Με όλη αυτή τη θολούρα στο κεφάλι μου είχα και ένα καλό…  Δε σκεφτόμουν πολύ, άρα ήμουν ζωντανός όπως παλιά.  Ειδικά τη συγκεκριμένη  ημέρα του Ιουλίου που ανέβαινα την σκάλα του μετρό, ένιωσα για λίγο όπως εκείνη την παραμονή Χριστουγέννων πριν από πολλά χρόνια, τότε που ο πατέρας μου ήρθε στο σπίτι κρατώντας στο χέρι του ένα μεγάλο στερεοφωνικό κασετόφωνο.

Η συσκευασία είχε μέσα μια κασέτα δώρο με τραγούδια του Harry Belafonte.  Σκεφτείτε το όνομα και μόνο τι εντύπωση μου έκανε.  Χάρρυ Μπελαφόντε!  Πόσο μάλλον ο ήχος των τραγουδιών και η παραμονή των Χριστουγέννων και το στερεοφωνικό κασετόφωνο.  Όλα αυτά σε μια στιγμή.  Είχα βάλει το κασετόφωνο πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, ύστερα κάθισα μπροστά και ούτε που μπορούσα να διανοηθώ τον άπειρο κόσμο που είχα μπροστά μου.  Τα ηχεία έπαιζαν κι εγώ έβαζα την παλάμη μου μπροστά τους και ένιωθα τον παλμό από τα μπάσα κι ήταν σαν ένα φως να με έσπρωχνε απαλά προς τα πάνω.

Έτσι ήταν και όταν χάιδευα στην τσέπη μου το πλήκτρο του πιάνου ανεβαίνοντας τα σκαλιά προς το μουσείο της Ακρόπολης.  Το παλιό πιάνο μού είχε δώσει το συναισθηματικό βάθος που χρειαζόμουν, και η απώλειά του, το κενό  κάτι να περιμένω να συμβεί.  Ο ουρανός είχε ένα δίχτυ από δαντελωτά σύννεφα και ο ήλιος ήταν πραγματικά χρυσός (τις περισσότερες φορές που τον κοιτάω μου μοιάζει ένας λευκός δίσκος).  Άρχισα να βαδίζω στο πλακόστρωτο ακούγοντας τα υπόγεια ποτάμια να κυλάνε από κάτω μου.  Συντονίστηκα με το νερό και άφηνα το δρόμο να φεύγει κάτω από τα πόδια μου ενώ κοιτούσα όπως παλιά τον ουρανό.  Ήταν η μόνη στιγμή σε όλη αυτή την περίοδο της ζωής μου που σας αφηγούμαι, που ένιωσα πάλι ο εαυτός μου.  Δεν κράτησε πολύ…

Άρχισα να νιώθω άσχημα που ένιωθα ωραία, και τότε η διάθεσή μου χάλασε που δεν μπορούσα να χαρώ και μετά προσπάθησα να θυμηθώ γιατί θα έπρεπε να είμαι χαρούμενος και δεν το έβρισκα,και τίποτα δεν μπορούσε να με σταματήσει από τον κατήφορο…  Ποιος είμαι, που πάω, τι κάνω…  Με ποιο δικαίωμα νιώθω ωραία;  Και αυτή η κούραση που δε με έχει αφήσει να σηκώσω κεφάλι εδώ κι ένα μήνα…  Οι δουλειές μου που έχουν πάει πίσω και με κυνηγάνε να με προλάβουν…  Η οικογένειά μου που με έχει ξεχάσει και την έχω ξεχάσει κι εγώ…

