Ποτέ δεν ακολουθούσα με όρους ενημέρωσης και όποια γνώσης την εξέλιξη της εγχώριας rap, hip hop και γενικά street μουσικής, αν ο όρος μπορεί να είναι δόκιμος. Αλλά τι μπορεί να σημαίνει ‘’δόκιμο’’ όταν ακούς έναν δίσκο που αφεαυτού αποφεύγει να εγκλωβιστεί σε εμμονικά μοτίβα; Street λοιπόν, δρόμος, έξω και αναγκαστικά μέσα. Κι όλα αυτά με αποφάσεις για τις οποίες ποτέ δεν ρωτηθήκαμε. Ο δίσκος «Χωρίς εισιτήριο» του Βασίλη Ράλλη έπεσε στα χέρια μου πριν λίγες μέρες. Δεν τον γνώριζα ως δημιουργό. Αλλά τώρα περιμένω κι άλλα. Ακολουθεί μια track-by-track καταγραφή εντυπώσεων της πολύ αξιόλογης κατάθεσής του.

Ταράτσα: η θεματική -αθηναϊκή, ρουτινιάρικη αδράνεια- υπογραμμίζεται από ρετρό υπονοούμενα όπως ήχους πικ απ, riffs από την pop των 70s. Ένα κομμάτι περιστρεφόμενο γύρω από τον εαυτό του που ωστόσο δεν μηρυκάζει την υπερδεκαετή κοινωνική κατρακύλα. Ένα προσωπικό mantra που ανεβαίνει το κλιμακοστάσιο πολυκατοικιών μέσα στις οποίες τίποτε δεν άλλαξε απ’ όταν οι πρώτοι τους ένοικοι έμειναν εκεί πριν από 40 ή 50 χρόνια. Υποβλητικό beat που σε συνδυασμό με τις τρομπέτες ίσως δηλώνει ότι ο δίσκος δεν θα πουλήσει μετεφηβική εκτόνωση. Για να δούμε. (Σημειώνεται το διακριτικό support από τον MC Yinka του οποίου τα φωνητικά στο ρεφρέν μοιάζουν με ένα φιλικό και ενθαρρυντικό χτύπημα στην πλάτη του δημιουργού.)

Πάρε ανοιχτά: ένα στερεό street άκουσμα, στιχουργικά και μουσικά. Τα γυναικεία soul φωνητικά (Χρυσάνθη), ίσως ξενίζουν σε σχέση με το πνιχτό ραπάρισμα. Θα περίμενε κανείς ο γυναικείος τόνος να συνεισφέρει πιο πριν. Ένα κομμάτι που αν ο Ράλλης είχε πραγματικά ανάγκη να συμπεριλάβει στο δίσκο, θα μπορούσε να το τοποθετήσει παρακάτω. Η «Ταράτσα» προετοίμασε για ενδοσκόπηση ενώ το «Πάρε ανοιχτά» ένιωσα να σηκώνει κάπως απλουστευτικά το δάχτυλο. Ένα άρτιο ωστόσο αποτέλεσμα που αρκείται στο να κρατήσει ζεστό έναν νέο ακροατή αλλά όχι και να τον ξαφνιάσει.

 

Αστυνόμος: ατόφια urban rap προσευχή. Η Meli συνδράμει τον Ράλλη και σκάει με υπέροχη προφορά και εκφορά τον αγγλικό στίχο. Όχι παραγνωρίσιμο στοιχείο όταν θες να ενώσεις Αθήνα, Charlottesville, Σαντιάγο και Παρίσι και όπου αλλού αυτό το καταληκτικό ‘’amen’’ πυροδοτεί την αντίσταση και καθιστά μανιφέστο τους απλούς και ‘’αυθόρμητους’’ στίχους σαν και του «Αστυνόμου». Ο Killah P νομίζω θα χαμογελούσε ακούγοντάς το.

Κυρ-Καστανά: επιβεβαιώνεται η υποψία ότι ο Βασίλης Ράλλης αρνείται πεισματικά να παραδώσει την πατρίδα όλων μας, την παιδική ηλικία, στη μαυρίλα που αλλάζει ονόματα: μνημόνια, ναζί, σάπιες κυβερνήσεις, καραντίνες. Ισχυρή δήλωση που κολυμπά με απλωτές σε βραδινό ουρανό όπου συνορεύει η Καραϊβική, τα κεντροευρωπαϊκά έγχορδα και μια electro ατμόσφαιρα που ξανά μένει πίσω για να αφήσει το έδαφος στη σύγκριση με τα δικά μας βιώματα. Μακράν το πιο ολοκληρωμένο κομμάτι μέχρι εδώ.

