«Δεν είσαι τραγουδιστής folk˙ είσαι δημοσιογράφος» – αυτή ήταν η ατάκα που σημάδεψε μια από τις πλέον επεισοδιακές συναντήσεις μεταξύ του Bob Dylan και του περίπου συνομηλίκου του τραγουδοποιού Phil Ochs. Η συγκεκριμένη συνάντηση μεταξύ των δύο είχε λάβει χώρα στη λιμουζίνα του Dylan. Ο μετέπειτα βραβευμένος με Νόμπελ (επάξια, κατά τη γνώμη του γράφοντος) τραγουδοποιός είχε εκνευριστεί που ο ομότεχνός του δεν είχε εκτιμήσει το τραγούδι “One of Us Must Know (Sooner or Later)” από τον επερχόμενο τότε δίσκο του “Blonde on Blonde” (δίσκο που για πολλούς αποτελεί το απόγειο της συνθετικής του τέχνης – ακόμα και ο ίδιος έχει δηλώσει πως ποτέ ξανά δεν έφτασε τόσο κοντά στον ήχο που είχε στο μυαλό του). Η συνάντηση έληξε με τον Dylan να πετά κακήν κακώς τον Ochs από το αυτοκίνητο˙ οι δυο τους δεν ξαναμίλησαν παρά χρόνια αργότερα.

Αν και η ατάκα αυτή είχε ειπωθεί απαξιωτικά (και ο αποδέκτης της είχε αμέσως αισθανθεί πικρία στο άκουσμά της), η αλήθεια είναι πως και ο ίδιος o Ochs αντιλαμβανόταν το έργο του ως τραγουδοποιού σαν μια συνειδητή, άοκνη προσπάθεια σχολιασμού της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας, όχι τόσο με νεφελώδεις, αόριστες, -ποιητικές ή ποιητικίζουσες- αναφορές, όσο με ευθείες παραπομπές σε συγκεκριμένα γεγονότα και πρόσωπα. Είχε, άλλωστε, παραδεχτεί πως, σε μια περίοδο της ζωής του, έγραφε τραγούδια αντλώντας έμπνευση κατευθείαν από άρθρα του περιοδικού Newsweek. Επιπλέον, είχε επιχειρήσει, προτού να ακολουθήσει καριέρα μουσικού, να σπουδάσει δημοσιογραφία κι είχε αρθρογραφήσει σε φοιτητικά περιοδικά και σε άλλα ΜΜΕ που προσέκειντο στην αριστερά. Ήταν ίσως αυτή η θαρραλέα προσέγγιση και όσον αφορά την τραγουδοποιία και όσον αφορά τον κοινωνικό ρόλο του καλλιτέχνη (μαζί με το σαρδόνιο χιούμορ του εις βάρος των πάντων, του εαυτού του συμπεριλαμβανομένου, αλλά και κάποια προσωπικά προβλήματα που θα αναλυθούν στη συνέχεια του παρόντος άρθρου) που εμπόδισε τον Ochs από το να γνωρίσει την επιτυχία που γνώρισε (δικαίως, αλλά υπό άλλους όρους και για άλλους λόγους) ο Dylan αλλά και άλλοι τραγουδιστές-τραγουδοποιοί της γενιάς τους.

Ο Phil Ochs (προφέρεται Όουκς) γεννήθηκε το 1940 στο Ελ Πάσο, και ήταν γιος του Jacob και της Gertrude Phin Ochs. Ο πατέρας του υπηρέτησε ως γιατρός στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στο μέτωπο της Ευρώπης, εμπειρία που κλόνισε ανεπανόρθωτα την ψυχική του υγεία. Επιστρέφοντας στις ΗΠΑ, δούλεψε σε διάφορα νοσοκομεία της χώρας, γεγονός που σήμαινε πως η οικογένειά του μετακινούταν αρκετά συχνά.

