Μία καταγραφή εντυπώσεων για το δίσκο του Μανώλη Μανουσάκη, Ξύλινο

Από όλα τα κατασκευαστικά υλικά, πάντα μου άρεσε περισσότερο το ξύλο. Η κατανοητή υφή του, η ουδέτερη θερμοκρασία του που προσαρμόζεται στην ανθρώπινη, ο ήχος του που δημιουργεί προσδοκίες, η γήινη μυρωδιά του, η ταπεινή μα αυτάρκης όψη του. Πάντα με τραβούσαν τα ημιυπαίθρια ξυλουργεία, η θάλασσα από ροκανίδι που επιπλέει στο έδαφος τους σαν μνήμη της δημιουργικής διαδικασίας. Πάντα με συγκινούσαν οι τακτοποιημένες στοίβες από ισομήκη κομμάτια λιόδεντρου – τροφή για το τζάκι με το πρώτο κρύο, το μπόλιασμα των λεμονόδεντρων με τα τετράγωνα κομματάκια δεμένα με κόκκινο σπάγκο του χαρταετού. Τέτοια αισθήματα μου προκάλεσε η ακρόαση του δίσκου ‘’Ξύλινο’’ του Μανώλη Μανουσάκη και της παρέας του, αρκετό καιρό αφ’ ότου κυκλοφόρησε αλλά ίσως  και αρκετό καιρό ώστε η πρώτη ξύλινη ύλη να δέσει και να φτάσει στ’ αυτιά μου σε μια ωραία καλοκαιρινή συγκυρία.

Σημείωση: Η παρούσα καταγραφή εντυπώσεων δεν αποτελεί επουδενί ούτε μουσικολογική ούτε άλλου είδους ακαδημαϊκή κριτική. Ωστόσο οφείλω να καταγράψω την προσωπική γνωριμία μου με συντελεστές του δίσκου (τον πολυμήχανο λυράρη Χάρη Παναγιωτάκη) αλλά και τη δική μου μουσική εμπλοκή στο χώρο της ευρύτερης ‘’κρητικής μουσικής’’ (επιφυλάσσομαι επί του κρητικού χαρακτήρα του δίσκου παρακάτω). Η προειδοποίηση αυτή δεν γίνεται για άλλο λόγο παρά για να ενημερώσει ότι η καταγραφή των εντυπώσεων γίνεται κατά κάποιον τρόπο με την μέθοδο της ‘’συμμετοχικής παρατήρησης’’[1] (participant observation) και του ‘’insider’’[2], δηλαδή ως άνθρωπος που ασχολείται με ένα είδος μουσικής προς ομότεχνούς του, με ό,τι σημαίνει αυτό σε επίπεδο αντικειμενικότητας, απόστασης από το ακρόαμα, συναισθημάτων και γνώσεων. Σε κάθε περίπτωση όμως, νομίζω ότι όλοι και όλες, όταν πατούμε το play, πρώτα και κύρια είμαστε ισότιμοι/ες ακροατές.

Ο δίσκος ξεχύνεται από τις πλαγιές του ορεινού ήχου που χαρακτηρίζει το πρώτο κομμάτι ‘’το παλικάρι του χωριού’’, μία αντιρατσιστική αλληγορία που παρατάσσει και εξολοθρεύει ένα προς ένα τα στοιχεία ενός ψευδοκρητικού ματσό που σε πολλές περιπτώσεις, ειδικά στην κρητική ύπαιθρο, συμπλέει με φασίζουσες συμπεριφορές και στάσεις. Ο Μανουσάκης που το γράφει, το συνθέτει και το τραγουδά, σαν να τραβάει με πείσμα από τα χέρια του αμοραλισμού το μαύρο πουκάμισο και τα στιβάνια προς το μέρος της αλληλεγγύης, εκεί δηλαδή που ανήκουν (νωπές ακόμα οι εικόνες των μαύρων πουκάμισων και των στιβανιών στις διαδηλώσεις του μακεδονομαχικού κιτς με τον Ψαραντώνη να ξεπροβοδίζει με τη λύρα του –ατυχώς- τους Κρήτες ‘’πολεμιστές’’). Το μπερντελίδικο παίξιμο του λαούτου εναλλάσσεται με ανοιχτά ακόρντα που δίνουν μια συγκρατημένη ένταση πάνω στην οποία ράβουν λύρα και viola de roda, όργανο που θα αναδείξει με εξαιρετικό τρόπο μερικά από τα επόμενα κομμάτια.

