Η φωνή: η γερασμένη αλλά σθεναρή, η σοφή αλλά τραχιά, η proto-punk αλλά εκλεπτυσμένη, η ασυνήθιστη αλλά τόσο οικεία. Η φωνή, που έχει τραγουδήσει έξοχα από Cole Porter μέχρι Ivan Kral, κι από Jobim μέχρι Bowie, που κάποτε είχε βαφτιστεί ως μια από τις 100 σπουδαιότερες όλων των εποχών (περιοδικό Mojo, Οκτώβριος 1998), και η οποία μάλλον δεν έχει εκθειαστεί όσο της αξίζει. Αυτή η φωνή είναι που όχι μόνο διαπερνά και χαρακτηρίζει τον 17ο δίσκο του κατόχου της -του Iggy Pop, δηλαδή- αλλά και αναδεικνύει όπως ακριβώς τους αξίζει, την μεστότητα των στίχων και των συνθέσεων που αυτός περιέχει.

Η προεργασία για το Post Pop Depression ξεκίνησε, ως γνωστόν, στις αρχές του περασμένου έτους, με τον Pop να στέλνει στίχους στον Josh Homme (Kyuss, Queens of The Stone Age, Desert Sessions, Them Crooked Vultures, Eagles of Death Metal, παραγωγή στα πιο πρόσφατα άλμπουμ των Arctic Monkeys), καθώς και προσωπικές του σημειώσεις πάνω στην προ ετών συνεργασία του με τον David Bowie. Ο Homme απάντησε με δικούς του στίχους, μέχρι που οι δυο τους βρέθηκαν από κοντά κι άρχισαν να δουλεύουν πάνω σε ημιτελείς μέχρι εκείνη τη στιγμή ιδέες.

Το άλμπουμ που προέκυψε, με τη βοήθεια του Dean Fertita (The Dead Weather) και του Matt Helders (Arctic Monkeys) ακουμπά από τη μια στο ύφος που καθιέρωσε ο Homme στους Queens of The Stone Age, στο πρότζεκτ των Desert Sessions αλλά και στα πιο πρόσφατα άλμπουμ των Arctic Monkeys (πιασάρικο ροκ, ταυτόχρονα γκρουβάτο και εγκεφαλικό) και από την άλλη στη δουλειά του Pop με τον David Bowie, στα τέλη της δεκαετίας του 1970.

Ο Bowie έφυγε από τη ζωή δύο και κάτι μήνες πριν από την κυκλοφορία του Post Pop Depression και το στίγμα του πάνω στο Post Pop Depression είναι έντονο, όχι μόνο γιατί το δικό του στυλ είναι μια από τις βασικές συνθετικές και ηχητικές παραγωγές, αλλά και γιατί το γεγονός του θανάτου του δεν μπορεί παρά να βαρύνει τη συνολικότερη αναστοχαστική ατμόσφαιρα του δίσκου -ο Bowie ήταν αυτός που ανέστησε εν πολλοίς την καριέρα του Iggy Pop πίσω στα 1970.

Το άλμπουμ ξεκινά με δύο ερωτικά τραγούδια, το Break Into Your Heart και το Gardenia, ζοφερά ως προς τους στίχους τους, αλλά ρυθμικά -και αξιομνημόνευτα στην απλότητά τους- ως προς το μουσικό τους στυλ. Το επόμενο track, American Valhalla, συνεχίζει στο ίδιο ηχητικό μονοπάτι, αλλά στιχουργικά αγγίζει ένα ευρύτερο πλαίσιο: ο αφηγητής του τραγουδιού κάνει έναν απολογισμό της ζωής του, απολογισμό που από τη μία δεν του άφησε χρέη (οικονομικά ή άλλα), αλλά από την άλλη δεν του άφησε και οφέλη -εν τέλει, τον άφησε μετέωρο, να αναζητά (μάταια;) το αμερικανικό αντίστοιχο της Βαλχάλα των Βίκινγκς.

