Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία μιας οποιασδήποτε κατασταλτικής πολιτικής είναι η εδραίωσή της, η οποία δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς την ανά περίπτωση απαιτούμενη ευρεία κοινωνική συναίνεση. Συνήθως, μια κατασταλτική πολιτική σχεδιάζεται παράλληλα με τη στρατηγική νομιμοποίησής της που, αν είναι εφικτό, τίθεται σε εφαρμογή πριν αναγγελθεί η νέα μορφή καταστολής, διογκώνοντας την απειλή ενός συγκεκριμένου φαινομένου ώστε να πείσει την κοινή γνώμη για την αναγκαιότητα λήψης νέων αποφάσεων, και συνεχίζει να εφαρμόζεται μετά την υιοθέτηση των νέων μέτρων ώσπου να πειστεί η κοινή γνώμη για την ορθότητα της νέας κατασταλτικής πολιτικής.
Στην περίπτωση της πανδημίας δεν ακολουθήθηκε αυτός ο κανόνας επειδή η απειλή του covid-19 επήλθε απρόβλεπτα και είναι εξωγενής του πολιτικού και κοινωνικού πεδίου. Οι κυβερνητικές απόπειρες εργαλειοποίησης της πανδημίας, που τείνουν να επιβάλουν σταδιακά μια νέα μορφή διακυβέρνησης βασισμένης στην καταστολή, πυροδοτήθηκαν εκ των υστέρων. Η καταστολή αυτή, που απέκτησε αντισυνταγματικές διαστάσεις σε ό,τι αφορά τη διεξαγωγή διαδηλώσεων, νομιμοποιήθηκε σε τέσσερα εν μέρει αλληλοεπικαλυπτόμενα επίπεδα, που αντιστοιχούν σε κρατικούς φορείς θεσμικής εξουσίας και σε ιδιωτικούς φορείς διαμόρφωσης της κοινής γνώμης.
Στο πρώτο επίπεδο βρίσκεται η ιατρική Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων Δημόσιας Υγείας. Περιβεβλημένος με το αδιαφιλονίκητο κύρος της επιστήμης, ο φορέας αυτός αφενός μετάγγισε το κύρος του στις εκάστοτε κυβερνητικές αποφάσεις και, αφετέρου, ενέπνεε εξ ορισμού εμπιστοσύνη που λειτουργούσε καθησυχαστικά ως προς τους εύλογους φόβους της κοινωνίας. Η προνομιακή θέση αυτού του φορέα προκάλεσε ωστόσο ισχυρούς τριγμούς στο δημοκρατικό κεκτημένο της χώρας.
Η αδιαμαρτύρητη αποδοχή της επιβεβλημένης από την κυβέρνηση αδιαφάνειας των πορισμάτων της επιτροπής, τα οποία επικαλείτο η κυβέρνηση για να νομιμοποιήσει τις αντισυνταγματικές αλλεπάλληλες απαγορεύσεις του δικαιώματος του συνέρχεσθαι, εγείρουν πολλά ερωτήματα ως προς τον πολιτειακό ρόλο των μελών της επιτροπής.
Οι κατά καιρούς δηλώσεις αποποίησης οποιωνδήποτε πολιτικών ευθυνών, στο όνομα της αμιγώς επιστημονικής τους γνωμοδοτικής λειτουργίας, δεν μπορούν να αποκρύψουν τον ολέθριο πολιτικό αντίκτυπο της σταθερά παθητικής στάσης τους. Είτε οφείλεται σε ελλειμματική δημοκρατική συνείδηση είτε αντανακλά μια εκούσια αποδοχή χειραγώγησης εκ μέρους της κυβέρνησης, η στάση αυτή νομιμοποίησε την αντισυνταγματική απαγόρευση των εορτασμών της επετείου του Πολυτεχνείου – η οποία βασίστηκε επισήμως σε μια ανύπαρκτη εισήγηση της επιτροπής – καθώς και πολλών μεταγενέστερων συναθροίσεων. Κατ’ αυτή την έννοια, είναι πολιτειακά αδιάφορο αν για την πρόσφατη αντισυνταγματική απαγόρευση διαδηλώσεων άνω των 100 ατόμων η κυβέρνηση επικαλέστηκε την εισήγηση ενός άλλου, ουσιαστικά μη ιατρικού φορέα, της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας Δημόσιας Υγείας.
Στο δεύτερο επίπεδο βρίσκεται η συντριπτική πλειοψηφία των συστημικών ΜΜΕ που, όπως έχει καταγγελθεί επανειλημμένως, λειτουργούν πλέον ως αδυσώπητος προπαγανδιστικός μηχανισμός παραπληροφόρησης και διαστρέβλωσης της αλήθειας. Παρότι όλες οι πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι πολύ μεγάλο ποσοστό της κοινής γνώμης δεν εμπιστεύεται τα ΜΜΕ, το έλλειμμα αξιοπιστίας αντισταθμίζεται από το γεγονός ότι η συνεχής ανάγκη ενημέρωσης εξαιτίας του φόβου για την πανδημία στρέφει καθημερινά το κοινό προς τα αντιδεοντολογικά ΜΜΕ που, εκμεταλλευόμενα την σχεδόν μονοπωλιακή τους θέση στην ενημέρωση, διαμορφώνουν ένα κυρίαρχο νομιμοποιητικό πλαίσιο της καταστολής.
