Με αφορμή τα σημερινά 82α γενέθλια του Leonard Cohen, ο Γιώργος Δρόσος φωτίζει ξανά μια από τις πιο άγνωστες, αλλά πιο ξεχωριστές στιγμές στην καριέρα του σπουδαίου Καναδού.
Ο Leonard Cohen έχει ηχογραφήσει περί τα 150 τραγούδια κατά την διάρκεια της καριέρας του, κι όμως, υπάρχει μια συγκεκριμένη ομάδα τραγουδιών (8 τον αριθμό), τα οποία επιλέγει συνειδητά να μην ερμηνεύει σε ζωντανές ηχογραφήσεις και να μην τα συμπεριλαμβάνει σε συλλογές. Το παρόν άρθρο ασχολείται με το πώς γράφτηκαν και ηχογραφήθηκαν τα τραγούδια αυτά, επιχειρώντας παράλληλα μια εκ νέου αποτίμησή τους.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, αποφασισμένος να ξαναγνωρίσει εμπορική επιτυχία στην αμερικανική αγορά, ο Cohen συμφώνησε να γράψει μουσική με τον περιβόητο παραγωγό Phil Spector. Ο Spector είχε είτε συν-γράψει είτε κάνει παραγωγή (είτε και τα δύο) σε μερικά από τα σπουδαιότερα r’n’b pop τραγούδια της δεκαετίας του 1960 (όπως τα “Be My Baby”, “You’ve Lost That Loving Feeling”, “River Deep, Mountain High”, “To Know Him Is To Love Him”, “Da Doo Ron Ron”). Καθώς τα sixties έφταναν προς το τέλος τους, προσωπικά προβλήματα αλλά και οι νέες τάσεις στην popular μουσική τον είχαν βγάλει «εκτός παιχνιδιού», ωστόσο, κατά την επόμενη δεκαετία, η καριέρα του ξανάρχιζε να γνωρίζει μιαν αναγέννηση, μέσα από παραγωγές σε δίσκους καλλιτεχνών όπως ο John Lennon, o George Harrison και o Dion.
Έχοντας γνωριστεί μέσω του κοινού τους δικηγόρου, Marty Machat, οι δύο μουσικοί άρχισαν να συνθέτουν μαζί, στο πιάνο του –κατά τα λεγόμενα του Cohen – δρακόντεια φυλασσόμενου και ιδιαίτερα ψυχρού (λόγω υπερβολικής χρήσης του κλιματισμού) σπιτιού του παραγωγού στο Λος Άντζελες. Η μεν διαδικασία της σύνθεσης υπήρξε ευχάριστη για τον Καναδό τραγουδοποιό, ωστόσο, περνώντας στο στάδιο της ηχογράφησης, το κλίμα έγινε ξαφνικά δυσάρεστο.
Αν είναι να με σκοτώσεις, Φιλ, σκότωσέ με. Αλλά μην βλάψεις τα αυτιά μου, γιατί τα χρειάζομαι
Διάφοροι βιογράφοι του Leonard Cohen, αλλά και ο ίδιος ο περίφημος τραγουδοποιός, κάνουν λόγο για μια ζοφερή ατμόσφαιρα, με όπλα και ναρκωτικά να είναι αδιαλείπτως παρόντα στο στούντιο (ακόμα και ανάμεσα στα ψωμιά ενός σάντουιτς, αναφέρει κάπου ο L.C.), με τον Spector να εμφανίζεται πάντα με σωματοφύλακες, να μιλά ακατάληπτα και να βγάζει, μάλιστα, όπλο στον διάσημο συνεργάτη του, λέγοντάς του: «Σε αγαπάω, Leonard» (ατάκα στην οποία ο Καναδός τραγουδοποιός, υπό την απειλή του όπλου, θα απαντήσει: «Ελπίζω πως όντως μ’ αγαπάς, Phil» – μια ανάλογη ιστορία είχε λάβει λίγο νωρίτερα στην ηχογράφηση του άλμπουμ Rock’n’Roll, του Τζον Λέννον: o Spector είχε πυροβολήσει μέσα στο στούντιο, κι o Λέννον, πάντα ετοιμόλογος, είχε σχολιάσει ξερά: «Αν είναι να με σκοτώσεις, Φιλ, σκότωσέ με. Αλλά μην βλάψεις τα αυτιά μου, γιατί τα χρειάζομαι»).
