Τη Δευτέρα 9/3 δημοσιεύτηκε στο 3pointmagazine άρθρο του Βαγγέλη Γαβριηλίδη σχετικά με την πολύκροτη αυτή ιστορία που σπάει ταμία σε βιβλιοπωλεία και σινεμά. Το άρθρο του Βαγγέλη, όπως και άλλα που γράφτηκαν το τελευταίο διάστημα πάνω στο θέμα, ανοίγουν μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση γύρω από τα έμφυλα πρότυπα που προβάλει και αναπαράγει το συγκεκριμένο έργο, το σεξ, τις ερωτικές σχέσεις.

Αρχική διευκρίνιση λοιπόν: δεν έχω δει ούτε την ταινία, ούτε έχω διαβάσει τις «50 αποχρώσεις του γκρι» (το οποίο μάλλον θα βοηθούσε αρκετά στο να αναπτύξω τις σκέψεις μου εδώ).

Δεν μπορώ να κρύψω το χαμόγελο που μου ήρθε στα χείλη όταν λίγες μέρες πριν, είδα στη μέση μιας γκρίζας, γεμάτης καυσαέριο και εξαθλίωση, Ομόνοιας μια κολόνα με την εντολή «Παραδώσου!» κι ύστερα πρόσεξα ότι ήταν η διαφήμιση της ταινίας.

Ωστόσο, στο βαθμό που το άρθρο του Βαγγέλη παίρνει το έργο αυτό ως αφορμή και παράδειγμα για να μιλήσει γενικά για την έμφυλη καταπίεση και την κυρίαρχη άποψη για το σεξ και τον έρωτα μέσα στο πλαίσιο του καπιταλισμού, θα ήθελα να εκφράσω ορισμένες προσθετικές σκέψεις και διαφωνίες.

Για τη γυναικεία καταπίεση

Στις ενότητες 1,2,3 ο Βαγγέλης περιγράφει τρεις διαστάσεις της κυρίαρχης άποψης για την ερωτική σχέση που, κατά τη γνώμη του, εξηγούν τη θραύση που έχουν κάνει οι «50 αποχρώσεις» ειδικά στο γυναικείο κοινό. Σε γενικές γραμμές συμφωνώ με τα στοιχεία της ανάλυσης. Η καταπίεση της γυναίκας καλά κρατεί (και στο δυτικό κόσμο φυσικά), τα γυναικεία πρότυπα που ορίζουν την κανονικότητα έχουν αναδιαμορφωθεί, το σεξ καταναλώνεται ως εμπόρευμα, η ντροπή και η (εσωτερικευμένη) απαγόρευση είναι ακόμα ισχυρές σε πολλά επίπεδα γύρω από τις σεξουαλικές απολαύσεις.

Ωστόσο: αισθάνομαι ότι η ανάλυση αυτή, ακολουθεί μια λογική υπεραπλούστευσης και μια μηχανιστική προσέγγιση κυρίως ως προς τα συμπεράσματά της. Η έμφυλη σχέση εξουσίας εξηγείται σχεδόν ως πλήρη αντιστοιχία με την παραδοσιακή σχέση «καπιταλιστή-εργάτη». Η καταπίεση της γυναίκας –όπως εξηγείται στο άρθρο- αρχίζει με τη γέννηση της ταξικής κοινωνίας, στην οποία η γυναίκα είναι στο σπίτι ό,τι ακριβώς είναι ο υποτελής στο πεδίο της παραγωγής.

