«Καλά τι έπαθε ο Ρόμπινς και γράφει για τον εαυτό του; Ξέμεινε από ιδέες;». «Εντάξει, μάλλον ο Ρόμπινς μας λέει αντίο». «Σιγά μη δώσω λεφτά ρε μαλάκα για να πάρω τις παπαριές που γράφει ο Ρόμπινς για τον εαυτό του». «Ρε μπας και πάει να πιάσει μισοκοιμισμένους στις βατραχοπιτζάμες μας και να κάνει καμία αρπαχτή τώρα που βαρέθηκε να γράφει;» Αυτά, και πολλά άλλα, άκουγα πριν πέσει στα χέρια μου η Θιβετιανή Ροδακινόπιτα (μτφρ. Γιώργος Μπαρουξής, Εκδόσεις Αίολος, Αθήνα 2014) και για να μη λέω ψέματα, είχα φοβηθεί λίγο: «Τι στο διάολο έπαθε τώρα τούτος και γράφει για τον εαυτό του; Μπας και σκέφτεται να την… κάνει;», σκέφτηκα.

Για να είμαι ειλικρινής, όμως, δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να μη το αγοράσω. Πριν καν τελειώσω το πρώτο κεφάλαιο (διψασμένος από κούνια, ο τίτλος αυτού) είχα ήδη ξεχάσει τα ερωτήματα και αρνητικά σχόλια: «Την τρέλα μου μέσα! Γράφει για τον εαυτό του από τότε που θυμάται τον εαυτό και ο γαμημένος γράφει καλύτερα από ποτέ!»: Από τα παιδικά χρόνια, την πρώτη εφηβεία, το φευγιό στο Μεξικό και την εμπειρία του στρατού, μέχρι τα ζόρικα χρόνια του 60, το ταξίδι στην Κούβα και τα ναρκωτικά, ο Ρόμπινς απλώνει λέξεις και προτάσεις, επαναφέρει, και σβήνει ταυτόχρονα, στην μνήμη φιλμαρισμένες εικόνες, ψάχνει ή δημιουργεί στιγμές, ξεδιπλώνοντας, με λίγα λόγια, όλη εκείνη την τρέλα που γέννησε το Άρωμα του Ονείρου και τις (μελαγχολικές) Καουμπόισσες …

Διαβάζοντας:

“…Όταν η μονάδα μας έδινε αναφορά σε κάποιον αξιωματικό υπεύθυνο για ένα συγκεκριμένο έργο εξωραϊσμού, έπρεπε να γράφουμε ένας – ένας τα ονόματά μας σε έναν κατάλογο υπηρεσίας. Το μεσημέρι κάναμε διάλλειμα για φαγητό, και μετά γινόταν προσκλητήριο για να επιβεβαιωθεί ότι γυρίσαμε όλοι στη δουλειά μας. Καθ’ όλη τη διαδικασία δεν γινόταν έλεγχος ταυτοτήτων. Έτσι ένα πρωί υπέγραψα στον κατάλογο υπηρεσίας όχι ως Τόμας Ε. Ρόμπινς αλλά ως Ράινερ Μαρία Ρίλκε, στοιχηματίζοντας ότι κανείς δεν θα είχε ακουστά τον αυστριακό ποιητή […] Την επόμενη μέρα, στην πρωινή παράταξη της μονάδας μου, κανείς δεν πρόσεξε την εύθυμη λάμψη στο βλέμμα μου όταν ο λογίας μας διέταξε τον «σμηνίτη Ρίλκε» να παρουσιαστεί στο γραφείο του λόχου, προφανώς για να εξηγήσει την αδικαιολόγητη απουσία του από τον εξωραϊσμό. Τέλεια! […] Επειδή δεν ήθελα να προκαλέσω  υποψίες, πότε – πότε επέστρεφα δυο φτυάρι και την τσουγκράνα για μια δυο μέρες, αλλά τις επόμενες εβδομάδες  ο «Ντοστογιέφσκι», ο «Αλεξάντερ Πόουπ», ο «Λίο Τολστόι» και ο «Όσκαρ Ουάιλντ» κλήθηκαν όλοι σε αναφορά επειδή ήταν αδικαιολογήτως απόντες από τον εξωραϊσμό βάσεως – ενώ εγώ πέρναγα ευχάριστα απογεύματα βλέποντας τις τελευταίες ταινίες του Χολιγουντ και βελτιώνοντας το τζαμπ σουτ μου. Ποιος λέει ότι η λογοτεχνική μόρφωση δεν έχει πρακτικές εφαρμογές;…”

Δεν ξέρω αν αυτό το πράγμα με τον Ρόμπινς έχει προηγούμενο. Αυτή η γραφή της μιας ανάσας που σε κολλάει στον τοίχο, που σου προκαλεί γέλιο και στεναχώρια παράλληλα, που σε κάνει ώρες ώρες να ξεχνάς τον Κέρουακ, που θυμάσαι τον Φερλινγκέττι να λέει: Μα πως ξέφυγε αυτός ο καριόλης!