Ακολουθεί το κατά τη γνώμη μου μοναδικό ανούσιο τραγούδι του δίσκου -το In The Lobby· και μετά έρχεται το Sunday, χορευτικό, ιδανικό για ραδιόφωνα και κλαμπ και ούτω καθεξής, με έναν ρυθμό που θα ζήλευαν οι Chic!, ο Boz Scaggs, ο Bowie, αλλά ολοσκότεινο στιχουργικά. Ο αφηγητής διαθέτει τα πάντα: τέλεια δουλειά, τέλειο σπίτι, τέλεια ρούχα -κι αυτό ακριβώς τον σκοτώνει σιγά-σιγά, με μόνη του παρηγοριά να περιμένει την Κυριακή, δηλαδή, την μόνη μέρα κατά την οποία δεν χρειάζεται να κάνει τίποτα. Το κομμάτι χαρακτηρίζεται όχι μόνο από το ρυθμό του και το ερμηνευτικό στίγμα του ίδιου του Iggy Pop, αλλά και από τα πολύ όμορφα γυναικεία φωνητικά, όπως επίσης και από το κλείσιμό του, μια ορχηστρική coda με έγχορδα και πνευστά, που δεν θα ήταν παράταιρη σε δίσκο των Beirut.

Το Vulture είναι ένα πολύ ενδιαφέρον τραγούδι, με στοιχεία world music και μελωδία που σου μένει. Το German Days δείχνει να μιλά για τις διονυσιακές μέρες που πέρασε ο Pop στο Βερολίνο, παρέα με τον Bowie, ενώ το Chocolate Drops είναι κατά τη γνώμη μου η καλύτερη σύνθεση του δίσκου, ένα ατμοσφαιρικό blue-eyed soul κομμάτι, επίσης ζοφερό στιχουργικό, αν εξαιρέσεις ίσως τον τελευταίο στίχο του ρεφρέν (που μπορεί να αναγνωσθεί ως πιο αισιόδοξος από όλους τους υπόλοιπους ή ακόμα πιο σκοτεινός).

Το τελευταίο τραγούδι είναι ένα υπόδειγμα για το πώς μπορείς να κάνεις ευφυές, πιασάρικο ρεφρέν χρησιμοποιώντας μόνο μια λέξη -αυτήν του τίτλου (Paraguay).

Αν, όπως φημολογείται, το Post Pop Depression είναι ο τελευταίος δίσκος του Iggy Pop, τότε είναι ο ιδανικότερος αποχαιρετισμός -ένα από τα καλύτερα άλμπουμ της σόλο καριέρας του. Αν, όμως, δεν είναι κάτι τέτοιο, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι το ξεκίνημα για μια νέα, εξαιρετικά δημιουργική φάση στο έργο του.

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]

About The Author

Γεννήθηκε στο Χολαργό το 1980 και σπούδασε Επικοινωνία και ΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στη μουσικολογία, στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Είναι υποψήφιος διδάκτορας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Τον Απρίλιο του 2013 εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα, με τίτλο «Ελληνική Ασφυξία» (Εκδόσεις των Συναδέλφων), υπό το ψευδώνυμο Ηλίας Νίσαρης. Κείμενά του, είτε με το πραγματικό του όνομα είτε με το ψευδώνυμο, έχουν δημοσιευτεί επίσης σε διάφορα περιοδικά του ηλεκτρονικού και έντυπου Τύπου (3pointmagazine.gr, να ένα μήλο, Metropolis Free Press, Fractal Press, thecricket.gr, mixtape.gr, bibliotheque.gr, To Παράθυρο, Ποιητική, HUMBA! κ.ά.) Διατηρεί το blog www.eliasnisaris.blogspot.gr , ενώ κάθε Δευτέρα, από τις 12 έως τις δύο το μεσημέρι, παρουσιάζει την εκπομπή Wax Trash στον ιντερνετικό σταθμό www.indiegroundradio.com. Το βιβλίο του με τίτλο “Το Ορφανό Αριστούργημα”, υπό το πραγματικό του όνομα, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Εύμαρος.

Related Posts