Η σχέση της έμφυλης εξουσίας με την ιστορία των ταξικών κοινωνιών είναι πράγματι οργανική και ιστορικά αποδεδειγμένη. Όμως το ότι η καταπίεση της γυναίκας συμπίπτει με τη γέννηση της ταξικής εκμετάλλευσης και από εκεί και πέρα «πορεύεται στο χρόνο» δημιουργεί αφενός την αντίληψη μιας αιτιοκρατίας η οποία είναι ιστορικά αμφιλεγόμενη (ποιος μας λέει ότι σε πρωτόγονες κοινωνίες -ινδιάνικου στυλ, όπως λέει το άρθρο- δεν υπήρχαν έμφυλοι διαχωρισμοί και σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στα δύο φύλα). Ταυτόχρονα, αυτή η άποψη οδηγεί και σε μία υπεργενίκευση του τύπου «σε όλες τις ταξικές κοινωνίες παντού η γυναίκα ήταν για τον άντρα ό,τι ήταν ο εκμεταλλευόμενος για τον εκμεταλλευτή», πράγμα που αν κοιτάξουμε διάφορες κοινωνικές συγκροτήσεις από την αρχαιότητα ως σήμερα (βλέπε μινωική Κρήτη) θα δούμε ότι δεν είναι πάντα έτσι. Δε λέω ότι σε αυτά τα άλλα παραδείγματα κοινωνιών η γυναίκα ήταν «απελευθερωμένη» ή ότι είχε «το πάνω χέρι», όμως οι ρόλοι της ήταν πολύ πιο ενεργητικοί, η συμμετοχή της στην κοινωνική ιεραρχία διαφορετική, λέω γενικά ότι τα πράγματα δεν ήταν πάντοτε το ίδιο.

Και λοιπόν; θα πει κάποιος. Νομίζω ότι μια τέτοια πιο προσεκτική σκοπιά μας βοηθά να προσεγγίσουμε και να κατανοήσουμε καλύτερα και τη σημερινή κατάσταση. Διότι δυσκολεύομαι να δεχτώ μια άποψη -που ο Βαγγέλης υποστηρίζει εδώ- σύμφωνα με την οποία η γυναίκα σήμερα είναι απλά «αντικείμενο ομορφιάς» ή αντικείμενο εν γένει και ο άντρας το «υποκείμενο» που καταπιέζει. Ναι, σε μια σχέση καταπίεσης κάποιος καταπιέζει και κάποιος άλλος καταπιέζεται. Αλλά εδώ προκύπτουν κάποια ζητήματα.

Πρώτον, το γυναικείο σώμα είναι σαφώς κεντρικά εκτεθειμένο στη σφαίρα του θεάματος, αλλά τα πρότυπα ομορφιάς, κοινωνικής επιτυχίας, ερωτικής καταξίωσης δεν είναι διαιρετικά μόνο για τις γυναίκες αλλά και για τους άνδρες. Και επομένως η διαιρετική γραμμή της κανονικότητας αφορά και τα δύο φύλα. Ακόμα, αυτή η διαιρετική γραμμή «κανονικό/ μη κανονικό» δημιουργεί σχέσεις αποκλεισμού και για κάθε μορφής διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό. Υπάρχουν σημεία που αυτό υπονοείται στο άρθρο, αλλά νομίζω ότι πρέπει να του δίνεται ιδιαίτερη σημασία δεδομένου ότι «θύμα» του Mr.Grey (και της όλης σημειολογίας του) δεν είναι μόνο οι γυναίκες.

Δεύτερον και μάλλον σημαντικότερο: το ότι «η γυναίκα σήμερα απελευθερώθηκε», άποψη που συχνά εκπορεύεται από τον κυρίαρχο λόγο, αντιμετωπίζεται στο άρθρο ως «ξεκάρφωμα», δηλαδή ως ιδεολογική πλάνη και συσκότιση της υπάρχουσας γυναικείας καταπίεσης (πέρα από τις σημαντικές κατακτήσεις στα δικαιώματα της γυναίκας κλπ.). Αυτό φυσικά δεν στερείται αλήθειας.

