*Μετάφραση από το άρθρο του John Zorn στους New York Times

Ο συνθέτης και σαξοφωνίστας John Zorn γράφει για τον προσωπικό φίλο του και «ήρωά του» Ennio Morricone και τους λόγους που καθιστούν τον πρόσφατα εκλιπόντα Ιταλό μαέστρο έναν από τους σημαντικότερους μουσικούς όλων των εποχών

«Ο Ennio Morricone δεν ήταν απλώς ένας από τους μεγάλους συνθέτες παγκοσμίως όσον αφορά τα soundtrack – ήταν ένας από τους μεγάλους συνθέτες παγκοσμίως, γενικά. Για μένα, η δουλειά του στέκεται δίπλα στου Bach, του Mozart, του Debussy, του Ellington και του Stravinsky, ως προς το ότι πετυχαίνει αυτή τη σπάνια συγχώνευση καρδιάς και μυαλού. Είναι τολμηρό να συγκρίνουμε τις πέντε πρώτες νότες από το φημισμένο «κάλεσμα του κογιότ» από το «Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος» με τις τέσσερις εναρκτήριες νότες από την Πέμπτη Συμφωνία του Beethoven; Η μουσική του Morricone είναι εξίσου διαχρονική.

Ο Morricone, που πέθανε την περασμένη Δευτέρα, υπήρξε πηγή επιρροής και έμπνευσης για μένα, από τη στιγμή που ήρθα αντιμέτωπος με τη δουλειά του, ως έφηβος. Το “The Ecstasy of Gold” από το «Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος», με χτύπησε με την ίδια δύναμη που με χτύπησαν αριστουργήματα του μοντερνισμού όπως η «Ιεροτελεστία της Άνοιξης», η Τέταρτη Συμφωνία του Ives και η “Arcana” του Varèse. Μοιράζεται μαζί τους την ίδια περίπλοκη ρυθμική εφευρετικότητα, το μοναδικό ηχητικό κόσμο και το πλούσιο, σαρωτικό ρομαντικό πάθος.

Ασπαζόμενος τον αιθέριο λυρισμό της Ιταλικής κληρονομιάς του, ο Morricone διέθετε ένα ασυνήθιστο χάρισμα στο γράψιμο τραγουδιών. Ήταν ένας από αυτούς τους μουσικούς που μπορούσαν να φτιάξουν μια αξέχαστη μελωδία από μια μικρή χούφτα νότες. Η σχολαστική μαστοριά του και το αυτί που διέθετε για τις ενορχηστρώσεις, τις αρμονίες, τις μελωδίες και τους ρυθμούς είχε ως αποτέλεσμα μια μουσική που ήταν τέλεια εξισορροπημένη˙ όπως με όλους τους σπουδαίους συνθέτες, κάθε νότα ήταν εκεί για κάποιον λόγο. Άλλαξε μία νότα, έναν ρυθμό, μία παύση και το μουσικό έργο γίνεται πιο «λίγο».

Έχοντας ρίζες τόσο στη δημοφιλή μουσική όσο και στην αβάν-γκαρντ, ο Morricone ήταν καινοτόμος και ανταπεξερχόταν σε κάθε νέα πρόκληση με μια φρέσκια προσέγγιση, διατηρώντας μια περιέργεια και μια παιδική αίσθηση κατάπληξης. Ήταν δεκτικός στο να δοκιμάσει νέους ήχους, νέα όργανα, νέους συνδυασμούς – σπάνια αντλούσε δεύτερη φορά από το ίδιο πηγάδι.

Ήταν άνθρωπος με ακεραιότητα και δεν άντεχε τους ανόητους. Οι ιστορίες σχετικά με τις απαντήσεις του σε βλακώδεις προτάσεις από σκηνοθέτες είναι πλέον θρυλικές, μεταξύ αυτών και μια απ’ τις πιο αγαπημένες μου: «Στην ιστορία της μουσικής, τίποτα τέτοιο δεν έχει συμβεί – κι ούτε πρόκειται». Έζησε μια σχετικά απλή ζωή, σε ένα όμορφο διαμέρισμα στη Ρώμη, ξυπνώντας νωρίς –μέχρι και στις 4:30 το πρωί- κάνοντας περιπάτους και συνθέτοντας στο γραφείο του για ώρες ατέλειωτες. Ταξίδεψε ελάχιστα.

Αυτό που πρέπει να γίνει αντιληπτό είναι ότι ο Morricone ήταν ένας μάγος του ήχου. Διέθετε μια αφύσικη ικανότητα να συνδυάζει όργανα με πρωτότυπους τρόπους. Οκαρίνα, slapstick, σφυρίγματα, θορύβους από ηλεκτρικές κιθάρες, γρυλίσματα, ηλεκτρονικούς ήχους, και ουρλιαχτά τη νύχτα: τα πάντα ήταν ευπρόσδεκτα, αρκεί να είχαν δραματικό αποτέλεσμα. Στη δεκαετία του 1960, η ηλεκτρική κιθάρα είχε αποκτήσει πλέον κεντρική θέση στην παλέτα του και ο ίδιος είχε τη δυνατότητα να εντάξει το όργανο αυτό σε ένα μεγάλο εύρος από ασυνήθιστα πλαίσια, με δραματικό τρόπο. Στο Svegliati e Uccidi (αγγλ. τίτλος: Wake Up and Die, 1966), έβαλε τον κιθαρίστα να μιμηθεί το ρατ-α-τατ-τατ ενός οπλοπολυβόλου μέσα από το κανάλι αντήχησης με ελατήρια ενός ενισχυτή, ενώ η οδηγία του προς το μουσικό να ακουστεί σαν ακόντιο είχε ως αποτέλεσμα έναν από τους πιο έντονους ήχους κιθάρας που ηχογραφήθηκαν ποτέ, στο «Κάποτε στη Δύση».

