Μια μέρα του αλλόκοτου Απριλίου του 2020, η Shameika Stepney έριξε μια ματιά στο γραμματοκιβώτιό της, χωρίς να έχει ιδιαίτερες προσδοκίες. Αυτό που βρήκε ήταν ένα σημείωμα από την παλιά της δασκάλα, Linda Kunhardt. Ευχάριστο από μόνο του, αυτό το απρόσμενο συμβάν στάθηκε αφορμή και για να πληροφορηθεί η Shameika πως μια παλιά συμμαθήτριά της τής είχε αφιερώσει ένα ολόκληρο τραγούδι.

 

Το τραγούδι τιτλοφορούταν, πολύ απλά, “Shameika” και η δημιουργός του ήταν η Fiona McAfee-Maggart -ή, όπως έγινε αργότερα διάσημη- η Fiona Apple. Γεννημένη στις 13 Σεπτεμβρίου του 1977, στη Νέα Υόρκη, η Apple είναι μια από τις πιο χαρακτηριστικές και επιτυχημένες τραγουδίστριες-τραγουδοποιούς της εναλλακτικής pop/rock στις ΗΠΑ, από τη δεκαετία του 1990 έως και τις μέρες μας – αν και όχι ευρέως γνωστή στην Ευρώπη και ειδικά στα μέρη μας. Έχοντας κυκλοφορήσει τέσσερις δίσκους από το 1996 έως και το 2012, η Apple έβγαλε το Fetch The Bolt Cutters –όπου περιέχεται και το επίμαχο “Shameika”- τον Απρίλιο του 2020, μετά από χρόνια γραψίματος, προβών, ηχογραφήσεων, παλινωδιών, αμφιβολιών.

 

Το Fetch The Bolt Cutters είναι μια σπάνια περίπτωση δίσκου που είναι ταυτόχρονα πειραματικός και πιασάρικος, ανορθόδοξα γραμμένος και ηχογραφημένος αλλά που μιλάει σε πολύ κόσμο. Αναμειγνύει στοιχεία από τα blues, την pop, τη τζαζ και την αβάν γκαρντ, χρησιμοποιώντας καθημερινά αντικείμενα ως κρουστά, γαυγίσματα σκύλων, και αλλόκοτα φωνητικά από την -συνήθως πιο συμβατική όσον αφορά την ερμηνεία της- Apple. Το πιάνο κυριαρχεί, αλλά συχνά χρησιμοποιείται περισσότερο σαν κρουστό (κατηγορία στην οποία ανήκει “επίσημα”) παρά σαν φορέας μελωδίας. Στιχουργικά, το άλμπουμ διαπνέεται στο σύνολό του από αυτό που η κριτικός του Guardian Laura Barton περιέγραψε ως “άρνηση [της Fiona Apple] να σιωπήσει”. Η τραγουδοποιός μιλά χωρίς περιστροφές για bullying, σεξουαλική και άλλη κακοποίηση, χειριστικούς νάρκισσους που , αλλά και την ανάγκη να απελευθερωθείς από τα παραπάνω. Η φράση του τίτλου προέρχεται από τη σειρά The Fall, σειρά η οποία αφορά έναν serial killer με θύματα νεαρές γυναίκες. Στο τέλος του δεύτερου κύκλου, η αστυνομικός που έχει αναλάβει να τον εντοπίσει, η Stella Gibson (Gillian Anderson) ξεστομίζει αυτή την ατάκα (ακριβής μετάφραση: “Φέρτε τον κόφτη μπουλονιών”), στην κορύφωση της έρευνας για τον εντοπισμό ενός από τα θύματα. Η ασυνήθιστη μουσικότητα αυτού του συνδυασμού λέξεων -μαζί με το συγκεκριμένο νόημα που έχει εν προκειμένω- φαίνεται να “μίλησε” στην Apple, η οποία θεώρησε πως συνοψίζει αυτή την ανάγκη απεμπόλισης δεσμών σαν τα παραπάνω.

 

Μετά από πολλές καθυστερήσεις από πλευράς της Apple, όσον αφορά το μιξάρισμα και τις ηχογραφήσεις, ο δίσκος ολοκληρώνεται στις αρχές του 2020. Η δισκογραφική Epic είχε προγραμματίσει την κυκλοφορία του άλμπουμ για τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, αλλά μετά από επιμονή της δημιουργού, το Fetch The Bolt Cutters βγήκε τελικά στις 17 Απριλίου. Η Apple αιτιολόγησε αυτή την πρόωρη κυκλοφορία ως ένα “δώρο” για το κοινό της, που είχε μόλις μπει σε καθεστώς καραντίνας, αλλά και ως ένα τρόπο να αποφύγει τις πολλές συνεντεύξεις και συναυλίες στο πλαίσιο προώθησης – ακριβώς για τον ίδιο λόγο.