Ο Μανουσάκης και η ομάδα του αντιλαμβάνονται το δίσκο ως έργο, ως σύνθεση, γι’ αυτό και τολμούν να παρεμβάλλουν σύντομα αυτοσχεδιαστικά σχόλια που ξεκουράζουν, συνδέουν και ξετυλίγουν το ακρόαμα. Στο ‘’η Αρετή στη φυλακή’’, ο Χάρης Παναγιωτάκης προσφέρει με σόλο λύρα και χωρίς επιτηδευση τον απαραίτητο χρόνο και προετοιμάζει τον στοχασμό του ‘’Μεγαλότητες’’, ενός από τα πιο στιβαρά κομμάτια του Ερωτόκριτου (στίχοι 601-618) σε επιλογή παραδοσιακού σκοπού – επιτέλους- άλλου από τον κλασικό και πασίγνωστο. Ξεχωρίζω το καχόν του Νίκου Νικηφοράκη που σχεδόν αρθρώνει προφορικά τους απαράμιλλους στίχους ακολουθώντας χαμηλόφωνα, σαν συμπότης που πιάνει το ρυθμό με τις παλάμες στο τραπέζι της παρέας.

Ο Μανουσάκης δείχνει έγκαιρα πώς αντιλαμβάνεται την ευρύτητα του κρητικού μουσικού ιδιώματος. Το ορχηστρικό ‘’απ’ το παράθυρο’’ εκφεύγει των must ενός κρητικόφωνου δίσκου και φέρνει στην επιφάνεια τις αναφορές των πέραν του 20ου αιώνα παικτών κρητικών και μη παραδοσιακών οργάνων, νεότερων και μεγαλύτερων: ρυθμική πορεία που θυμίζει Χαΐνηδες μελωδικές καταλήξεις που νιώθουν βαθιά τον αντίκτυπο της σχολής της Θεσσαλονίκης – ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου ελπίζω να ακούσει αυτό το δίσκο- και ανατροπή στο μέσον που θα εκτιμούσε ο Αχιλλέας Περσίδης.

Η ομαλή επιστροφή στο αυτόχθον κρητικό βίωμα περαιώνεται με το νεο-παραδοσιακό ‘’γαλανομάτα θάλασσα’’. Λαούτο και φωνή, απλά, λιτά χωρίς πρόθεση να υπερπηδηθούν τα εσκαμμένα. Χωρίς όμως να λείπει και η αυθεντικότητα, ιδιαίτερα στο θερμό παίξιμο του λαούτου. Στο ‘’πιο μακριά’’, ο Μανόλης Μανουσάκης και ο Χάρης Παναγιωτάκης ριμάρουν ακομπλεξάριστα με μία τριλογία μαντινάδας τριών προελεύσεων και μια σειρά συρτών πρωτότυπης σύνθεσης: στίχους του Κορνάρου, του Μανουσάκη και παραδοσιακούς. Ειδικά η μουσική επένδυση και ερμηνεία της τελευταίας μαντινάδας (‘’στον ουρανό και ν’ ανεβείς, στα νέφη να κοιμάσαι/ φτερά να βγάλεις να πετάς, πάλι δικιά μου θα ’σαι’’) αποτίουν έναν αρμονικό φόρο τιμής στο στυλ του Σκορδαλού.

Και από Κρήτη διακτινιζόμαστε Θράκη με το αριστουργηματικό ‘’μαντηλάτος’’, σύνθεσης Χάρη Παναγιωτάκη που φιλοξενείται αλληλέγγυα στον δίσκο αυτό. Η κλιμακωτή του ενορχήστωση απογειώνει τα αρχαϊκά μοτίβα που ανανεώνει με σεβασμό ο Παναγιωτάκης ενώ η viola de roda του Abel Garcia ανασκάπτει την Via Traiana ενώνοντας Μεσαιωνική Δύση και τη χερσόνησο του Αίμου προσθέτονας ένα παραμυθιακό πέπλο στην πολύ δυναμική εκτέλεση της ομάδας.

Σειρά παίρνει το μπουζούκι. Το ‘’ταξίμι με μπουζούκι’’ ξανακουρδίζει την ομάδα και εισάγει το ‘’εξομολόγηση’’ όπου τα ηνία στο τραγούδι αναλαμβάνει ο Στέλιος Ζερβός. Αυτό το τμήμα είναι το μόνο του οποίου η ύπαρξη στο δίσκο με προβλημάτισε. Ενώ μέχρι εκείνο το σημείο η αίσθηση είναι αυτής μιας ενορχηστρωτικής απλωσιάς, μιας ζωτικής δύναμης, με τα παραπάνω δύο η πορεία αλλάζει δραματικά με δρόμους και στίχους που δυσκολεύονται να αποτελέσουν οργανικό κομμάτι του όλου έργου.