Και εκεί που σώνεται η ανάσα ξαναπιάνεις το βιβλίο και συνεχίζεις να ακροβατείς ανάμεσα στην πραγματικότητα και την τρέλα του Ρόμπινς, κοιτάς γύρω σου και ψάχνεις για άσπρα κουνέλια που να καπνίζουν χόρτο και σκέφτεσαι πως διάολο άφησε τον Γκίνσμπεργκ (τον μοναδικό άντρα όπως λεέι) να τον φιλήσει στον στόμα…

Διαβάζοντας:

“…Ο Καρλ Ογκλσμπι, ο πρώην πολιτικός ακτιβιστής του Μπέρκλει, είχε πει ότι «το LSD επιφέρει μια τόσο άμεση, ισχυρή και εμφανή μεταμόρφωση, ώστε η ζωή σου διαχωρίζεται σε: προ LSD και μετά  LSD». Αναμφίβολα είχε δίκιο, αν και σ’ εμένα ούτε η μεταμόρφωση ούτε η διαχωριστική  γραμμή θα ήταν εμφανή σε έναν παρατηρητή, τουλάχιστον για μερικά χρόνια ακόμη. Όταν, λοιπόν, βγήκα από το στούντιο του Τζιμ εκείνο το απόγευμα, νιώθοντας επιτέλους «ξαναγεννημένος» – μια αίσθηση που τόσο απογοητευτικά με παρέκαμψε στη βάπτισή μου στο ποταμό Ραπαχάνοκ πριν  από είκοσι χρόνια – , θυμάμαι να σκέφτομαι ότι αν ο πρόεδρος Κένεντι και ο Νικίτα Χρουστσόφ κάθονταν και έπαιρναν  LSD μαζί, ο Ψυχρός Πόλεμος θα τέλειωνε από τη μια μέρα στην άλλη…”

Για να πω την αλήθεια, αρχίζω να διαβάζω το βιβλίο, είχα καιρό να βγώ από τις… βατραχοπιτζάμες μου. Γιατί; Δεν υπάρχει γιατί. Γιατί έτσι. Γιατί μάλλον έπρεπε να φάω ένα κομμάτι θιβετιανής ροδανικόπιτας για να βγω. Όσο προχωρούσαν οι σελίδες τόσο που ερχόταν στο μυαλό ο Τρυποκάρυδος: τελικά πόσο διαφέρουμε όλοι εμείς (χα! Ποιοι είμαστε εμείς;) από τις κοκκινομάλλες;

Δεν ξέρω αν ο Ρόμπινς είναι τρελός. Αυτό που ξέρω είναι ότι γράφει σαν να είναι τρελός. Γράφει σαν να σιχαίνεται και να αγαπά το μυθιστόρημα ταυτόχρονα, γράφει  σα να είναι μπίτνικ και την ίδια στιγμή οριοθετεί πρόζες και ύφος που θα σιχαινόταν ο Μπάροουζ. Θυμάται και ξεχνά γιατί είναι συγγραφέας ενώ γράφει με τέτοιο τρόπο για να μη φεύγει ποτέ από την σκέψη του αναγνώστη…

Διαβάζοντας:

“…Εξαιτίας του Τρυποκάρυδου μου έγινε έρευνα από το FBI. Όχι αμέσως όμως, και σίγουρα όχι για τον ρόδινο τρόπο με τον οποίο (αν τη αφελεία μου) παρουσίασα την κοκαΐνη: οι ουσίες που ανησυχούν το κράτος είναι εκείνες που διευρύνουν τη συνειδητότητα και ανοίγουν τα μάτια, και όχι εκείνες που κατεβάζουν ρολά. Έτσι, δεκαπέντε χρόνια μετά την έκδοση του Τρυποκάρυδου – ενός μυθιστορήματος που εξετάζει τη διαφορά ανάμεσα στους παράνομους και τους εγκληματίες και ανάμεσα στις κοκκινομάλλες κι εμάς του υπόλοιπους, κυρίως, όμως, εστιάζει στην παραδοσιακή φύση του έρωτα και το τι μπορεί να κάνει κανείς για τις παραξενιές του –, δεκαπέντε χρόνια μετά το ντεμπούτο του, το βιβλίο έγινε αιτία να θεωρηθώ ύποπτος για την υπόθεση του Γιουναμπόμπερ…”

Τελικά τούτο το γραπτό δεν είναι αυτοβιογραφία. Δεν έχει καν τον… εγωισμό μιας αυτοβιογραφίας. Στιγμές λογοτεχνικής τρέλας είναι αυτό. Θύμησες από το χρονικό μιας ευφάνταστης ζωής. Χορός εικόνων και λέξεων. Αρώματα, γυναικεία και ανδρικά, ήχοι και σταγόνες αλκοόλ και όλα μαζί συμπυκνωμένα σε δοχείο με μελάνι. Και το χαρτί, ένα μεγάλο μυστήριο που μεταμορφώνεται στη σκέψη του Ρόμπινς σε ένα μυθιστόρημα, σε ένα μπουκάλι μπύρα ή σε μια τύπισσα που χορεύει τον Χορό των επτά πέπλων

Φτάνοντας στο τέλος. Διαβάζοντας:

“…Όταν το 2000 ήρθε η ώρα να γίνει η επιμέλεια του Αγριεμένοι Ανάπηροι Επιστρέφουν από Καυτά Κλίματα– του βιβλίου μου για την CIA και την Παρθένο Μαρία, και τον αντισυμβατικό πράκτορα ο οποίος αγαπά, μισεί και επαναπροσδιορίζει και τις δυο–, τα πράγματα είχαν ήδη αλλάξει. Έστειλα το χειρόγραφο στη Νέα Υόρκη με FedEx, έκανα μασάζ στον λαιμό της γυναίκας μου και απόλαυσα ένα τζακούζι. Όσο για την Θιβετιανή Ροδακινόπιτα, όταν πειστώ ότι έχει τελειώσει, θα πατήσω το πλήκτρο «Αποστολή» στο υπολογιστή και, με κάποια μελαγχολία και ανησυχία, θα το εμπιστευτώ στα 0 και τα 1…”

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]