγιαδιές» και «Θέλω να κουβεντιάσω». Ως επίλογο, η ομάδα του Ένεκεν κράτησε το «Δεκέμβρη του ‘44», τονίζοντας κάθε στίχο σαν να ήξεραν πως η βραδιά τελειώνει. Πριν φύγουμε όμως, καθίσαμε και ακούσαμε τους δυο νεαρούς μουσικούς να μας τραγουδάνε το «Θεέ μου μεγαλοδύναμε», όπως πρέπει.

Κάπως έτσι, έστω και για λίγο, μεταφερθήκαμε σε άλλες εποχές, τότε που το να ήσουν αναρχικός, γυναίκα, έγχρωμος σήμαινε αυτόματα πως η ζωή σου δεν θα ήταν ποτέ εύκολη. Με μια δεύτερη σκέψη όμως, μήπως είναι σήμερα εύκολη η ζωή αυτών; Ή καλύτερα, ποιανού η ζωή είναι εύκολη; Ας αφήσουμε την ποίηση και τη μουσική να δώσουν την απάντηση.

Υ.Γ. Στους Αμερικάνους ποιητές αναφέρονται όλα τα ονόματα και οι τίτλοι, για να μπορέσει όποιος ενδιαφέρεται να τους ψάξει.

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]