Διαστημόπλοιο: εδώ συντίθεται σε οντότητα ένα άλλο στοιχείο που υπέβοσκε σχεδόν σε όλα τα προηγούμενα κομμάτια. Ο Βασίλης Ράλλης είναι δημιουργός τύπου ‘’homo ludens’’, του ανθρώπου που παίζει. Η μουσική του δεν είναι μόνο απευθυντέα στο κοινό του. Είναι και μια προσωπική του διαδικασία που περιεργάζεται πάνω στο χαλί μέσα σε ένα στενό δωμάτιο κάπου στην πρωτεύουσα. Το κανονάκι δεν είναι ρετρό. Αλλιώς οι χιλιάδες παιχταράδες του ρεμπέτικου και σμυρναίικου που έχει βγάλει αυτή η δεκαετία θα βάδιζαν μάλλον σε λάθος κατεύθυνση. Η πρόσκληση του Ράλλη προς αυτούς με έκανε να νιώσω ζεστασιά. “Πάλι καλά’’ που τέτοιοι δίσκοι δεν μας φλομώνουν στην διδαχή μιας ατάραχης επαναστατικότητας.

Χωρίς εισιτήριο: το κομμάτι μού θύμισε μια θαμμένη μέσα μου υπόθεση. Ποιος θυμάται πια το βράδυ της 13ης Αυγούστου του 2013 όταν ο 19χρονος Θανάσης Καναούτης έχασε με τραγικό τρόπο τη ζωή του πέφτοντας από τρόλεϊ στην οδό Παναγή Τσαλδάρη στο Περιστέρι, μετά από πάλη που προηγήθηκε με τον ελεγκτή; Τα δικαστήρια δικαίωσαν τον ελεγκτή. Αλλά για 1,20€ ένας 19χρονος πέθανε. Τα λόγια του κομματιού θα μπορούσαν να είναι τα ανέμελα λόγια του λίγο πριν μπει ο ελεγκτής. ‘’Ψωροκορώνα γράμματα στον τζόγο της ζωής’’ θα συμπλήρωνε ο Σιδηρόπουλος σε αυτό το naïve τραγούδισμα που για όποιον έχει ρουφήξει την ανθρωπίλα των σταθμών μετρό του Πανεπιστημίου, του Συντάγματος, της Ομόνοιας, είναι απλά η αλήθεια εκείνων των καθημερινών, πανομοιότυπων διαδρομών.

Χελώνα: το πειραγμένο εναρκτήριο swing επιβεβαιώνει την παιγνιώδη διάθεση του Βασίλη Ράλλη. Όμως το παιχνίδι με αρχετυπικά παιχνίδια, και στην προκειμένη περίπτωση οι Αισώπειοι μύθοι, είναι δίκοπο μαχαίρι. Αλλά ο MC μας του δίνει και καταλαβαίνει φτάνοντας στον τερματισμό πριν τον αιώνιο λαγό. Όλα αρμονικά δεδομένα: vintage φάση, ο Yinka σαν σχολιαστής αγώνα δρόμου μεταξύ χελώνας και λαγού, το αρχειακό μουσικό υλικό και εκείνο το ‘’τα λέμε’’ να κλείνει με μια άρση που υπογραμμίζει ότι «μάγκα μου λαγέ, δεν τελειώσαμε».

Disco Brown: κι άλλο ξάφνιασμα. Ενώ ο Ράλλης σού έχει δώσει την εντύπωση ότι θα αξιοποιήσει την βαθιά του πίστη στη φωνή και στους στίχους του, το μόλις 1.18 instrumental αυτό ορυκτό βγαίνει στην επιφάνεια και διευρύνει το πεδίο. Σταμάτησα να γράφω και το έβαλα στο repeat. Ξεκίνησα και πάλι. Ναι, επιμένω στα παραπάνω.

Τίποτα: ξεχωρίζω το περίτεχνο μουσικό δίχτυ πάνω στο οποίο χοροπηδάει ένας στίχος που, ωστόσο, δεν καινοτομεί. Στο μουσικό κομμάτι εντάσσω και τις μιμητικές αλλαγές της χροιάς από τον Ράλλη καθώς και τον αγγλικό στίχο (Meli) που εμπλουτίζει τον ήχο. Εξαιρετικά εφέ σε μια κρυστάλλινη και απαιτητική ηχητική επεξεργασία. Δεν ξέρω αν το κομμάτι πήρε στον δημιουργό τον χρόνο που υποπτεύομαι ότι του πήρε αλλά αυτή την εντύπωση δίνει. Εκλεκτικό κλείσιμο που δεν αποκαλύπτω γιατί αξίζει η από πρώτο χέρι ακρόασή του!

Έχω δει: το ενδιαφέρον με κομμάτια που αναφέρονται στον Γρηγορόπουλο, στην συνεχιζόμενη φτωχοποίηση του ελληνικού λαού, στον φασισμό (‘’στην αρχή του’’), τη διασπορά της πρέζας στον δημόσιο χώρο, εκτός από το όποιο καλλιτεχνικό τους βάρος, έχουν τη σημασία ντοκουμέντων. Ο Βασίλης Ράλλης φαίνεται να το αφουγκράζεται και καταγράφει με μια ‘’δημοσιογραφική’’ αποστασιοποίηση αφήνοντας το σχόλιο στη Νεφέλη Φασουλή και το αμανετζίδικο εμβόλιό της (‘’έχω δει τα μάτια σου να κλαίνε’’) καθώς και στο σχεδόν…απαραίτητο συμπέρασμα από το σόλο του μπουζουκιού. Ένα πανέμορφο κομμάτι, μέσα στον ζόφο που διαλαμβάνει.