 

Και όντως, το άλμπουμ “μίλησε” σε πολλούς ανθρώπους ανά την υφήλιο, ακριβώς επειδή είχε να κάνει με την απελευθέρωση από ασφυκτικές καταστάσεις, λόγω του εξομολογητικού χαρακτήρα του, αλλά και επειδή ένα μεγάλο μέρος των στίχων του και της θεματολογίας του συμπλέει με το κίνημα #MeToo.

 

Σε αντίθεση με την προσφιλή τακτική των εταιρειών, πριν από την κυκλοφορία του άλμπουμ δεν κυκλοφόρησε κάποιο single. Το “Shameika” βγήκε στις 27 Απριλίου ως ξεχωριστό single. Το τραγούδι δεν μιλά μόνο για το bullying, αλλά και για μια πραγματική -και ελπιδοφόρα- περίπτωση αντίστασης σε αυτό. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν η Apple ήταν ακόμη μαθήτρια του ιδιωτικού σχολείου St. Hilda and St. Hugh, στο Δυτικό Χάρλεμ. Ανάμεσα στα διάφορα περιστατικά εχθρικών συμπεριφορών από συμμαθήτριές της ξεχωρίζει και το εξής: στην τρίτη τάξη, η Fiona ζητά από κάποια “cool” κορίτσια να κάτσει μαζί τους, στο διάλειμμα του φαγητού. Τα “cool” κορίτσια γελάνε με απαξίωση και κακεντρέχεια. Η Shameika, μαθήτρια της 4ης, παρακολουθεί το συμβάν. Δεν γνωρίζεται καλά με τη Fiona, αλλά νιώθει την ανάγκη να την υπερασπιστεί. Έπειτα, την παίρνει απόμερα: “Γιατί τους δίνεις σημασία; Αφού έχεις δυνατότητες (potential)”. Σε αυτή τη φράση βασίζεται και το ιδιότυπο ρεφρέν του τραγουδιού (“Shameika said I had potential”), αν και το πραγματικά “κολληματικό” σημείο του τραγουδιού είναι το ριφ στο πιάνο που ακολουθεί αμέσως μετά.

 

Οι δρόμοι των δύο κοριτσιών δεν διασταυρώνονται μετά από εκείνη τη μέρα. Δεν γίνονται φίλες, ενώ μετά από λίγο καιρό η Fiona αλλάζει σχολείο. Κι άλλα γεγονότα σημαδεύουν τη ζωή της, πριν και μετά από αυτό το επεισόδιο, γεγονότα πολύ πιο αρνητικά και πιο θετικά: λίγα χρόνια αργότερα, πέφτει θύμα βιασμού, με συνέπεια να εμφανίσει διατροφικές διαταραχές και συχνές κρίσεις πανικού. Ως ενήλικας, επιβιώνει από διάφορες τοξικές σχέσεις. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 γίνεται αντικείμενο κριτικής και σάτιρας επειδή τολμά -άκουσον, άκουσον!- να παροτρύνει το κοινό του MTV -από το βήμα των βραβείων του γνωστού καναλιού- να μη χτίζει τη ζωή του με βάση το lifestyle των pop stars (περιλαμβανομένης και της ίδιας). Παράλληλα, όμως, βρίσκει όχι μόνο το θάρρος να μιλήσει δημόσια για όλα αυτά, αλλά και να γίνει μια από τις πιο γνωστές τραγουδίστριες και τραγουδοποιούς της γενιάς της, τουλάχιστον όσον αφορά τις ΗΠΑ. Και τα πέντε στούντιο άλμπουμ της, περιλαμβανομένου και του Fetch The Bolt Cutters, μπαίνουν στο Top 20 της χώρας. Ηχογραφήσεις της χρησιμοποιούνται σε γνωστές ταινίες. Η ίδια συνεργάζεται με μουσικούς όπως o Bob Dylan, αλλά και ο γιος του, Jakob. Σε όλο αυτό το διάστημα, το περιστατικό με τη Shameika λάμπει ως ένας φάρος καλοψυχίας και θετικότητας μέσα στο γενικότερο χάος, και η Fiona το ανακαλεί συχνά στη μνήμη της. Αποφασίζει να γράψει ένα τραγούδι για αυτό, τραγούδι που μιλά και για την παιδική ηλικία της γενικά, αλλά και για ανθρώπους που της φέρθηκαν με παρόμοια θετικό τρόπο κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής της.