Κατά την εφηβεία του, ο Phil επέδειξε μεγάλες ικανότητες ως μουσικός και προαλειφόταν για σολίστας του κλαρινέτου (παίζοντας, μάλιστα, και στη Φιλαρμονική του Ωδείου του Πανεπιστημίου Capital, στο Οχάιο). Ωστόσο, περισσότερο από την κλασσική μουσική άρχισε να έλκεται από τα rock ‘n’ roll και τα country τραγούδια που άκουγε στο ραδιόφωνο. Αποφοιτώντας από τη στρατιωτική Ακαδημία Staunton, στα 18 του ο Ochs γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο Ohio State, το οποίο εγκατέλειψε προσωρινά, μετά το πρώτο τρίμηνο, αλλά επέστρεψε σε αυτό, έχοντας αποφασίσει να αλλάξει αντικείμενο σπουδών προς χάρη της δημοσιογραφίας. Παράλληλα, άρχισε να αναπτύσσει μεγάλο ενδιαφέρον για την πολιτική αλλά και τη μουσική folk, ειδικά το πιο πολιτικοποιημένο ρεύμα αυτής, στο δρόμο που είχαν χαράξει μουσικοί όπως ο Woody Guthrie κι ο Pete Seeger. Επηρεασμένος από το συμφοιτητή του Jim Glover (ο οποίος του έμαθε κιθάρα και με τον οποίο ο P. Ochs σχημάτισε το βραχύβιο ντουέτο των The Singing Socialists ή αλλιώς Sundowners) αλλά και τον τραγουδιστή Bob Gibson, ο Ochs άρχισε να γράφει δικά του τραγούδια πολιτικού περιεχομένου (ο επικρατέστερος όρος για αυτά, τουλάχιστον όσον αφορά την αγγλόφωνη folk, είναι protest songs, δηλαδή τραγούδια διαμαρτυρίας, αλλά ο P.O. προτιμούσε τον όρο topical songs, δηλαδή θεματικά τραγούδια). Τελικά, εγκατέλειψε οριστικά τις σπουδές του στο Οχάιο, λίγο πριν την αποφοίτησή του.

Φτάνοντας στη Νέα Υόρκη το 1962, λίγο καιρό αφότου ένας άλλος πολλά υποσχόμενος νεαρός με το όνομα Robert Zimmerman είχε φτάσει εκεί, ο Ochs προσπάθησε, όπως και τόσοι άλλοι μουσικοί της εποχής, να «φτιάξει όνομα» στους folk κύκλους της πόλης, παίζοντας στα φημισμένα-κι-όμως-κακόφημα μαγαζιά της περιοχής του Greenwich Village. Δύο χρόνια μετά, κυκλοφόρησε το πρώτο του άλμπουμ από την εταιρεία Elektra, που αργότερα θα έβγαζε άλμπουμ από καλλιτέχνες όπως οι Doors, οι Love, ο Tim Buckley κ.ά. Εν τω μεταξύ, το 1963, ο πατέρας του είχε πεθάνει από εγκεφαλική αιμορραγία, μετά από χρόνια μάχη με την κατάθλιψη και τη διπολική διαταραχή.

Ακόμα και ο τίτλος του ντεμπούτου του P. Ochs είχε έντονο το στοιχείο της επικαιρότητας και το πώς αυτή μπορεί να σχολιαστεί μέσω τραγουδιών: All The News That’s Fit To Sing (ένα λογοπαίγνιο πάνω στην στερεότυπη έκφραση “All the news that’s fit to print”). Άλλωστε, το εξώφυλλο απεικονίζει τον τραγουδοποιό να κάθεται πάνω στη θήκη της κιθάρας του, στη μέση του δρόμου, και να διαβάζει εφημερίδα. Τα τραγούδια μιλούν μεταξύ άλλων για την κρίση των πυραύλων της Κούβας, τον πόλεμο του Βιετνάμ, αλλά και προσωπικότητες όπως ο δημοσιογράφος και ακτιβιστής William Worthy.

Το πρώτο αυτό άλμπουμ βοήθησε τον Ochs να αποκτήσει τη φήμη του  πολιτικοποιημένου, σκεπτόμενου τραγουδοποιού, που διέθετε χιούμορ αλλά και μια ανορθόδοξη ματιά και ως προς τον κόσμο γύρω του και ως προς τον τρόπο που προσέγγιζε τη σύνθεση και τη στιχουργία. Τα επόμενα δύο άλμπουμ του, I Ain’t Marching Anymore και Phil Ochs In Concert, ακολουθούσαν το ίδιο μοτίβο και παγίωσαν τη φήμη του Ochs ως μιας από τις πιο σημαντικές φωνές της γενιάς του. Το πρώτο από αυτά, διαθέτει ένα από τα πιο γνωστά τραγούδια του, το ομότιτλο αντιμιλιταριστικό, κάτι σαν ύμνο του Αγνώστου Στρατιώτη – ενός Αγνώστου Στρατιώτη, όμως, κουρασμένου από τον πόλεμο, που δεν είναι ποτέ δική του επιλογή. Το δεύτερο άλμπουμ περιέχει, μεταξύ άλλων, το μελαγχολικό, συμβολικό τραγούδι There But For Fortune και το Changes, ένα, κατά τη γνώμη μου, από τα καλύτερα ερωτικά τραγούδια της δεκαετίας του 1960.