Αλλά η μεγάλη επιτυχία των «50 αποχρώσεων» στο γυναικείο κοινό αναλύεται στο άρθρο ως εσωτερίκευση αυτής της πλάνης, στο βαθμό που είναι σαν πίσω από την ανάλυση αυτή να βγαίνει το απεγνωσμένο ερώτημα: «Μα πώς αρέσει στις γυναίκες κάτι που θεμελιώνει την καταπίεσή τους, δεν το καταλαβαίνουν;». Και άρα η προσπάθεια εδώ είναι «να καταλάβουν» αυτό που μοιάζει σαν «αυτονόητο»…

Είναι όμως τόσο απλά τα πράγματα; Λέγοντας αυτά, έχω στο νου μου την ανάλυση του Michel Foucault στην Ιστορία της Σεξουαλικότητας (τόμος 1, Η δίψα της γνώσης), σύμφωνα με την οποία το σχήμα «απαγόρευση – απελευθέρωση», κυρίαρχο στην προσέγγισή μας μέχρι σήμερα, δεν είναι αρκετό για να εξηγήσει τη σχέση ανάμεσα στην εξουσία και το σεξ. Κι αυτό γιατί η εξουσία στο πεδίο της σεξουαλικότητας (και όχι μόνο) δεν ασκείται μόνο με απαγορευτικό, «ελλειπτικό» τρόπο αλλά και με θετικό. Ο Foucault υποστηρίζει ότι σε κάθε συγκεκριμένο ιστορικο-κοινωνικό πλαίσιο και ανάλογα με τους εκάστοτε στόχους της εξουσίας, γύρω από το σεξ αρθρώνονται Λόγοι που συγκροτούν την «αλήθεια» για αυτό, για τις σεξουαλικές ταυτότητες, τους έμφυλους ρόλους κλπ. Και οι Λόγοι αυτοί συγκροτούνται εξ ορισμού μέσα στο πεδίο της εξουσίας.

Το σημαντικό για τη συζήτηση μας εδώ είναι ότι η ιδεολογία, σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, δεν αποτελεί «πλάνη» η οποία μπορεί να αντιμετωπιστεί με την αντιπαραβολή μιας «αλήθειας» που υπάρχει κάπου πέρα και έξω απ’ το πεδίο της. Αντίθετα, αυτό που ονομάζουμε φύλο ή σεξουαλικότητα, με «τα παράγωγά τους», συγκροτείται μέσα στο πλαίσιο των Λόγων που «μιλούν» για αυτά. Δεν υπάρχει κάτι «αληθινό» έξω από αυτό. Μπορεί μόνο να υπάρξει ένας άλλος, αντίπαλος Λόγος.

Σύμφωνα μάλιστα με τον Foucault, η περίοδος της νεωτερικότητας είναι συνυφασμένη με μια διαρκή «εντολή» εκφοράς της αλήθειας γύρω από το τι πραγματικά είναι το σεξ, ποια είναι η πραγματική φύση της γυναίκας, του άνδρα κλπ. Επομένως, μια ανάλυση που επικαλείται την ιδεολογική πλάνη (εν προκειμένω των αναγνωστριών των «50 αποχρώσεων»), πλάνη που πρέπει να αντιπαρατεθεί με μια «αλήθεια» για το ποια είναι πραγματικά η γυναικεία φύση και επιθυμία (που ο καπιταλισμός υποτίθεται ότι αποκρύπτει) είναι μια ανάλυση, κατά τη γνώμη μου, προβληματική.

Βία και σεξ

Και ερχόμαστε στα όσα υποστηρίζει το άρθρο για τη βία κατά τη σεξουαλική πράξη. Εδώ επίσης έχω πολλές επιφυλάξεις.

Το άρθρο περιγράφει σωστά μια επικρατούσα αντίληψη, τονίζοντας τη φυσικοποίηση του ρόλου του άνδρα, ο οποίος γίνεται φορέας λεκτικής ή και σωματικής βίας κατά τη σεξουαλική πράξη για την καλύτερη απόλαυση «και των δύο».

Για την απόδειξη ότι όλο αυτό πλαισιώνει και αναπαράγει τη γυναικεία καταπίεση, παρατίθεται στο άρθρο ένα μάλλον σοκαριστικό παράδειγμα με την εμπλοκή ρατσιστικής βίας στη σεξουαλική πράξη. Βέβαια η παράθεση ενός ακραίου παραδείγματος δεν βοηθά τόσο πολύ στην άμεση εξαγωγή ενός συμπεράσματος που ισχύει γενικά.