Είναι προφανές πως, σε ένα τέτοιο κλίμα, ο Spector είχε το πάνω χέρι στις ηχογραφήσεις, όχι μόνο όσον αφορά το ίδιο το μουσικό ύφος, αλλά και τις ίδιες τις μαγνητοταινίες, τις οποίες πήρε μαζί του χωρίς να ενημερώσει κανέναν και τις μίξαρε μόνος του – με τον Cohen να πιστεύει πως τα φωνητικά που είχε ως τότε ηχογραφήσει ο ίδιος δεν ήταν τα οριστικά και πως θα χρησίμευαν απλώς σαν οδηγός για τους μουσικούς. Η όλη ατμόσφαιρα αλλά και αυτή η με-το-έτσι-θέλω οικειοποίηση των ηχογραφήσεων από τον Phil Spector, οδήγησε τον Leonard Cohen να αποκηρύξει εν πολλοίς το άλμπουμ, αποκαλώντας την παραγωγή του συνεργάτη του ως καταστροφική και αρνούμενος, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, να παίξει «ζωντανά» κάποιο από τα οκτώ τραγούδια του δίσκου. Ούτως ή άλλως, οι κριτικές υπήρξαν μέτριες έως κακές, οι πωλήσεις το ίδιο και τα οκτώ επίμαχα τραγούδια από τα λιγότερο διασκευασμένα μεταξύ των συνθέσεων του σπουδαίου τραγουδιστή και τραγουδοποιού.
Παρόλο που είναι απόλυτα κατανοητό για τον Cohen να θέλει να πάρει απόσταση από ένα έργο του οποίου η δημιουργία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως τίποτα άλλο από τραυματική, τα ίδια τα τραγούδια που συμπεριλήφθηκαν στο έργο αυτό είναι μεταξύ των καλυτέρων του.
Το “True Love Leaves No Traces”, εκτός του ότι περιλαμβάνει μερικά από τα ωραιότερα ποιητικά του σχήματα, διαθέτει μια όμορφη, τρυφερή μελωδία που δεν έχει να ζηλέψει από αντίστοιχες σε παλιότερα άλμπουμ του σπουδαίου Καναδού. Το “Iodine”, με το τόσο ασυνήθιστο μα τόσο κολλητικό μουσικό μοτίβο της εισαγωγής, με τη σπουδαία παραγωγή του Spector, τους απεγνωσμένους στίχους και μελοδραματικά φωνητικά του Cohen, της Brenda Bryant, της Sherlie Matthews και της Clydie King, σε παρασέρνει στον μεθυσμένο του, θα έλεγε κανείς, ρυθμό με μιαν ευκολία αξιοζήλευτη. Οι παράξενοι στίχοι του Paper Thin Hotel, κι ειδικά η κατακλείδα “I found that love was out of my control” έχουν έναν λυτρωτικό χαρακτήρα, ο οποίος εντείνεται από τη ράθυμη, αλλά κολλητική μελωδία της φωνής και την περίτεχνη – τι άλλο;- ενορχήστρωση.
Το Memories – μια ωδή στην ανεκπλήρωτη επιθυμία – είναι το μόνο τραγούδι από το άλμπουμ που έχει παίξει live ο Leonard Cohen. To “I Left A Woman Waiting”, επίσης αργόσυρτο, επίσης εθιστικό μελωδικά, έχει κι αυτό – μέσα στη μελαγχολική ατμόσφαιρα που το χαρακτηρίζει – την ίδια λυτρωτική επίδραση στον ακροατή όπως και το προαναφερθέν ‘Paper Thin Hotel”. To “Don’t Go Home With Your Hard On”, κωμικοτραγικό, με φωνητικά από τον Bob Dylan και τον Allen Ginsberg, περιλαμβάνει ίσως την πιο ροκ ερμηνεία από πλευράς του Leonard Cohen. Το Fingertips δεν είναι παρά ένας φόρος τιμής στη μεγάλη μουσική αγάπη του L.C., την country, ενώ το τελευταίο, ομότιτλο με τον δίσκο κομμάτι, είναι ένα εννιάλεπτο, βραδυφλεγές αριστούργημα σύνθεσης, ενορχήστρωσης, στιχουργικής και ερμηνείας από όλους τους εμπλεκομένους.
Έστω κι αν ο ίδιος ο δημιουργός του άλμπουμ δεν είναι ευχαριστημένος με αυτό – και κυρίως με τη διαδικασία ηχογράφησής του, για τους λόγους που αναλύθηκαν παραπάνω – το Death of A Ladies’ Man στέκει ως μια ακόμα, ξεχωριστή από τις υπόλοιπες, αλλά οπωσδήποτε τρανταχτή απόδειξη της μεγαλοφυΐας του 82χρονου πλέον Leonard Cohen.
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.