Είναι αρκετά συνηθισμένο σε άρθρα που μιλούν για τον Νίκο Παπατάκη να γίνεται αναφορά στο μυθιστορηματικό χαρακτήρα της ζωής του: γεννημένος στην Αντίς-Αμπέμπα από Έλληνα πατέρα και μητέρα Αιθιόπισσα, ο Ν. Παπατάκης (5/7/1918-17/12/2010), μεταξύ άλλων, πολέμησε κατά των φασιστών του Μουσολίνι στο στρατό του Χαϊλέ Σελασσιέ, έζησε στο Λίβανο και την Ελλάδα, δουλεύοντας σε δουλειές του ποδαριού, πέρασε από το Παρίσι, παντρεύτηκε την Ανούκ Εμέ (αλλά και αργότερα, την επίσης ηθοποιό Όλγα Καρλάτου), είχε σχέση με το γνωστό μοντέλο Christa Pafgen (η οποία, όταν αποφάσισε να κάνει στροφή στην καριέρα της και να ασχοληθεί με τη μουσική, υιοθέτησε προς τιμήν του το ψευδώνυμο Nico), ίδρυσε το περιβόητο καμπαρέ Le Rose Rouge – που ανέδειξε καλλιτέχνες όπως ο Μπορίς Βιάν κι η Ζυλιέτ Γκρεκό -, βοήθησε τον Τζον Κασσαβέτη να γυρίσει την πρώτη του ταινία – τις Σκιές, που άνοιξαν τον δρόμο για αυτό που σήμερα αποκαλούμε «ανεξάρτητο κινηματογράφο»˙ και, μέσα σε όλα αυτά, υπήρξε κι ο ίδιος σκηνοθέτης, γυρίζοντας, κατά τη διάρκεια της ταραχώδους του ζωής, πέντε ιδιαίτερα σημαντικές ταινίες.

Ανάμεσα σε αυτές, η «Φωτογραφία», που φέτος συμπληρώνει 30 χρόνια ζωής (κυκλοφόρησε το 1986) και που προβλήθηκε πρόσφατα στο Γαλλικό Ινστιτούτο. Η «Φωτογραφία» είναι η προτελευταία ταινία του σκηνοθέτη και η μία εκ των δύο ελληνόφωνων: εκτυλίσσεται το 1971, με γυρίσματα στην Ελλάδα και τη Γαλλία.

Η ιστορία που αφηγείται το φιλμ έχει μια φαινομενικά απλή αφετηρία: ο νεαρός Ηλίας (Άρης Ρέτσος), πρόσφατα απολυμένος από το στρατό, όπου υπηρέτησε δύο χρόνια περισσότερο από το κανονικό και υπό ιδιαίτερα άσχημες, τραυματικές συνθήκες (καθότι γιος κομμουνιστή), αναζητεί έναν τρόπο να φύγει από την Καστοριά και να εργαστεί στο εξωτερικό. Ελπίζει να πάει να βρει στη Γαλλία τον Γεράσιμο (Χρήστος Τσάγκας), μακρινό ξάδερφο του νεκρού πλέον πατέρα του, και, γι’ αυτό ζητά τη βοήθεια του μεγαλοβιοτέχνη Αντώνη (Χρήστος Βαλαβανίδης), ο οποίος γνωρίζει την ακριβή διεύθυνση του Γεράσιμου στο Παρίσι. Ο Αντώνης αρνείται κατηγορηματικά και εγκαλεί δημόσια τον νεαρό, προφασιζόμενος την κομμουνιστική δράση του Ηλία και το γεγονός πως ο ίδιος είναι αγνός πατριώτης, πιστός στο δόγμα «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» (στην πραγματικότητα, όπως τόσοι και τόσοι «πατριώτες», δεν είναι ιδιαίτερα έντιμος και δεν θέλει επ’ ουδενί ο Γεράσιμος, που ζει αποκομμένος από όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα, να μάθει πως τα λεφτά που καταθέτει κάθε μήνα στην τράπεζα για τους ηλικιωμένους γονείς του, που έχουν μείνει πίσω στο χωριό τους, καταλήγουν στην τσέπη του Αντώνη).

Μέσα στην απογοήτευσή του από αυτήν την τόσο κραυγαλέα απόρριψη, ο Ηλίας περιμαζεύει τυχαία από το δρόμο τη φωτογραφία μιας όμορφης τραγουδίστριας που εκείνον τον καιρό έχει κάνει ένα μεγάλο σουξέ. Αργότερα, όταν επιτέλους φτάνει στο Παρίσι (χάρη στη βοήθεια κάποιου άλλου), αντί να πει στον Γεράσιμο την αλήθεια σχετικά με τη γυναίκα της φωτογραφίας, του αναφέρει πως πρόκειται για την αδερφή του.

Στη συνέχεια, η ταινία επικεντρώνεται στην – αποτυχημένη, επίσης λόγω δακτύλου του Αντώνη – προσπάθεια του Ηλία να βρει δουλειά στα γουναράδικα που έχουν ανοίξει στη συνοικία Μπον Νουβέλ οι μετανάστες από την Καστοριά. Μέχρι που ένα βράδυ, ο Γεράσιμος αναφέρει στον Ηλία πως έχει ερωτευτεί την κοπέλα της περιβόητης φωτογραφίας και ζητά από τον νεαρό να μεσολαβήσει προκειμένου ο Γεράσιμος να γνωριστεί μαζί της δια αλληλογραφίας και τελικά να την παντρευτεί.