Όλα αυτά ήταν ξένα και η σκέψη τους ήρθε να με αποσυντονίσει με το νερό που κυλούσε από κάτω μου και το φως που με σήκωνε απαλά.  Άρχισε να με πονάει ο αριστερός φρονιμίτης μου και κάθισα σε ένα γωνιακό καφέ.  Η καλή μου διάθεση ωστόσο δε με είχε εγκαταλείψει εντελώς, τα νεύρα μου ήταν όμως τεντωμένα.  Άκουσα έναν μικρό θόρυβο από τα αριστερά μου γύρισα και είδα μια γάτα να κινείται αργά και προσεκτικά σε θέση επίθεσης προς ένα ανυποψίαστο σκαθάρι που είχε σταματήσει ανάμεσα σε δύο πλάκες του δρόμου.  Το σκαθάρι είχε παγιδευτεί μέσα στο πλακόστρωτο και φαινόταν να βάζει τεράστια δύναμη στα 6 πόδια του σα να ήταν αυτά τα πόδια που κρατούσαν σε απόσταση τις τις δύο πλάκες που ανάμεσά τους περπατούσε.

Φοβήθηκα για κάποιο απροσδιόριστο λόγο ότι όλη αυτή η σκηνή, η επικείμενη επίθεση της γάτας που θα διέκοπτε την κολοσσιαία προσπάθεια του σκαθαριού, θα προκαλούσε έναν πολύ δυνατό σεισμό.  Δεν είχα άλλη επιλογή απ’ το να επέμβω.  Αν κατάφερνα να εμποδίσω την επίθεση της γάτας ο σεισμός δε θα γινόταν.  Η απολύτως παράλογη συνθήκη δε μου άφησε άλλη επιλογή από το να πράξω άμεσα.  Χωρίς να ενοχλήσω τη γάτα σηκώθηκα, πήρα προσεκτικά στο χέρι μου το σκαθάρι και το απόθεσα σε ένα περιφραγμένο χώρο με ερείπια, αφήνοντάς το να αναμετρηθεί με τους αιώνες και την ιστορία.  Αν ήμουν στη θέση του ίσως προτιμούσα να αναμετρηθώ με τη γάτα αλλά πάλι δεν μπορούσα να διακινδυνεύσω το μεγάλο σεισμό.  Η γάτα με κοίταξε ανέκφραστα και συνέχισε το δρόμο της παίζοντας λίγο παρακάτω με την αντανάκλαση από ένα παράθυρο που ο αέρας το κουνούσε ελαφρά μπρος πίσω.

Γύρισα στο τραπέζι μου και βρήκα τον καφέ που είχα παραγγείλει,  ένα ποτήρι με παγάκια και  ένα τοστ.  Κάθισα και η μυρωδιά του καφέ μου τσίμπησε ευχάριστα τη μύτη.  Ήμουν έτοιμος να μπω σε μια διάθεση διακοπών έτσι όπως γυμνά πόδια και ιδρωμένα καπέλα περνούσαν από μπροστά μου.  Θα έκλεινα τα μάτια και ύστερα θα τα άνοιγα και όλα θα έπαιρναν τα χρώματα που έπρεπε.  Δεν ήταν τόσο απλό όμως.  Όσο κι αν ήθελα να ξεφύγω από την κατάστασή μου και να ηρεμήσω, πάντα κάτι θα με πετούσε έξω.  Αν τη μία ήταν το πιάνο στο απέναντι πεζοδρόμιο την άλλη θα ήταν αυτός ο σερβιτόρος που είχε αρχίσει να τσακώνεται με τον μπουφετζή για ένα θέμα δεοντολογίας.  Προτιμούσα σαφώς το πιάνο.  Ο διάλογος των δύο ανδρών θα μπορούσε να συνοψιστεί στο συμπέρασμα ότι κανένας από τους δύο δεν ήξερε ποιος είναι ο άλλος…   Αυτό δεν ήταν δύσκολο να το καταλάβει κανείς μια και ρωτούσαν ο ένας τον άλλον διαρκώς «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;».  Τον ένα τον έλεγαν Πέτρο και τον άλλο Παύλο.