Η επάνοδος στον αυθεντικό ήχο που εισφέρει το ‘’Ξύλινο’’ γίνεται με το ‘’διαλογάκι’’ λύρας και λαούτου που αποπνέει τις αναθυμιάσεις ενός μυστηριακού ψαραντωνικού άνδρου και ανοίγει δρόμο στο πανέμορφο ‘’κλειδί’’ το οποίο τραγουδά ο βασικός του συνθέτης Σταύρος Μαραγκουδάκης, του οποίου ερμηνεία και η λύρα επίσης φιλοξενείται απλόχερα από τον Μανουσάκη. Το εσωστρεφές μοιρολόι σε φόρμα παραδοσιακής ζυγιάς αποτελεί έξοχη παρεμβολή πριν το φωναχτό συρτό ‘’άστρο τσ’ αυγής’’ όπου επιστρέφει η λύρα του Παναγιωτάκη και η κρυστάλλινη ζυγιά τοποθετεί το κομμάτι απευθείας στην πλατεία ενός ημιορεινού πανηγυριού του Ηρακλείου (ιδιαίτερο και το απότομο κλείσιμό του).

Και αφού ο Μανουσάκης και η παρέα του δώσουν τα εχέγγυα ότι γνωρίζουν την πυρηνική ουσία ενός γλεντιού του τόπου τους, ο Μανώλης κάνει το βήμα και καλεί στο Νο 13 την ποίηση. Το χαϊκού του (‘’αυτό που θαυμάζω, όταν κοιτάζω τον ουρανό/ είναι πως θα τον θαυμάζω, σχεδόν μέχρι να πεθάνω’’) κάθεται πάνω στο παχύ χαλί του λαούτου του ενώ η ερμηνεία του πατάει με το ένα πόδι στα ριζίτικα και με το άλλο σε παπαζογλικές αναφορές.

Ο δίσκος κλείνει πανηγυρικά – όπως του ταιριάζει- με την ‘’Αμνισσό’’ όπου το allegro συρτό δίνει το έναυσμα για μία καταιγίδα στα ανοιχτά της Κρήτης που φέρνουν πολλαπλά ρεύματα σε αυτή τη μεγάλη μουσική κοίτη: από τον Βισκαϊκό Κόλπο μέχρι τον Εύξεινο Πόντο και από τη Νορβηγική Θάλασσα μέχρι τις ακτές του Λιβάνου.

Σε επίπεδο εικαστικών τα λόγια περισσεύουν για όποιον κρατά ανά χείρας το ‘’Ξύλινο’’. Υπέροχο το ξυλόγλυπτο παζλ του εξωφύλλου (Τάσος Χρήστου), γενναιόδωρη επένδυση στην πληροφορία στο booklet – ας αναλογιστούμε τη σημασία του στο πλαίσιο ενός αυτοχρηματοδοτούμενου δίσκου όπως αυτός- λιτά και συμβατά γραφιστικά (Αλεξάνδρα Παπαδάκη). Οι φωτογραφίες (Νίκος Αβραμάκης, Fady Zakar, Αντώνης Μπερκάκης) των μουσικών ίσως θα μπορούσαν να αποδίδουν πιο δυναμικά τον συλλογικό χαρακτήρα του εγχειρήματος.

Αν χρειάζεται κάποιο συμπέρασμα, αυτό δεν είναι άλλο από τα εύσημα που οφείλουν να αποδοθούν σε πολλά επίπεδα: στην παραγωγή του δίσκου ως πράξη καταγραφής της ανθρώπινης δημιουργίας ενώ γνωρίζεις το δυσβάσταχτο κόστος της που ίσως και να μην καλυφθεί καθεαυτό. Στην απέκδυση του ρόλου του ηγέτη και τη μεταμόρφωση μιας μουσικής παρέας σε κολλεκτίβα όπου ήχοι, όργανα και ιδέες μπαινοβγαίνουν ισότιμα χωρίς να διαταράσσουν την ενιαιότητα του έργου. Στην τόλμη που επιδεικνύεται ώστε η κρητική μουσική να συνδεθεί ακόμα πιο γερά στο άρμα των world αναφορών γιατί από τη φύση της τραβάει κατά ’κεί

Το παρόν αποτελεί αναδημοσίευση από τον κρητικό ενημερωτικό ιστότοπο inotos.gr.

 

*Παραδοσιακό κυπριακό τσιαττιστό

Ευχαριστώ πολύ τον φίλο μου Νίκο Μακράκη που μου επέστησε την προσοχή στο ‘’Ξύλινο’’.

 

[1] Γιάννης Κολοβός, ‘’Κοινωνικά Απόβλητα; – Η ιστορία της πανκ σκηνής στην Αθήνα 1979- 2015, εκδόσεις Απρόβλεπτες σελ. 49-51

[2] Στο ίδιο.

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]