Κι εκεί είναι που αρχίζει ο παραλογισμός: διότι ο Ηλίας – για τον οποίο μαθαίνουμε σταδιακά πως η θητεία του στον στρατό δεν ήταν απλώς δυσάρεστη, αλλά πως έχει κλονίσει για τα καλά την ψυχική του υγεία – αντί να λύσει την παρεξήγηση, την εμβαθύνει ακόμα περισσότερο, χτίζοντας, για κανέναν απολύτως λόγο, ένα ολόκληρο παιχνίδι, μια πλεκτάνη που δεν εκκινεί από τη μοχθηρία του αλλά που σίγουρα δεν είναι ό,τι θετικότερο. Μέσα στην παραφροσύνη του, βρίσκει έναν τρόπο ώστε να φαίνεται πως η ανύπαρκτη αδερφή όντως στέλνει γράμματα στο σπίτι στο Παρίσι.

Κι ο τραγέλαφος όλο και διογκώνεται, ο Ηλίας κι ο Γεράσιμος παρασύρονται σε μια δίνη παραλογισμού – μια ιστορία που είναι ταυτόχρονα ιδιαίτερα δυσάρεστη και ιδιαίτερα κωμική για τον θεατή, έτσι μαεστρικά που είναι δοσμένη από τον Παπατάκη. Παρόλο που η σκηνοθεσία είναι λιτή, είναι οι ερμηνείες των δύο ηθοποιών (Ρέτσου και Τσάγκα), αλλά και το αρτιότατο σενάριο και η αριστοτεχνική χρήση του μοντάζ – ειδικά στο δεύτερο μισό του φιλμ – από πλευράς του Παπατάκη, που σε καθηλώνουν.

Πρόκειται για ένα αριστουργηματικό φιλμ, σπάνιο τόσο για το σενάριό του όσο και για τον τρόπο που αυτό το σενάριο έχει αποτυπωθεί στην οθόνη. Ο Άρης Ρέτσος, κάπου ανάμεσα στη «Μανία» και τους «Απέναντι» του Γιώργου Πανουσόπουλου (δύο άλλους σπουδαίους ρόλους του), δίνει μια συναρπαστική ερμηνεία, που αποδίδει τέλεια την παραφροσύνη, τη μικρότητα του Ηλία, τόσο σε επίπεδο λόγου και εκφράσεων του προσώπου, όσο και επίπεδο σωματικό – η τόσο ιδιαίτερη στάση του, ο τρόπος που τρέχει ή περπατά ή κουτρουβαλά ή σκαρφαλώνει σε κάποιες συγκεκριμένες σκηνές είναι μοναδικός – ενώ, απέναντί του, ο Χρήστος Τσάγκας αποδίδει με «ήρεμη δύναμη» τον μοναχικό, λιτό αλλά υπόγεια προβληματικό Γεράσιμο.

Θα μπορούσε να ειπωθεί πως η ταινία θυμίζει έναν Καφκικό εφιάλτη: σε ένα πρώτο επίπεδο, σε αντίθεση με τα πεζά του σπουδαίου Τσέχου συγγραφέα, αυτό το αίσθημα του παραλόγου στο οποίο εμπλέκεται ο Ηλίας (κι έπειτα εμπλέκει και τον Γεράσιμο) δεν φαίνεται αν είναι άνωθεν ή έξωθεν επιβεβλημένο, αλλά έσωθεν. Κανείς δεν του ζήτησε, κανείς δεν τον υποχρέωσε να παγιδεύσει τον εαυτό του και τον Γεράσιμο σε μια τέτοια παρεξήγηση.

Ωστόσο, μια πιο ενδελεχής ανάλυση, μας βοηθά να καταλάβουμε αυτό που μας εξηγεί στην τελική σκηνή κι ο ίδιος ο κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας: πως ο κλονισμός της ψυχικής του υγείας δεν προήλθε από τον ίδιο, αλλά ήταν αποτέλεσμα ενός απάνθρωπου, φασιστικού καθεστώτος. Τα προβλήματα του Ηλία προέρχονται από τον τρόπο που του φέρθηκε η δικτατορία, από τους βασανισμούς στους οποίους τον υπέβαλε. Περαιτέρω, η δικτατορία, μέσα στην παραφροσύνη της και την απανθρωπιά της, είναι αυτή που δεν του αφήνει κανένα περιθώριο – λόγω των κομμουνιστικών φρονημάτων του νεκρού πατέρα του – να βρει δουλειά στην Ελλάδα και τον αναγκάζει να φύγει μακριά – και εκεί, γνωρίζοντας τον Γεράσιμο, να τον παρασύρει σε όλο αυτό το παιχνίδι παραλογισμού. Από εκεί ξεκινά την ταινία του ο Παπατάκης, και, με την ξεχωριστή αφηγηματική δεινότητα που τον διακρίνει, εκεί επιστρέφει.

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]