«Μετακομίζοντας» από την Elektra στην A&M, o Ochs ηχογράφησε το 1967 ένα από τα πιο παραγνωρισμένα (τουλάχιστον τότε) τραγούδια του – το Pleasures of The Harbor. Εμπνευσμένο από τις πλούσιες ενορχηστρώσεις αλλά και το πολύπτυχο ποιητικό σύμπαν του Sgt. Pepper των Beatles, που είχε κυκλοφορήσει λίγους μήνες νωρίτερα, το άλμπουμ αυτό βρίσκει τον Ochs να προβαίνει σε υφολογική στροφή, χρησιμοποιώντας πλέον μια πλειάδα οργάνων και μουσικών στυλ. Ξεκινώντας με το Cross My Heart, που διαθέτει  baroque ενορχήστρωση και, από στιχουργικής άποψης, αποτελεί στην ουσία την εξομολόγηση ενός ανθρώπου βυθισμένου στην αμφιβολία αλλά και αποφασισμένου να μην τα παρατήσει, το Pleasures of The Harbor, είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα άλμπουμ του 1967, μιας χρονιάς κατά την οποία κυκλοφόρησαν ουκ ολίγα αριστουργήματα. Το Outside of A Small Circle of Friends, παρά τον πιασάρικο, σχεδόν χορευτικό ρυθμό και την πλούσια Dixieland jazz ενορχήστρωση, είναι ένα τραγούδι που στηλιτεύει την απάθεια. Το πώς εμπνεύστηκε ο Ochs τους στίχους του συγκεκριμένου Outside of A Small Circle of Friends δείχνει στην εντέλεια τον τρόπο με τον οποίο συνελάμβανε τις ιδέες για τα τραγούδια του (κι απ’ τον οποίο πολλοί «καταξιωμένοι» Έλληνες στιχουργοί θα μπορούσαν ίσως να διδαχτούν): το αρχικό περιστατικό ήταν ο φόνος της Kitty Genovese. Η γυναίκα αυτή μαχαιρώθηκε μέχρι θανάτου το 1964 στην είσοδο της πολυκατοικίας της στη Νέα Υόρκη, παρόλο που η επίθεση έγινε μπροστά στα μάτια σχεδόν σαράντα γειτόνων, οι οποίοι πολύ απλά δεν νοιάστηκαν να τη βοηθήσουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Ωστόσο, ο τίτλος του τραγουδιού, που κλείνει και καθεμιά από τις έξι στροφές του, προέκυψε από κάποια συζήτηση που είχε ο Ochs το 1964 με έναν γνωστό του, ο οποίος έδειξε απάθεια για τα λεγόμενα του τραγουδιστή, σχολιάζοντας πως δεν θα ενδιέφεραν κανέναν «εκτός από έναν μικρό κύκλο φίλων». Πάνω σε αυτή τη φράση, ο Ochs έστησε ολόκληρο το τραγούδι, αφηγούμενος πέντε ιστορίες καταστροφικής κοινωνικής αδιαφορίας σε έξι στροφές (στην πρώτη και την έκτη στροφή, έχουμε να κάνουμε με μια ιστορία παρόμοια με αυτή της Kitty Genovese). Είναι εντυπωσιακό, εκτός από το ίδιο το περιεχόμενο και την ουσία των στίχων, το πώς ο Ochs παίρνει μια τετριμμένη φράση που απλώς άκουσε σε κάποιο μπαρ, και, χρησιμοποιώντας τη ειρωνικά, την αναδεικνύει σε ένα εργαλείο σάτιρας και κοινωνικής αφύπνισης, στο πλαίσιο ενός πολιτικού, στην ουσία, τραγουδιού. Το άλμπουμ κλείνει με το Crucifixion, ένα αβάν γκαρντ πείραμα (από μουσικής άποψης) του Ochs, πείραμα το οποίο μάλλον ξένισε κοινό και κριτικούς.