Γιατί νομίζω ότι το ζήτημα πάλι προσεγγίζεται με όρους υπεραπλούστευσης και γενίκευσης. Κατ’ αρχάς η «βία» κατά τη γνώμη μου δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως μία γενική κατηγορία και ως εγγενώς «κακή». Το ότι η βία είναι μια πραγματικότητα της ανθρώπινης φύσης ή της φύσης γενικά είναι μία μεγάλη συζήτηση και μια παραδοχή που μπορεί να οδηγήσει και σε επικίνδυνα μονοπάτια (επομένως σωστά απορρίπτεται αυτή η άποψη).

Όμως το τι ονομάζεται βία, ποιες μορφές της αξιολογούνται ως καλές ή κακές, το αν η σεξουαλική πράξη (και η σεξουαλική απόλαυση) μπορεί να περιλαμβάνει πράξεις και καταστάσεις βίας ή υποταγής, είναι ένα άλλο θέμα που δεν πρέπει να παρακάμπτεται τόσο εύκολα.

Ένα πρώτο σημείο που πρέπει να τονιστεί είναι ότι η σεξουαλική πράξη (στο βαθμό που όσοι συμμετέχουν το κάνουν με τη θέλησή τους), έχει τα στοιχεία μιας σύμβασης. Ας πάρουμε ως παράδειγμα ένα ζευγάρι (παράδειγμα που χρησιμοποιεί το άρθρο). Το ζευγάρι αυτό ζει μέσα σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο, στο οποίο υπάρχουν σχέσεις εξουσίας και έντασης ανάμεσα στα δύο φύλα. Η σεξουαλική φαντασίωση και πρακτική δεν μπορεί να μένει εκτός των δοσμένων κοινωνικών ρόλων αυτού του πλαισίου.

Έχω την εντύπωση ότι το άρθρο «εύκολα» καταλήγει σε κάτι σαν «αξίωμα» που θα μπορούσε να περιγραφεί ως εξής: ότι αυτό που συμβαίνει στη διάρκειά του σεξ προσδιορίζει ή καθρεφτίζει τη σχέση ανάμεσα στους δύο συντρόφους ή ότι αυτό που συμβαίνει στη σχέση του ζευγαριού συμβαίνει επειδή κάτι αντίστοιχο συμβαίνει στο σεξ. Μπορεί βέβαια και να ισχύσει αυτό. Αλλά νομίζω ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να συνάγουμε ότι η χρήση της βίας ή της υποταγής στο σεξ είναι κάτι που γενικά και a priori τροφοδοτεί την έμφυλη καταπίεση, το ρατσισμό κλπ.

Ο αντίλογος θα μπορούσε να είναι: οι ρόλοι, όπως διαμορφώνονται στο σεξ, δεν ενσωματώνουν τη γλώσσα της πατριαρχίας; Η σεξουαλική ηδονή δεν συγκροτείται στο πλαίσιο των έμφυλων προτύπων, της κανονικότητας/μη κανονικότητας κλπ; Φυσικά είναι η απάντηση. Αλλά αυτό το οποίο το άρθρο του Βαγγέλη βιάζεται να προσπεράσει και με το οποίο δεν αναμετράται είναι το εξής: ποια σεξουαλική πρακτική θα μπορούσε να θεωρηθεί αντιπαραθετική προς την κυρίαρχη; Αυτή που δεν εμπεριέχει στοιχεία βίας, ένα είδος «τρυφερού σεξ»; Εδώ όμως υπάρχει ο κίνδυνος του ηθικισμού (κάτι με το οποίο νομίζω ότι το άρθρο φλερτάρει).

Μια τέτοια εναλλακτική θα μιλούσε για σεξ που δεν εμπεριέχει στοιχεία βίας και υποταγής αποκλειστικά από την πλευρά του άνδρα; Ενδεχομένως.

