Ένας από τους διαχρονικούς προβληματισμούς της πολιτικής φιλοσοφίας αφορά τη σχέση της ηθικής με την άσκηση της πολιτικής εξουσίας.  Μεταξύ της ιδεατής ταύτισης και της πραγματικής απόκλισης, οι παραλλαγές είναι αμέτρητες και θα μπορούσαν να συνοψιστούν στο απλό σκεπτικό ότι το ήθος παραμένει πάντα το αιτούμενο ακόμα κι όταν έμπρακτα δηλώνεται μια σταθερή αντινομική σχέση ανάμεσα στις δύο έννοιες.

Αντίθετα από την ηθικά ρευστή άσκηση της πολιτικής εξουσίας, το επιστημονικό πεδίο είναι σαφέστερα καθορισμένο από ένα δεοντολογικό πλαίσιο, που δεσμεύει ηθικά τους επιστήμονες του εκάστοτε κλάδου ως προς την έρευνα και εφαρμογή της γνώσης που συλλέγουν και κατέχουν. Τα ηθικά ζητήματα που έχουν προκύψει από τη ραγδαία ανάπτυξη των βιολογικών επιστημών, ειδικότερα, έχουν οδηγήσει στη δημιουργία ενός νέου κλάδου, της βιοηθικής. Ιδιαίτερη βαρύτητα έχει επίσης αποκτήσει τα τελευταία χρόνια η ηθική διερεύνηση των πηγών χρηματοδότησης πολλών επιστημονικών μελετών ώστε να αποφευχθούν απόπειρες διαστρέβλωσης ή εργαλειοποίησης της γνώσης για ιδιοτελή κίνητρα. Κοινώς, αντίθετα από τους επαγγελματίες πολιτικούς, οι επιστήμονες είναι μαθημένοι να δρουν επαγγελματικά βάσει ηθικών κανόνων.

Η απαίτηση επίδειξης ήθους από τους επιστήμονες γίνεται οξύτερη όταν αυτοί συνεργάζονται στενά με την πολιτική εξουσία, όπως συμβαίνει  εδώ και πολλούς μήνες για τη διαχείριση της πανδημίας. Η απαίτηση είναι οξύτερη επειδή ο μέσος άνθρωπος, λόγω εύλογης άγνοιας, εναποτίθεται με εμπιστοσύνη στους κατόχους της επιστημονικής γνώσης, που υπόσχεται εξ ορισμού την καλύτερη δυνατή προστασία της σωματικής του υγείας με τις μικρότερες δυνατές επιπτώσεις στις υπόλοιπες εκφάνσεις της ζωής του.

Η πρόσφατη γνωστοποίηση του γεγονότος ότι, αντίθετα από τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης,  η ούτως ή άλλως αντισυνταγματική απαγόρευση του εορτασμού του Πολυτεχνείου δεν βασιζόταν σε σχετική γνωμοδότηση της Επιτροπής ειδικών εγείρει ένα διπλό ερώτημα ως προς το ήθος των εμπλεκόμενων μερών. Όσον αφορά την κυβέρνηση, θα μπορούσαμε, κυνικά μιλώντας, να  θεωρήσουμε ότι είμαστε για άλλη μία φορά μάρτυρες της αντινομικής σχέσης μεταξύ ηθικής και άσκησης της πολιτικής εξουσίας. Όσον αφορά όμως τα μέλη της Επιτροπής ειδικών, η διαπίστωση της εκ μέρους τους σιωπηρής αποδοχής της απουσίας ήθους των πολιτικών συνεργατών τους τούς καθιστά συνένοχους σε μια πολύ σοβαρή συνταγματική εκτροπή. Δηλώνει έμπρακτα μια βαθιά αντιδημοκρατική αντίληψη του πολιτικού γίγνεσθαι, τόσο ως προς τη θέση του πολίτη εντός μιας αστικής δημοκρατίας όσο και ως προς την προστασία των συντεταγμένων της Πολιτείας. Το πολιτειακό πρόβλημα που τίθεται από αυτή τη στάση των επιστημόνων αποκτά τις πλήρεις του διαστάσεις όταν λάβουμε υπόψη μας ότι η απαγόρευση της πορείας της 17ης Νοεμβρίου συνοδεύθηκε από την καταστολή πολλών άλλων διαδηλώσεων στην Αθήνα και την επαρχία, εδραιώνοντας έκτοτε την ουσιαστική απαγόρευση κάθε συλλογικής διαμαρτυρίας για οποιοδήποτε θέμα.