Τα επόμενα τρία άλμπουμ του (Tape From California του 1968, Rehearsals For Retirement του 1969, Greatest Hits του 1970) συνεχίζουν στο μοτίβο των πιο πλούσιων ενορχηστρώσεων, με επιρροές όχι μόνο από κλασσική μουσική αλλά και rock’n’roll, country κ.ό.κ. Παρόν συνεχίζει να είναι και το στοιχείο του σαρδόνιου αυτοσαρκασμού: το εξώφυλλο του Rehearsals for Retirement απεικονίζει την ταφόπλακα του Ochs (με χρονολογίες 1940-1968)˙ το Greatest Hits αποτελείται αποκλειστικά από καινούρια, ακυκλοφόρητα έως τότε τραγούδια, ενώ στο οπισθόφυλλό του, ο Ochs αντιπαραβάλλει στο γνωστό διαφημιστικό σλόγκαν “50.000.000 Elvis fans can’t be wrong” το σλόγκαν (;) “50 fans can’t be wrong” (μερικά χρόνια αργότερα, κάτι ανάλογο θα έκαναν και οι The Fall, μιλώντας για 50.000 fans).

Ωστόσο, κάτω από αυτό το κλίμα παραγωγικότητας από τη μία και ευρηματικού χιούμορ από την άλλη, τα πράγματα είχαν ήδη αρχίσει να πηγαίνουν άσχημα για τον Ochs: από τη μία το γεγονός πως δεν είχε κάνει μεγάλη επιτυχία, και από την άλλη τα συμβάντα στο Συνέδριο των Δημοκρατικών του 1968, στο Σικάγο, όπου σημειώθηκαν περιστατικά αλόγιστης αστυνομικής βίας σε βάρος διαδηλωτών (κι όπου κι ο ίδιος ο Ochs είχε συλληφθεί), αλλά και οι δολοφονίες του Martin Luther King και του Robert Kennedy (ο Ochs ήταν θαυμαστής και του John Kennedy, έχοντας γράψει και τραγούδι γι’ αυτόν), κατέβαλαν ψυχικά και πνευματικά τον Ochs (η προαναφερθείσα ταφόπλακα είναι μια ευθεία παραπομπή στα γεγονότα του Σικάγο).

Πεπεισμένος πως τα topical ή protest songs δεν «μιλάνε» στο ευρύ κοινό, ο Ochs αποφάσισε να κάνει στροφή προς το rock’n’roll και την country, στοχεύοντας να γίνει κάτι ανάμεσα σε Elvis Presley και Che Guevara. Στο εξώφυλλο του τελευταίου δίσκου του, μάλιστα, φορά και ένα χρυσό κοστούμι, φτιαγμένο από τον Nudie Cohn, τον ίδιο άνθρωπο που έφτιαχνε και τα περίτεχνα κοστούμια του αποκαλούμενου βασιλιά του rock’n’roll. Και αυτή η προσπάθεια του Ochs δεν οδήγησε πουθενά. Ο τραγουδοποιός βρήκε παρηγοριά στο αλκοόλ και τα χάπια, και δεν ηχογράφησε ξανά, με εξαίρεση μερικά singles. Ταξίδεψε, ωστόσο, πολύ: στη Χιλή (την περίοδο που ο Σαλβαδόρ Αλιέντε είχε εκλεγεί πρόεδρος της χώρας), στην Αφρική, στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία. Συνέχισε να δραστηριοποιείται πολιτικά, και σε αυτά τα ταξίδια του και εντός των ΗΠΑ.

Ωστόσο, η επίθεση που δέχτηκε στην Τανζανία το 1973 (όπου σχεδόν στραγγαλίστηκε από αγνώστους και έπαθε βλάβη στις φωνητικές του χορδές), αλλά και η δολοφονία Αλιέντε την ίδια χρονιά, τον κατέβαλαν ακόμα περισσότερο. Ο Ochs διοργάνωσε πάντως τη συναυλία “An Evening With Salvador Allende”, στην οποία συμμετείχε, μεταξύ άλλων και ο Bob Dylan (με αφορμή τη συμφιλίωσή τους, Dylan και Ochs συζήτησαν το ενδεχόμενο μιας κοινής περιοδείας, η οποία, ωστόσο, δεν ευοδώθηκε ποτέ – πάντως ο Ochs εμφανίζεται στη σπάνια ταινία “Renaldo And Clara”, σε σκηνοθεσία Bob Dylan, από την περιοδεία που οργάνωσε ο ίδιος ο σπουδαίος τραγουδοποιός το 1975).