Στο τρίτο επίπεδο βρίσκεται η Δικαιοσύνη. Η πρόθεση των δικαστών να νομιμοποιήσουν την αντισυνταγματική καταστολή εκδηλώθηκε αρχικά με την εκφοβιστική διεξαγωγή προκαταρκτικής έρευνας από την Εισαγγελία της Θεσσαλονίκης για το ανύπαρκτο αδίκημα της διέγερσης σε ανυπακοή, δεδομένου ότι τα επίμαχα καλέσματα σε συγκέντρωση για την 17η Νοεμβρίου είχαν γίνει πριν ανακοινωθεί η σχετική απαγόρευση του αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ. Η νομιμοποιητική πρόθεση του δικαστικού σώματος εκδηλώθηκε ισχυρότερα όταν το ΣτΕ απέρριψε την αίτηση αναστολής της απαγόρευσης των εορτασμών του Πολυτεχνείου επικαλούμενο λόγους δημόσιας υγείας – αγνοώντας ή παραβλέποντας την ανυπαρξία σχετικής εισήγησης της Επιτροπής εμπειρογνωμόνων.
Στο τέταρτο επίπεδο βρίσκονται ορισμένοι πανεπιστημιακοί περιβεβλημένοι με ακαδημαϊκό και δικαιωματικό κύρος. Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι το 2011 οι συνταγματολόγοι Νίκος Αλιβιζάτος και Αντώνης Μανιτάκης υπήρξαν πρωτεργάτες της πρότασης νόμου του τότε δήμαρχου της Αθήνας, Γιώργου Καμίνη, περί περιορισμού των μικρών διαδηλώσεων ώστε να μη «νεκρώνει διοικητικά, οικονομικά και πολιτιστικά το κέντρο της Αθήνας», η οποία παραδόθηκε στους αρχηγούς των κομμάτων τον Απρίλιο του 2012. Αυτή η νομοθετική πρόταση αποτέλεσε τη βάση για τον πρόσφατο νόμο για τις διαδηλώσεις. Το 2020, οι ίδιοι συνταγματολόγοι παρενέβησαν δυναμικά στον δημόσιο διάλογο περί (αντι)συνταγματικότητας του νόμου περί διαδηλώσεων και της απαγόρευσης των εορτασμών της επετείου του Πολυτεχνείου, υπεραμυνόμενοι σθεναρά της συνταγματικότητας των δύο νομικών κειμένων. Αντιθέτως, κανένας από τους δύο συνταγματολόγους δεν τοποθετήθηκε δημόσια σχετικά με την (αντι)συνταγματικότητα του νομοσχεδίου που προβλέπει τη σύσταση αστυνομικού σώματος για τα Πανεπιστήμια.
Θα περιμέναμε εύλογα ότι οι σταθερές απόπειρες νομιμοποίησης της αντισυνταγματικής καταστολής θα απονομιμοποιούσαν τους συγκεκριμένους συνταγματολόγους, εξοβελίζοντάς τους από το δημοκρατικό πολιτικό πεδίο. Η παραμονή του Ν. Αλιβιζάτου στο πεδίο αυτό εξασφαλίστηκε αρχικά με τη δική του πρωτοβουλία να συντάξει χωρίς να έχει σχετική νομική αρμοδιότητα ένα πόρισμα για την αστυνομική βία (Το πόρισμα της επιτροπής Αλιβιζάτου: κόλαφος στη νοημοσύνη μας), το οποίο χαιρετίσθηκε με ενθουσιασμό από τα ΜΜΕ και το ΚΙΝΑΛ, που τον κάλεσε να το παρουσιάσει στη Βουλή.
Η επανένταξη του Ν. Αλιβιζάτου στο δικαιωματικό πεδίο, σε θέση ισχύος ως προς την περαιτέρω διαμόρφωσή του, εξασφαλίστηκε όμως δυναμικότερα χάρη στη συνδρομή του πανεπιστημιακού Δημήτρη Χριστόπουλου, ο οποίος ανακοίνωσε πρόσφατα τη σύμπραξή τους στην επικείμενη σύσταση ενός Παρατηρητηρίου Δικαιωμάτων επειδή η πανδημία «κλονίζει τα αξιακά βάθρα και ήδη απειλεί θεμελιώδεις αρχές του συνταγματικού πολιτισμού μας». Μεταξύ των ανησυχιών που μοιράζονται οι δύο πανεπιστημιακοί για το αύριο της δημοκρατίας είναι το ερώτημα : «Ως πότε θα ισχύουν οι περιορισμοί της συνάθροισης;».
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.