Θέλω: παρά ή ίσως ακριβώς λόγω της επανάληψης του άκρως δημιουργικού μοτίβου της χελώνας με έναν κάπως πιο ‘’σοβαρό’’ τρόπο, νιώθω ότι ακούω κάτι που άκουσα ήδη. Μια προσθήκη που δεν προσέθεσε κάτι προωθητικό στην ακρόαση.

L.N.P.D: solid ραπάρισμα μιας γενιάς που παραμένει σιδηροδέσμια. Πανέξυπνος αυτοσαρκασμός των ηχητικών εφέ στο ρεφρέν σε φάση «τα παπάκια στη σειρά». Άνθρωποι που πιάνουν δουλειές που δεν θέλουν και μένουν στο παιδικό δωμάτιο μέχρι, μέχρι τι; Άκουσα το κομμάτι ως αυτό που ήταν. Άρα με πήγε μόνο του χωρίς το τέλος. Αυτό το στοιχείο το λες και πολύ καλό.

Να συστηθώ: δώσε Βασίλιεφ! Κυψέλη ξύλο στις παρέες, Ομόνοια παράτυπες εν κορωνοϊό γιορτές με ελαττωματικά σιντριβάνια. ‘’Μην το παίζεις πατριώτης, φάε λίγο κρέμα Γιώτης’’, ανεμογεννήτριες στ’ Άγραφα, στην Τήνο, ‘’γιατί μοιάζεις με χομπίστας, κρυφά λίγο φασίστας. Για έναν μη οπαδό της ελληνικής rap ένα κομμάτι με το οποίο θα μπορούσε να ανακαλύψει την σύγχρονη εξέλιξή της. Γιατί υπέροχοι οι Social Waste αλλά τελικά…γίνονται κι άλλα πραγματάκια.

Να πάψω να φοβάμαι: ο Ανεστόπουλος, ο Burroughs, η προσωδία των Active Member, μια ‘’radio rebelde’’ ατμόσφαιρα από Mano Negra και μια όμορφη διάρρηξη της ψυχαναγκαστικής ρίμας στο ρεφρέν (αν ο όρος καλύπτει το leitmotif του κομματιού) συνθέτουν ένα από τα κομμάτια που ξεχώρισα από τον δίσκο.

Τέλος: μια ακόμα ορχηστρική τζούρα, σαφώς απλούστερη από το Disco Brown αλλά, νιώθω, απαραίτητη μετά από τις απαιτήσεις που ο Ράλλης έθεσε στον ακροατή του στο “Να συστηθώ” και στο “Να πάψω να φοβάμαι”.

Υστερόγραφο: ο τρομακτικός κλόουν ξαναπετάγεται από το κουρδιστό κουτί. Σύνοψη μιας απολαυστικής διαδρομής, το κεφάλι πάνω κάτω, σβήσιμο ταπεινό και όχι ταπεινόφρων για μια δουλειά που άξιζε πέρα για πέρα να βγει και να ακουστεί. Και αν αξίζει και μια αυστηρά προσωπική κατάθεση: έμαθα και πήρα ιδέες από ένα είδος που ούτε κατέχω ούτε ακολουθώ πιστά. Αν αυτό συμβαίνει και σε άλλους σαν και του λόγου μου, αυτό σημαίνει ότι ο Ράλλης έχει ανοίξει δρόμο.

Αναζητήστε τους δίσκους και την πορεία του Βασίλη Ράλλη στα παρακάτω links.

FB page: https://bit.ly/3suBKIO

Bandcamp: https://bit.ly/3swb7mT

Youtube channel: https://bit.ly/3qucRLC

Instagram: https://bit.ly/3nVW8z0

 

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]

About The Author

Ο Βαγγέλης Γέττος γεννήθηκε το 1986 στην Πάτρα. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και ποινικές επιστήμες τη Nice της Γαλλίας. Έχει εργαστεί ως ραδιοφωνικός παραγωγός, ασκούμενος δικηγόρος, πολιτικός σύμβουλος, νομικός σύμβουλος ασυνόδευτων ανήλικων προσφύγων και ευάλωτων παιδιών, κειμενογράφος στη διαφήμιση και project manager ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Παράλληλα γράφει ιστορίες για παιδιά και μεγάλους, σενάρια για comics και μουσικοθεατρικές παραστάσεις. Επίσης παίζει και συνθέτει μουσική. Συμμετέχει στο μουσικό σχήμα ΕΛΕΚΡΗΤ Project παίζοντας κρητικό λαούτο και τραγουδώντας. Ζει και εργάζεται στη Λευκωσία από το 2015.

Related Posts