Το 1975, παρότι ανενεργός πλέον σε δισκογραφικό επίπεδο, ο Ochs οργάνωσε και τη συναυλία “The War is Over”, με αφορμή το τέλος του Πολέμου του Βιετνάμ. Η συναυλία είχε 100.000 θεατές και συμμετοχές από τον Harry Belafonte, την Odetta, τον Pete Seeger και άλλους. Ο Ochs ήταν αυτός που έκλεισε τη συναυλία, με το ομότιτλο τραγούδι του, από τον δίσκο Tape From California.

Οι επόμενοι μήνες, ωστόσο, υπήρξαν ιδιαίτερα σκοτεινοί για τον Ochs, με τον αλκοολισμό του να επιδεινώνεται, μαζί με μια μανία καταδίωξης (μια χαρακτηριστική του ατάκα ήταν πως είχε περάσει τη μισή του ζωή αποφεύγοντας τα μικρόφωνα-ψείρες που το FBI έκρυβε στις σούπες του). Έλεγε στους φίλους του πως θα έπρεπε να τον αναλάβει είτε ο Colonel Tom Parker, ο διαβόητος μάνατζερ του Έλβις, είτε ο Colonel Sanders, ο ιδρυτής της αλυσίδας Kentucky Fried Chicken, με τη χαρακτηριστική φυσιογνωμία και το εξίσου χαρακτηριστικό ντύσιμο. Αργότερα, ο τραγουδοποιός υιοθέτησε την περσόνα του John Butler Train, ισχυριζόμενος πως αυτός ο τελευταίος είχε σκοτώσει κι αντικαταστήσει τον Phil Ochs.

Τελικά, ο Ochs απεκδύθηκε την περσόνα του JBT, αλλά η ψυχική του κατάσταση συνέχιζε να χειροτερεύει. Ο τραγουδοποιός έκανε πλέον ανοιχτά λόγο για το σχέδιό του να αυτοκτονήσει. Τον Γενάρη του 1976 πήγε να μείνει με την αδερφή του, Sonny, και την οικογένειά της, στο Far Rockaway της πολιτείας της Νέας Υόρκης. Μένοντας άπραγος για ολόκληρες εβδομάδες, έδωσε τελικά τέλος στη ζωή του στις 9 Απριλίου.

Μετά τον θάνατο του τραγουδοποιού, αποκαλύφθηκε πως το FBI διέθετε όντως έναν παχυλό φάκελο αναφορικά με τον Ochs, λόγω του ακτιβισμού του και των πολιτικών του θέσεων. Ασχέτως αυτού, η φήμη του Ochs ξανάρχισε να αυξάνει με το πέρασμα των χρόνων. Τα τραγούδια του ξανάρχισαν να ακούγονται, γυρίστηκαν δύο ταινίες με θέμα τη ζωή του, γράφτηκαν βιβλία για αυτόν, ενώ ο αντιπολεμικός, βαθιά πολιτικός λόγος του παραμένει επίκαιρος, ειδικά στις μέρες μας.

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]

About The Author

Γεννήθηκε στο Χολαργό το 1980 και σπούδασε Επικοινωνία και ΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στη μουσικολογία, στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Είναι υποψήφιος διδάκτορας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Τον Απρίλιο του 2013 εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα, με τίτλο «Ελληνική Ασφυξία» (Εκδόσεις των Συναδέλφων), υπό το ψευδώνυμο Ηλίας Νίσαρης. Κείμενά του, είτε με το πραγματικό του όνομα είτε με το ψευδώνυμο, έχουν δημοσιευτεί επίσης σε διάφορα περιοδικά του ηλεκτρονικού και έντυπου Τύπου (3pointmagazine.gr, να ένα μήλο, Metropolis Free Press, Fractal Press, thecricket.gr, mixtape.gr, bibliotheque.gr, To Παράθυρο, Ποιητική, HUMBA! κ.ά.) Διατηρεί το blog www.eliasnisaris.blogspot.gr , ενώ κάθε Δευτέρα, από τις 12 έως τις δύο το μεσημέρι, παρουσιάζει την εκπομπή Wax Trash στον ιντερνετικό σταθμό www.indiegroundradio.com. Το βιβλίο του με τίτλο “Το Ορφανό Αριστούργημα”, υπό το πραγματικό του όνομα, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Εύμαρος.

Related Posts