 

Και η ίδια η Shameika; Για όσο καιρό παρέμεινε στο St. Hilda and St. Hugh, δεν έπεσε θύμα bullying από συμμαθήτριες, αλλά βίωσε το ρατσισμό από τις δασκάλες-καλόγριες. Ήδη από την εφηβεία της συμμετείχε στη rap σκηνή της Νέας Υόρκης, χωρίς ποτέ να καταφέρει να γίνει τόσο γνωστή όσο η Apple ή όσο άλλοι φίλοι και συνεργάτες της που ασχολήθηκαν με το hip hop. Συνεχίζει να ηχογραφεί με τα ψευδώνυμα Dollface ή Chyna Doll, αλλά εργάζεται κυρίως ως μεσίτρια, στην πολιτεία της Florida. Μέχρι να λάβει το σημείωμα από την παλιά της καθηγήτρια, γνώριζε μόνο αμυδρά περί της μουσικής πορείας της F. Apple, ενώ δεν είχε πληροφορηθεί για την ύπαρξη του επίμαχου τραγουδιού. Η Shameika τοποθετεί το κομμάτι που φέρει ως τίτλο το όνομά της όχι μόνο στο πλαίσιο του MeToo αλλά και σε εκείνο του Black Lives Matter, λέγοντας χαρακτηριστικά πως αποτελεί μια χειρονομία “μιας λευκής γυναίκας που χαρίζει σε μια μαύρη ένα λουλούδι”.

 

Από την πλευρά της η Apple είχε δηλώσει σε συνέντευξη πως διατηρούσε αμφιβολίες για το αν η Shameika ήταν ένα συγκεκριμένο, υπαρκτό πρόσωπο ή ένα αμάλγαμα παλιών συμμαθητριών της. Και πάλι η Linda Kunhardt ήταν αυτή που λειτούργησε ως συνδετικός κρίκος. Εκπαιδευτικός, ποιήτρια και κάτι σαν “Indiana Jones σε γυναίκα”, σύμφωνα με περιγραφή της ίδιας της Apple, η Kunhardt διάβασε την επίμαχη δήλωση της Apple και επικοινώνησε με την παλιά μαθήτριά της για να της διευκρινίσει πως η Shameika ήταν όντως πραγματικό πρόσωπο. Οι δύο μουσικοί ξαναήρθαν σε επαφή.

 

Εκτός από τη συγκίνηση της ίδιας της επανένωσης, η επικοινωνία μεταξύ της F. Apple και της S. Stepney στάθηκε αφορμή για την κυκλοφορία ενός remix του “Shameika”, με φωνητικά από αμφότερες. Ο κύκλος ολοκληρώνεται με τη Shameika να προσφέρει έναν απολογισμό της δικής της εμπειρίας από τη δεκαετία του 1980 έως και σήμερα. Το potential επιβεβαιώθηκε, η δικαίωση και η όποια γαλήνη στην όλη ιστορία ήρθε από την μόνη πηγή από την οποία θα μπορούσε να έρθει: από τη Fiona Apple και τη Shameika Stepney , κι όχι από οποιοδήποτε κακομαθημένο θεματοφύλακα του coolness, του ταλέντου, της (αυτ)αξίας.

 

 

 

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]

About The Author

Γεννήθηκε στο Χολαργό το 1980 και σπούδασε Επικοινωνία και ΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στη μουσικολογία, στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Είναι υποψήφιος διδάκτορας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Τον Απρίλιο του 2013 εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα, με τίτλο «Ελληνική Ασφυξία» (Εκδόσεις των Συναδέλφων), υπό το ψευδώνυμο Ηλίας Νίσαρης. Κείμενά του, είτε με το πραγματικό του όνομα είτε με το ψευδώνυμο, έχουν δημοσιευτεί επίσης σε διάφορα περιοδικά του ηλεκτρονικού και έντυπου Τύπου (3pointmagazine.gr, να ένα μήλο, Metropolis Free Press, Fractal Press, thecricket.gr, mixtape.gr, bibliotheque.gr, To Παράθυρο, Ποιητική, HUMBA! κ.ά.) Διατηρεί το blog www.eliasnisaris.blogspot.gr , ενώ κάθε Δευτέρα, από τις 12 έως τις δύο το μεσημέρι, παρουσιάζει την εκπομπή Wax Trash στον ιντερνετικό σταθμό www.indiegroundradio.com. Το βιβλίο του με τίτλο “Το Ορφανό Αριστούργημα”, υπό το πραγματικό του όνομα, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Εύμαρος.

Related Posts