Πενήντα μία μέρες που τέλειωσε ο πόλεμος, πενήντα μία μέρες που κράτησε η απελευθέρωση. Πενήντα νύχτες είχα την ελπίδα να περάσω έστω και μία μόνο ολόκληρη με τον Αχιλλέα. «Θα μείνουμε μαζί μονάχα σαν παντρευτούμε.» Το είπε ο Αχιλλέας. Η Νίνα μένει μαζί με τον Πάνο σ’ ένα καμαράκι τόσο δα και δεν τη νοιάζει να το διαλαλεί σ’ όλον τον κόσμο. […] «Λαχτάρα που πήρα χτες βράδυ! Ξύπνησα και δεν είδα τον Πάνο δίπλα μου.» Αλήθεια, τη ζηλεύω. Ώρες ώρες μου φαίνεται πως θα μείνω η αιώνια αρραβωνιαστικιά και πως σ’ όλη μου τη ζωή θα πλαγιάζω με τον Αχιλλέα στα βιαστικά, ανάμεσα σε δυο συνεδριάσεις ή σε δυο δουλειές του. Σε ξένο κρεβάτι πάντα.

[…] Τριάντα τρεις νύχτες τις πέρασα πλάι του. Όσο κράτησαν οι μάχες του Δεκέμβρη μετά την απελευθέρωση. Ο καινούριος πόλεμος με τους Εγγλέζους. Τριάντα τρεις νύχτες κατάχαμα, ντυμένοι. Από τη μια κρατούσε το χέρι μου κι από την άλλη το όπλο. «Θα διώξουμε τους Εγγλέζους, σ’ τ’ ορκίζομαι, και θα μείνουμε μαζί.» Το είπε ο Αχιλλέας! «Λόρδος Μπάυρον», ο λόχος των σπουδαστών, και μπροστά με καψαλισμένα τα καστανόξανθα βλέφαρα, ο Αχιλλέας. Οι κοπέλες με ζηλεύουν. Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, που δεν φοβάται στη μάχη!

[…] «Θα ζήσουμε μαζί, μόλις διώξουμε τους Γερμανούς.» Τους διώξαμε. «Αφού τελειώσουν οι μάχες του Δεκέμβρη.» Τελειώσανε. Και τώρα, για να περάσω μια νύχτα σε κρεβάτι με τον Αχιλλέα πρέπει να πάει αντάρτης στα βουνά! «Σου το ορκίζομαι, σ’ ένα χρόνο.» Τώρα, ούτε Γερμανοί ούτε Άγγλοι. Τώρα ο εχθρός είναι ο αδερφός μου!

[…] «Σ’ ένα χρόνο το πολύ», μ’ αποχαιρετάει ο Αχιλλέας και στη φωνή του υπάρχει σιγουράδα.

[…] Ένα χρόνο τώρα γυρνάω μ’ ένα ταγάρι και μια καθαρή κιλότα μέσα. Ένα χρόνο κοιμάμαι σε ξένα σπίτια. Κάθε μέρα και ένας λιγότερος. Πιάσανε τη Νίνα, τον Πάνο, τον Ευγένιο. Ήτανε δέκα μικροί νέγροι κι έμεινε ένας, εγώ, απ’ όλη τη συντροφιά. Αυτό είναι το χειρότερο, χωρίς φίλους.

[…] Είναι απόγεμα κι ακόμα δεν ξέρω πού θα περάσω αυτή τη νύχτα. Δεν ξέρω ποια πόρτα να χτυπήσω. «Μπορώ; Γι’ απόψε μονάχα;» Χτύπησα την πόρτα της Έρσης. Με την Έρση καθόμασταν δώδεκα χρόνια στο ίδιο θρανίο. Τα Σαββατοκύριακα τα περνούσαμε μαζί, πότε στο σπίτι της, πότε στο δικό μας. Άνοιξε την πόρτα η ίδια και με κράτησε στο κεφαλόσκαλο. Δεν μου είπε φοβάμαι. Δεν είπε οι δικοί μου δεν θα θέλουν. Μόνο: «Φύγε, φύγε». Δεν έφυγα αμέσως. Δεν ξέρω γιατί. «Εσείς που παίρνετε τα παιδιά και τα κάνετε γενίτσαρους, εσείς που σφάζετε…» Φεύγω χωρίς να της πω: «Εμάς που μας στήνετε στον τοίχο…» Στάθηκα για λίγο βουβή μπροστά στην κλειστή πόρτα.

Στην πρώτη δημοτικού, την πρώτη μέρα του σχολείου, δυο κοριτσάκια κάθονται παράμερα, φοβισμένα. Η Έρση κι η Δάφνη. Σιγά σιγά, χωρίς να το καταλάβουμε, τα δάχτυλά μας βρέθηκαν πλεγμένα. Μείναμε έτσι δώδεκα χρόνια. Όχι, δεν ερχότανε μαζί μου να γράψουμε στους τοίχους, μα βοηθούσε στα μαθητικά συσσίτια. Τον Δεκέμβριο του ’44 μας χώρισαν αδιαπέραστα σύνορα. Έμενε προς τη μεριά που ήταν οι Εγγλέζοι και οι άλλοι. Όταν τη συνάντησα μετά, μου μιλούσε για κουβάδες μάτια. Έλεγα πως τρόμαξε και θα της περάσει. Τώρα το μίσος στα μάτια της Έρσης, το μίσος στη δική μου ψυχή. Τώρα ο εχθρός είναι η Δάφνη. Τώρα ο εχθρός είναι η Έρση.

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]