Εάν δεχόμασταν το επιχείρημα ότι τα μέλη της Επιτροπής ειδικών έκριναν, από κοινού με την κυβέρνηση, πως η δημόσια υγεία προέχει της ελευθερίας, θα ήταν αδύνατον να εξηγήσουμε τους επικείμενους επίσημους εορτασμούς για τα 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821 καθώς μπορούμε εύλογα να υποθέσουμε ότι οι Οθωμανοί είχαν κάθε λόγο να θέλουν τους υπήκοους της αυτοκρατορίας τους ζωντανούς και υγιείς. Ζωντανούς και υγιείς, αλλά ραγιάδες. Στο όνομα του συνθήματος Ελευθερία ή θάνατος, οι ραγιάδες αποφάσισαν όμως να θυσιάσουν την ίδια τους τη ζωή, όχι απλά την υγεία τους, προκειμένου να αποκτήσουν αυτό που θεωρούσαν ως υπέρτατο αγαθό, την ελευθερία τους.

Εάν δεχόμασταν το επιχείρημα ότι τα μέλη της Επιτροπής ειδικών νοούν τον ρόλο τους ως πολιτικά ουδέτερο, εγγράφονται νοερά σε ένα παράλληλο προς την πολιτική σύμπαν και, κατ’ επέκταση, αποφεύγουν επιμελώς να εμπλακούν στη λήψη πολιτικών αποφάσεων, θα έπρεπε να χαρακτηρίσουμε αυτή τη στάση ως δηλωτική μιας λανθασμένης αντίληψης του περιβάλλοντος κόσμου που, με τη σειρά της, θα ήταν δηλωτική ψυχικής διαταραχής. Είναι αδύνατον να θεωρούν ότι η χάραξη μιας πολιτικής δημόσιας υγείας δεν αποτελεί σήμερα αναπόσπαστο μέρος της όλης κυβερνητικής πολιτικής, με άμεσο αντίκτυπο στον πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό βίο. Εξίσου αδύνατον είναι να μην αντιλαμβάνονται ότι εργαλειοποιούνται ως κυβερνητικό άλλοθι για την επιβολή και εδραίωση μιας ελευθεροκτόνας μορφής διακυβέρνησης.

Εάν υποθέσουμε ότι η Επιτροπή ειδικών απαρτίζεται από ψυχικά πάσχοντες, η επικινδυνότητά της είναι προφανής. Εάν υποθέσουμε ότι απαρτίζεται από άτομα που ενστερνίζονται μια αντιδημοκρατική κοσμοαντίληψη και συνεργούν συνειδητά στην εφαρμογή της, η επικινδυνότητά της είναι προφανής. Εάν υποθέσουμε ότι απαρτίζεται από άτομα που θυσιάζουν τις πολιτικές τους απόψεις προκειμένου να διατηρήσουν την συγκυριακή τους εξουσία, η επικινδυνότητά της είναι προφανής.  Σε κάθε περίπτωση, η συμμετοχή της στο πολιτικό πεδίο είναι πολιτειακά ολέθρια.

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]

About The Author

Η Αναστασία Τσουκαλά γεννήθηκε στην Αθήνα το 1962. Σπούδασε Νομικά στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και έκανε διδακτορικές σπουδές στο Université Paris 1 Panthéon-Sorbonne. Είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Université Paris-Saclay, ερευνήτρια στο Université de Paris και μέλος του ΔΣΑ. Έχει διατελέσει σύμβουλος και εμπειρογνώμων σε ευρωπαϊκά και ελληνικά θεσμικά όργανα. Υπήρξε μέλος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Ασχολείται με τις μορφές του κοινωνικού ελέγχου, και τις διαδικασίες χάραξης και νομιμοποίησης των πολιτικών ασφάλειας προκειμένου να αναδείξει τις συγκρούσεις τους με το κράτος δικαίου και τα δικαιώματα του ανθρώπου.

Related Posts