Προφανώς ο ένας δεν ήξερε ποιος είναι ο άλλος.  Στη μονοκατοικία απέναντι ένα ζευγάρι διαπραγματευόταν τους όρους του χωρισμού.  Ποιος θα έφταιγε πιο πολύ και ποιος θα πονούσε για πάντα.  Ποιος θα έπαιρνε τη γάτα και ποιος τα βινύλια…  Μεγάλη ευθύνη και τα δύο…  Έτσι είναι…  Όσο η γάτα ετοιμαζόταν να προκαλέσει με την επίθεσή της μια καταστροφή, κάποιοι άλλοι αποφάσιζαν για τη δική της τύχη.  Εκείνη ήταν ζωγράφος  και εκείνος υποψήφιος διδάκτορας τα τελευταία τέσσερα χρόνια, όσο δεν προσπαθούσε να εκδώσει μία συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Το μεγάλο βάρος στις πλάτες του Έλτον».  Ήταν ένα σπονδυλωτό έργο που είχε ξεκινήσει ως η ιστορία ενός μικρού βορειοηπειρώτη που είχε έρθει στην Αθήνα δύο χρόνια αφού άνοιξαν τα σύνορα.

Το διήγημα έγινε νουβέλα και ύστερα ήρθαν και άλλες ιστορίες-μικρά διηγήματα-που έμπαιναν ανάμεσα στην αφήγηση και έμπλεκαν την ιστορία του ήρωα με τις ιστορίες άλλων μεταναστών.  Δεν μπορούσε να βρει τρόπο να το εκδώσει όσο κι αν προσπάθησε.   Ένας παλιός του συμφοιτητής που παράτησε τη σχολή και είχε γίνει δημοσιογράφος είχε προσπαθήσει να τον βοηθήσει γράφοντας ένα κολακευτικό άρθρο σε κάποια εφημερίδα και στη συνέχεια σε κάτι μπλογκ αλλά δεν κατάφερε και πολλά.  Κάτι σκόρπιες αναφορές που ξεφούσκωσαν γρήγορα.

Στο μεταξύ η σχέση του υποψήφιου διδάκτορα με την ζωγράφο φθείρονταν σα λάστιχο στην εθνική οδό.  Εκείνη είχε επιμείνει παλιότερα να χρηματοδοτήσει την έκδοση, εκείνος συναίνεσε στην αρχή αλλά η σχέση τους δεν είχε τις ανοχές να κρατήσει τον εγωισμό του σε ανεκτά όρια και έτσι το σχέδιο ναυάγησε.  Συνέχισε να γράφει και τα καινούρια του γραπτά ήταν πιο φεύγα με περισσότερες εικόνες και λιγότερους πολιτικοκοινωνικούς προβληματισμούς.  Είχε αρχίσει να μη φοβάται τα δικά του προβλήματα και δε χρειαζόταν πια να κρυφτεί πίσω από τα προβλήματα των άλλων.  Προσπαθούσε να εξελίξει τη γραφή του και να κάνει τη γλώσσα του πιο ζωντανή, τα γραπτά του όμως μούχλιαζαν στο συρτάρι και οι ιστορίες του δε συνέβαιναν ποτέ.

