«Μάιος του 2020…γράφεται το Ahimsa. Και για εμάς τους ανθρώπους που ονειρεύονται, που τείνουνε προς την ελευθερία, υπάρχει μόνο περιθώριο. Μία κλίκα που πάντα μας είχε στην απ’ έξω από media, παραγωγούς, καλλιτέχνες. Τρανοί πατέρες, τσιράκια των καιρών, πλανεμένοι αστέρες στο μετερίζι των φτωχών, κάντε λίγο χώρο… για τους ταπεινούς. Νταβατζήδες της τέχνης, θεοί και παντογνώστες, η βασιλεία της τσέπης πάντα μαστούρωνε ακροατές και αναγνώστες. Στεκόμαστε ακόμα όρθιοι. Το ξέρω ότι μ’ ακούς.» Με αυτή την υπόκωφη πρόζα ξεκινά ο δίσκος-project με τον αινιγματικό τίτλο «Ahimsa» των Διονύση Φαρμάκη και της ομάδας του «Πεδίο Δ». Στο βάθος, ένα μαντολίνο που κάποτε μπορεί να στήριξε με την ίδια αφοπλιστική λυρικότητα, με την ίδια δωρική τοποθέτηση ένα μέτρο από το «Χαμόγελο της Τζοκόντα». Και θα μπορούσε να μην είναι Μάιος 2020. Γιατί Μάιος 2020 δεν υπήρξε. Φλεβάρης 2021 δεν υπάρχει. Ποιος μήνας υπάρχει μέσα σε αυτή την ατελεύτητη πανδημική κατρακύλα που κάνει τους στίχους του πρώτου κομματιού «Στεκόμαστε όρθιοι» να ακούγονται σαν μέσα από υπόνομο, από ανθρώπους, όμως, «που επιμένουν να κοιτούν τ’ αστέρια» (Oscar Wilde). Κι αν αυτό ακούγεται μελό, ας είναι. Είναι κι αυτό μια καλή λαβή για να τραβηχτείς από την κινούμενη άμμο.

Τα κομμάτια του «Ahimsa» δεν είναι tracks. Είναι κεφάλαια ενός μικρού εγχειριδίου για το πώς μπορείς να περάσεις 10’ σε μια υπόγεια διάβαση της Συγγρού, σε μια εγκαταλελειμμένη προβλήτα του λιμανιού της Πάτρας, σε κάποια μοιραία ακτή της Ηπείρου. Το ομώνυμο κεφάλαιο, λοιπόν, «Ahimsa» (No 2), φέρνει κοντά όσους μπορούν να φιλοτεχνήσουν τέτοια σκηνικά: τους poètes maudits («Νου μου δύστροπε/παραπατάς σε βόθρους και σε άνθη»), τον underground ήχο της Λένας Πλάτωνος, τον Θάνο Ανεστόπουλο. Δεν καταγράφω πιθανές επιρροές των παραπάνω επί του δημιουργού. Αντίθετα: πιθανούς συντρόφους για ένα τσιγάρο σε κάποιο από τα σημεία που προανέφερα.

Ο «Βόρβορος», τρίτος σταθμός στην παράξενη περιδιάβαση του Φαρμάκη, με κάνει να επερωτήσω προς στιγμή την πάγια εκ μέρους μου απόρριψη του μεταμοντερνισμού. Αναρωτιέμαι: ακούω κάτι που θέλει να συναρθρωθεί σε ό,τι γνωρίζουμε μέχρι τώρα ή όχι; Για λίγο, δυσκολεύομαι να απαντήσω θετικά. Αυτό το άκουσμα δεν ανήκει κάπου παρά μόνο στο δίσκο. Τελικά, ένα μεταμορφούμενο μοτίβο που θα μπορούσες να παίζεις στο παιδί σου σαν νανούρισμα εξελίσσεται σε μια κραυγή μέσα σε μια νύχτα του αρκτικού κύκλου, από αυτές που από τη μία σε βολεύουν για να κρυφτείς αλλά, από την άλλη, σπρώχνουν την κάθε σου σκέψη προς τον νότο. Γιατί: «κι όμως ζωντανός είμαι ακόμα/ να ζήσω την κόρη μου τώρα/Ελευθερία σύρε και προχώρα/το φως, στο φως, στο φως/Τώωωωωρααααα» Όχι, επιμένω στην απόρριψη του μεταμοντερνισμού: ο δίσκος αυτός έχει βαθιά θεμέλια στο σταυρωμένο σώμα της κοινωνίας, σαν ρίζες αιωνόβιας ελιάς.

