Δευτέρα 11 Μαΐου 1998 (Αθήνα)

Είδα ότι η μάνα μου με καλούσε να την αγκαλιάσω και να την φιλήσω, επειδή λέει επρόκειτο να πεθάνει, να ξεψυχήσει. Δεν μου έλεγε τίποτα βεβαίως, όλα εν σιωπή. Το πρόσωπο της ήταν τόσο χλωμό, τόσο αδύνατο, ρουφηγμένο, τα μάτια της ήρεμα και διψασμένα μαζί. Ξαπλωμένη ανάσκελα στη γωνία ενός κρεβατιού, έπιανε τόπο όσο κι ένα παιδάκι, και λοιπόν την κρατούσα στην αγκαλιά μου κι αυτή σφούγγιζε το πρόσωπό της πάνω στο δικό μου, πάνω στον λαιμό μου, επειδή αυτό πια ήταν το τέλος: θα ξεψυχούσε, θα λυτρωνόταν… Όμως αυτό καθυστερούσε, αναβαλλόταν, και άρχισα να σκέφτομαι πως η μαμά θέλει να πεθάνει αλλά και δεν θέλει κατά βάθος. ‘Η δεν την ακούει ο Θεός. Ένιωσα κάτι σαν κούραση, σαν λιποψυχία, μαζί με μιά απίστευτη συμπόνια για κείνο το πλάσμα που ήταν ένας “λειωμένος άνθρωπος” στην αγκαλιά μου. Και μια υποψία επίσης ότι πιθανόν “εκμεταλλεύεται” τον επικείμενο θάνατο προκειμένου να την αγκαλιάσω έτσι και να της δώσω όλη μου την στοργή. Και με πείραζε λιγάκι, μ’ ενοχλούσε να σκέφτομαι έτσι για κείνην. δεν ήμουν και τόσο καλή κόρη, δεν έπρεπε να περιμένω να πεθάνει για να συντριφτώ και να την αγαπήσω ολοκληρωτικά, χωρίς εμπόδια! Γιατί αυτό συνέβαινε, σαν να περίμενα να γίνει εκείνο… Ω, ένα πλέγμα από αντιφατικά συναισθήματα, μιλλιούνια στην καρδιά μου, με την συμπόνια πάντως να υπερισχύει.

 

 ***

 

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 1998 (Αθήνα)

Πάλι με την μάνα μου, πάλι κάτι σαν θάλασσα στο βάθος. Ακουμπήσαμε σ’ ένα τοιχαλάκι και πρόσεξα πως φορούσε τις παντόφλες που φοράει στο σπίτι, ενώ είχαμε βγει για μια βόλτα. Το κατάλαβε και μου είπε πως την στενεύουν τα παπούτσια, τα ξεσυνήθισε τόσα χρόνια, έμμεσα ζητώντας συγγνώμη για τις παντόφλες. “Όπως αισθάνεσαι καλύτερα”, της είπα. Της είχα πάρει παγωτό χωνάκι που της άρεζε και το δάγκωνε άκρη-άκρη με τα δόντια, δεν το έγλειφε. Παραπέρα φασαρίες, ακαθόριστα συμβάντα, άνθρωποι, ποδοβολητά. Κρυφοκοίταζα την μάνα μου μια στο προφίλ, μια καταπρόσωπο, τρεμόπαιζε τα μάτια της σαν να σκιαζόταν ή να ευχαριστιόταν από κάτι – μπορεί και να ‘χε ήλιο. “Ο κόσμος τα φτιάχνουν, ο κόσμος τα χαλνάν”, είπε. Σοφή κουβέντα, κι ο τρόπος που την διατύπωσε την έκανε απείρως σημαντικότερη στ’ αυτιά μου. Κι ένα ζωάκι εκεί γύρω. Από κάπου ακούσαμε πως είναι ούτε οκτώ το πρωί, νωρίς ακόμα.

Αποσπάσματα από τα “Τετράδια Ονείρων” της Ζυράννας Ζατέλη

Εκδόσεις Καστανιώτη.

 

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]