Οι πίνακες της ήταν αφηρημένοι σαν την ίδια και ωραίοι σαν την ίδια.  Είχαν πέραση σαν την ίδια και πουλιόνταν ακριβά.  Εκείνη όμως δεν είχε τιμή.  Έκανε πάντα αυτό που ήθελε και αυτό ήταν ένα μεγάλο βάρος στις πλάτες του υποψήφιου διδάκτορα.  Ήταν ψηλή με ίσια μακριά μαλλιά και πολύ αδύνατη.  Είχε ένα μικρό λακκάκι στο πηγούνι της που σε έκανε να την ερωτεύεσαι κάθε φορά που την κοιτούσες, και δύο μεγάλα μελιά αμυγδαλωτά μάτια που καταλάβαιναν αμέσως πότε η καρδιά σου χτυπούσε γι’ αυτήν.  Αυτά τα μάτια της τον κοιτούσαν αναλύοντας τις συμμετρίες του και τις ατέλειές του και ύστερα τον έβαζε πάνω στο χαρτί και τα φώτιζε όλα με ένα κομμάτι κάρβουνο και τα λεπτά δάχτυλά της.  Αγαπιόντουσαν στ’ αλήθεια.  Το ένιωσα, το συναισθάνθηκα για μια στιγμή μόνο,  όταν από το παράθυρο τον είδα να κρατάει στα χέρια του και να κοιτάει με μια άφατη θλίψη έναν δίσκο  των Velvet Underground, κι εκείνη στην άκρη της μικρής βεράντας να μαζεύει την άμμο από το ειδικό πανεράκι της γάτας.  Ύστερα είδα στο διπλανό δωμάτιο έναν πίνακά της που με αδρές γραμμές έδειχνε όλη τη σκηνή όπως σας την περιέγραψα.

Είχε ακόμα ο καθένας τους την ασφάλεια της παρουσίας του άλλου και την αμετάκλητη απόφαση του χωρισμού.  Άκουσα ένα χτύπημα από πάνω.  Ο θεός μου ζητούσε να μην επεμβαίνω πια στις ξένες ζωές και επί λέξει μου επανέλαβε «συγχώρεση…», και μετά από παύση αιώνων «…δεν υπάρχει».  Δεν ήταν κάτι που δεν ήξερα ήδη αλλά, όσο να ‘ναι άλλο να ξέρεις κάτι και άλλο να σου το λένε τόσο ξεκάθαρα…  Η γάτα, το σκαθάρι, ο Πέτρος και ο Παύλος, η ζωγράφος και ο υποψήφιος διδάκτορας, η φωνή του Θεού…  Φοβήθηκα πάλι κάποιο μεγάλο σεισμό και χάιδεψα ασυναίσθητα το πλήκτρο του πιάνου που είχα στην τσέπη μου.

Ο υποψήφιος διδάκτορας κατέβηκε στο δρόμο σέρνοντας μια βαλίτσα με ρόδες  πάνω στο πλακόστρωτο.  Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός και ο ίδιος τρανταζόταν ολόκληρος από τους κραδασμούς.  Ήταν ο δικός του προσωπικός σεισμός.  Παρόλα αυτά έδειχνε αποφασισμένος.  Σε 7 μήνες θα είχε τελειώσει το διδακτορικό του και η ξένη γη που είχε διαμορφώσει ο σεισμός τον υποδεχόταν με πίδακες θερμού αέρα και πολύχρωμα βεγγαλικά που φώτιζαν έναν καινούριο ουρανό.  Καθώς έφευγε διασταυρώθηκε στο δρόμο με ένα κορίτσι που στον ώμο της κρατούσε ένα μικρό δερμάτινο τσαντάκι με πολλά λουριά.  Κρατήστε τη στη μνήμη σας αυτή τη σκηνή γιατί έχει μεγάλη σημασία για την εξέλιξη της ιστορίας…

Αργότερα θα σας περιγράψω το κορίτσι.  Μπορείτε να της δώσετε προς το παρόν όποια μορφή θέλετε για να τη θυμάστε.  Όπως εγώ, έτσι κι εκείνη, είχε κάνει ακριβώς τις ίδιες σκέψεις με μένα.  Θα σηκωνόταν να μετακινήσει το σκαθάρι αν δεν την προλάβαινα εγώ και είχε διακρίνει το βλέμμα με την άφατη θλίψη πίσω από τον δίσκο του Nick Drake.  Είχε ακούσει τη φασαρία που έκαναν ο Πέτρος και ο Παύλος σχετικά με το ποιος είναι ο ένας και το ποιος ακριβώς είναι ο άλλος και ήξερε κι εκείνη τα πάντα για τον Έλτον.  Κοιταχτήκαμε και οι τρεις για ένα απόσπασμα της αιωνιότητας και ύστερα ξημέρωσε Χριστούγεννα.  Έφαγα το τοστ.   Ο πάγος στο ποτήρι είχε λειώσει.