Το «Μύρνον» (Νο 4) με ανατρίχιασε. Η λιτή αρχική του φόρμα, οι στίχοι από κάποιο θρανίο νυχτερινού σχολείου που εκ πρώτης άποψης ακούγονται απλοϊκοί, η επαναφορά του άχραντου μαντολίνου και η προσθήκη του βιολιού (μου έφερε παιδικές αναμνήσεις από τους Ανατολικογερμανούς City που μου έβαζε ο πατέρας μου σε νηπιακή ακόμα ηλικία) εκρήγνυνται σαν κρυμμένη μπαρουταποθήκη κάτω από ένα νωθρό Κοινοβούλιο: “Στεκόμαστε ακόμα όρθιοι/Συνέχισε/ Τώρα όλους μας ακούς”.

Αυτός ο δίσκος μοιάζει να ήρθε από το πουθενά. Το «Θα σε εκδικηθώ» δολοφονεί κάθε ψευδαίσθηση ότι στην εποχή του τέλους του homo sapiens έχουμε την άνεση να παρατάμε τους ανθρώπους που ξεχωρίσαμε και μας ξεχώρισαν γιατί έτσι. Δεν έχουμε χρόνο να ψάχνουμε αιώνια τί σημαίνει δίκαιο. Αυτή την ώρα που ο Κουφοντίνας χαροπαλεύει (ελπίζω μέχρι να δημοσιευτεί το κείμενο να μην), δεν έχουμε χρόνο να ψάχνουμε άλλους φίλους, άλλες γκόμενες, άλλες συζύγους, άλλους συνοδοιπόρους. Για κάποιο λόγο βρισκόμαστε κοντά τους. Φωτιά στα σούπερ μάρκετ που πουλάνε οικονομικές συσκευασίες ανθρώπινων σχέσεων. Αυτά που χρειαζόμαστε, αυτούς που αγαπάμε, τα θέλουμε εδώ. Ένα νέο-ρεμπέτικο trance που συναντά τις ιαχές του εμβληματικού βιβλίου «Τα θέλουμε όλα» του μεγάλου Ιταλού συγγραφέα Νάνι Μπαλεστρίνι.

 

Στην έκτη στάση του τρένου, κατεβαίνουμε στο «Σφυρί κι αμόνι». Εκεί περιμένει ήσυχα ο Κώστας Καρυωτάκης που περιμένει το τρένο για τον επόμενο σταθμό, κρατώντας έναν χαρτοφύλακα πρωτοκολλημένων εγγράφων. Από το μπροστινό βαγόνι κατεβαίνει ο Ναπολέοντας Λαπαθιώτης προσπαθώντας να αποφύγει δυο μουστακαλήδες που τον φτύνουν. Εμείς κατεβήκαμε για να συναντήσουμε τον Χρόνη Μίσσιο που θέλει να μας συστήσει έναν νεαρό μουσικό: “Έμεινα άνθρωπος ρε/ Αυτό τουλάχιστον, εγώ ακόμα μπορώ να το πω/Έλα σκοτάδι μου να μ’ αγιάσεις και πάλι/Βραχνάδα μου έμμορφη, στου κόσμου το καζάνι/ Γίνε οργή, δροσοσταλιά και ξέπλυμα/Σφυρί και αμόνι/στα μυαλά τα πέτρινα.”

Το 4o project του Φαρμάκη κλείνει με ένα μία εκλεκτική σύνθεση που δεν μπορεί να κρατήσει για τον εαυτό της το γεγονός ότι η ελληνική τραγωδία τελεί εν πλήρει εξελίξει,  ότι η Μήδεια χώρα συνεχίζει τον κοινωνικό εμφύλιο. «Γέλα για να μην κλάψεις» ή «Χαμογέλα ρε τι σου ζητάνε;». Ο κύριος Μίσσιος είχε δίκιο στο όνειρο νούμερο 6. Ο Διονύσης Φαρμάκης είναι ένας από τους διάττοντες κομήτες που περιμένεις μόνος σε μια νυχτερινή κορυφή.

Αναζητήστε τη δουλειά του Διονύση Φαρμάκη:

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]