Επίσης, το να βλέπουμε με μηχανιστικό τρόπο την επικυριαρχία του καπιταλισμού παντού σε ό,τι αφορά τις σχέσεις, τον έρωτα, το σεξ, είναι κάτι που εύκολα μπορεί να οδηγήσει στο φορμαλισμό αλλά και σε αυθαίρετα συμπεράσματα. Για παράδειγμα δεν κατανοώ πώς η αντανάκλαση της εμπορευματικής κοινωνίας στις ερωτικές σχέσεις, που αναλύεται στο άρθρο με τρόπο με τον οποίο σε μεγάλο βαθμό συμφωνώ, καταλήγει όμως να ταυτίσει τον εξουσιαστή – εξουσιαζόμενο στο υπάρχον σύστημα με το σαδιστή – μαζοχιστή, και να ορίσει την τελευταία σχέση ως χαρακτηριστικό «του συνόλου των σχέσεων στις ταξικές κοινωνίες». Άποψη που συμπεραίνει ότι οι αντίστοιχες σεξουαλικές συμπεριφορές είναι με κάποιο τρόπο καθρέφτης της ταξικής εκμετάλλευσης.

Και το ζήτημα εδώ δεν είναι ότι ο σαδισμός και ο μαζοχισμός δεν συνδέονται με αυτό το πλαίσιο, αλλά γιατί δεν είναι –μηχανιστικά- το αποτέλεσμα ενός τέτοιου πλαισίου. Κυρίως όμως γιατί τέτοιες παραδοχές υποδηλώνουν την ύπαρξη μιας «ανθρώπινης ουσίας» (που στη λογική του άρθρου είναι διαχωρισμένη από το σαδομαζοχισμό), την οποία υποτίθεται ότι ο καπιταλισμός «φυλακίζει» και η οποία θα «απελευθερωθεί» όταν απελευθερωθεί η κοινωνία (ή και αμφίδρομα). Άποψη αρκετά αμφιλεγόμενη και πολλαπλώς αμφισβητημένη στην ιστορία της μαρξιστικής (και ευρύτερα της ανταγωνιστικής) σκέψης.

Ακόμα, προς το τέλος το άρθρο αναφέρει:

«Το φαινόμενο σε μια ερωτική σχέση να βλέπει κανείς το ζευγάρι να είναι συνέχεια μαζί, να αποκόβεται από φίλους, να στέλνει 500 μηνύματα (από το τι φαϊ έφαγε μέχρι το αν τον ξύνει η πλάτη του), να μην σκέφτεται τίποτα άλλο για μήνες εκτός από τον άλλο, να ζηλεύει παθολογικά, θεωρείται ένδειξη πολλές φορές ισχυρής αγάπης. Δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια σχέση εθισμού. Ο ένας θέλει τον άλλο χωρίς πραγματικά να ενδιαφέρεται για αυτόν».

Δεν καταλαβαίνω πώς προκύπτει αυτό. Μπορεί αυτή η σχέση να μην είναι «ένδειξη ισχυρής αγάπης». Αλλά πώς προκύπτει ότι μια τέτοια προσκόλληση είναι «αρρωστημένη» όπως λέγεται, και κυρίως ότι αυτό είναι ένα παράδειγμα αλλοτρίωσης μέσα στον καπιταλισμό, όπως υπονοείται.

Καταλήγοντας, η διολίσθηση στην υπεραπλούστευση και τη μηχανιστική προσέγγιση των πραγμάτων εγκυμονεί κινδύνους τέτοιους ώστε από την προσπάθεια να φανταστούμε έναν κόσμο διαφορετικό και τους εαυτούς μας μέσα σε αυτόν (που είναι η πρόθεση του άρθρου), τελικά να «κλείνουμε το μάτι» στην αυτό-καταπίεση και τον ηθικισμό.

Υ.Γ. Μπορεί να είναι λίγο αδόκιμο που χρησιμοποιώ συχνά το μικρό όνομα του αρθρογράφου στον οποίο απαντώ, αλλά πιο αδέξιο θα μου φαινόταν να αποκαλώ συνέχεια «αρθρογράφο» έναν άνθρωπο που γνωρίζω προσωπικά. Άλλωστε το άρθρο αυτό έχει τη μορφή διαλόγου με το προηγούμενο κείμενο.

Γιώργος Διάκος

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]