Η μαεστρία του σε ένα ευρύ φάσμα ειδών και οργάνων τον κατέστησε ένα μουσικό μπροστά από την εποχή του. Μπορούσε να ερευνήσει εκτενείς τεχνικές σχετικά με το επιστόμιο μιας τρομπέτας, στο πλαίσιο ελεύθερου αυτοσχεδιασμού, το πρωί˙ να σκαρώσει μια σαγηνευτική ενορχήστρωση σε στυλ big band για κάποιον pop τραγουδιστή το απόγευμα˙ και να γράψει ένα καψαλιστό soundtrack ταινίας το βράδυ. Αυτού του είδους η ανοιχτή προσέγγιση παραμένει ο τρόπος του μέλλοντος – και, προσωπικά, ήταν ένα πρότυπο που με διαμόρφωσε.

Ο Morricone είναι πιο γνωστός για τη δουλειά του στις ταινίες, αλλά δεν θα πρέπει ποτέ να ξεχνάμε τον μεγάλο κατάλογό του «απόλυτης» μουσικής – τις λόγιες συνθέσεις του. Εκεί η μουσική πηγάζει κατευθείαν από την καρδιά του. Κι όμως, τα όσα κατόρθωσε στον προκλητικό και περιοριστικό κόσμο της φιλμικής μουσικής δεν αποτελούν τίποτα λιγότερο από θαύμα. Εκεί, η πελώρια φαντασία του, η ακουστική οξυδέρκειά του για το δραματικό στοιχείο, ο βαθύς λυρισμός, η κατεργάρικη αίσθηση του χιούμορ, και η τεράστια καρδιά του βρίσκουν φωνή μέσα από μια μεγαλειώδη και αριστοτεχνική μουσικότητα. Η καλλιτεχνική ελευθερία ήταν το πιστεύω του, και το άψογο γούστο του και η έμφυτη αίσθηση της ενέργειας, του χώρου και του χρόνου ήταν χειροπιαστή. Η δουλειά του απογείωνε κάθε φιλμ για το οποίο έγραφε.

Μια από τις πιο αγαπημένες αναμνήσεις μου είναι όταν τον επισκέφτηκα κατά τη διάρκεια μιας ηχογράφησης, στη Νέα Υόρκη, το 1986. Ήταν, όπως πάντα, gentleman: κομψός, προσηνής, και παραπάνω από ευγενικός προς έναν νεαρό θαυμαστή που ένιωθε ταπεινός μπροστά στον ήρωά του. Μιλήσαμε μέσω μεταφραστή για το μεγαλύτερο μέρος της κουβέντας μας, αλλά με πήρε παράμερα για μερικές στιγμές και μοιράστηκε μαζί μου συμβουλές περί σύνθεσης για ταινίες. Θα θυμάμαι για πάντα τα λόγια του εκείνη την ημέρα: «Ξέχνα το φιλμ. Σκέψου τον δίσκο του soundtrack».

Πολλοί συνθέτες αναρωτιούνται, και ίσως και ανησυχούν, αν η δουλειά τους θα συνεχίσει να ζει όταν εκείνοι θα έχουν πεθάνει – αν η συνεισφορά τους θα παραμείνει στη μνήμη των ανθρώπων και αν η μουσική τους θα θεωρείται πολύτιμη. Ο Morricone δεν είχε ποτέ τέτοιους φόβους. Η δουλειά του έχει γίνει αποδεκτή˙ ο ίδιος πέτυχε αυτή τη σπάνια ισορροπία του να ασκήσει βαθιά επιρροή τόσο στον μικρόκοσμο των μουσικών όσο και στην κοινωνία ως σύνολο. Οι ηχητικές περιπέτειές του βασίζονται αποκλειστικά στην ίδια τους την αξία, τόσο στο πλαίσιο των ταινιών για τις οποίες έγραψε όσο και από μόνες τους, ως «καθαρή» μουσική. Αυτή ήταν και η μαγεία του.

Ήταν κάτι παραπάνω από μια μουσική φυσιογνωμία. Ήταν ένα πολιτισμικό σύμβολο. Ήταν ο maestro – και τον αγαπούσα πολύ.

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]

About The Author

Γεννήθηκε στο Χολαργό το 1980 και σπούδασε Επικοινωνία και ΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στη μουσικολογία, στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Είναι υποψήφιος διδάκτορας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Τον Απρίλιο του 2013 εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα, με τίτλο «Ελληνική Ασφυξία» (Εκδόσεις των Συναδέλφων), υπό το ψευδώνυμο Ηλίας Νίσαρης. Κείμενά του, είτε με το πραγματικό του όνομα είτε με το ψευδώνυμο, έχουν δημοσιευτεί επίσης σε διάφορα περιοδικά του ηλεκτρονικού και έντυπου Τύπου (3pointmagazine.gr, να ένα μήλο, Metropolis Free Press, Fractal Press, thecricket.gr, mixtape.gr, bibliotheque.gr, To Παράθυρο, Ποιητική, HUMBA! κ.ά.) Διατηρεί το blog www.eliasnisaris.blogspot.gr , ενώ κάθε Δευτέρα, από τις 12 έως τις δύο το μεσημέρι, παρουσιάζει την εκπομπή Wax Trash στον ιντερνετικό σταθμό www.indiegroundradio.com. Το βιβλίο του με τίτλο “Το Ορφανό Αριστούργημα”, υπό το πραγματικό του όνομα, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Εύμαρος.

Related Posts