Η κούραση είχε αρχίσει πια να επιδρά πάνω μου σα ναρκωτικό.  Ο ύπνος δε μου έκανε τίποτα.  Η σκέψη μου λειτουργούσε αποσπασματικά και η ελάχιστη λεκτική επικοινωνία που είχα με κάποιους σκόρπιους φίλους κατά τη διάρκεια της μέρας ή της νύχτας ήταν εξαιρετικά προβληματική.  Ενώ φαινόταν να συνεννοούμαστε σε γενικές γραμμές, εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω τι τους έλεγα.  Μου φαινόταν περίεργο που καταλάβαιναν εκείνοι.  Τα χρήματα μου τελείωναν αλλά αυτό δεν ήταν πρόβλημα.  Θα έβρισκα όταν χρειαζόταν.  Η όρασή μου έπαιζε περίεργα παιχνίδια.  Τα σχήματα των αντικειμένων τα έβλεπα ξεκάθαρα.  Τα όρια του ενός και του άλλου μπορούσα να τα καθορίσω.  Που ξεκινούσε και που σταματούσε η ελευθερία του άλλου μπορούσα να το δω πολύ εύκολα.

Αυτό που δεν μπορούσα να προσδιορίσω ήταν τα χρώματα, που έμπαιναν το ένα μέσα στο άλλο και αγνοούσαν όλα τα όρια και έσπαγαν όλες τις ελευθερίες.    Όσο κι αν ήταν σκληρό το φως του μεσημεριού στο κέντρο της Αθήνας, τα χρώματα ήταν γλυκά και απαλά και μπερδεύονταν μπροστά στα μάτια μου φανερώνοντας μόνο σε μένα τις υπόγειες σχέσεις μεταξύ των αντικειμένων.  Όταν έκλεινα τα μάτια μου αυτό που έβλεπα ήταν πάνω κάτω το ίδιο που έβλεπα όταν ήταν ανοιχτά.  Το φως με έκαιγε και οι χαμηλές συχνότητες του ήλιου συντονίζονταν με τους χτύπους της καρδιάς μου.  Ένιωθα τον παλμό της όπως έκλεινα τα δάχτυλά μου σε μια γροθιά.

Γράφω και γράφω…  Δεν ξέρω αν αυτά που περιγράφω έχουν σχέση με την πραγματικότητα εκείνων των ημερών και το αν όντως υπήρχε «πραγματικότητα».  Ό,τι κι αν έπεφτε στην αντίληψή μου εκείνη την περίοδο έσπαγε σε χίλια κομμάτια και έχανε το νόημά του.  Δε θυμάμαι πότε σκέφτηκα πρώτη φορά να πάω σε γιατρό.  Η υγεία μου ήταν πάντα καλή και η σχέση μου με τους γιατρούς καθόλου αυτονόητη.  Πολύ δύσκολα θα αποφάσιζα να πάω σε γιατρό από μόνος μου, οπότε υποθέτω ότι κάποιος άλλος θα μου το έβαλε στο μυαλό.

Παρατήρησα ότι το πτυχίο του το είχε πάρει με «καλώς»…

* To επόμενο μέρος θα δημοσιευτεί στις 21/4

*Η φωτογραφία είναι του Παναγιώτη Παρίση

Βαγγέλης Μαρκαντώνης

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]

About The Author

To 3pointmagazine.gr είναι αυτοδιαχειριζόμενο μέσο που δεν έχει εκδότες και διευθυντές σύνταξης, ούτε κομματικές και οικονομικές εξαρτήσεις. Ένα μικρό πείραμα που μεγαλώνει διαρκώς, φιλοδοξώντας να ανταγωνιστεί τα κυρίαρχα, παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης.

Related Posts