Το φάντασμα της διαθεσιμότητας στοιχειώνει εκπαιδευτικούς και μαθητές. Θέλει, όμως, κότσια την ώρα που φτάνεις στο χείλος του γκρεμού, να ισορροπείς και να στέκεσαι και πάλι στα πόδια σου...
Τα περίεργα πλάσματα, πεσμένα στα γόνατα, μουσκεύοντας το μαντήλι που τους έκρυβε τα μάτια, είπαν πως έρχονται από τόπο κολασμένο, από πόλεμο, φωτιά και πόνο. Αυτό που ζητούσαν ήταν η Γη της Επαγγελίας, τη γη που αποδίδει καρπούς και που θα πραγματοποιούσε όλα τα όνειρα τους.
Παρά την υποκριτική συμπεριφορά των ανθρώπων στον τρόπο που ζουν και συμπεριφέρονται, τα πρωτόγονα συναισθήματα μένουν πάντα τέτοια: δεν μπορείς να τα επεξεργαστείς, να τα διαχειριστείς, είσαι ανίκανος να τους επιβληθείς, είναι αδύνατον να τα κρύψεις, αδύνατον να υποκριθείς. Ο έρωτας, η πείνα και ο πόνος, διατηρούν ευτυχώς ακόμα κάτι από το «ανεξίτηλο» μέσα μας.
Ποιος θα είναι ο επόμενος που θα βρεθεί σε χαντάκι; Που θα βρεθεί μαχαιρωμένος; Χτυπημένος στο νοσοκομείο; Αν για μια μπουκιά ψωμί ελληνικό και λίγο αίμα ελληνικό που σας προσφέρουν, μαζί με τις ελληνικές μπουνιές σε μετανάστες για να «ξεβρομίσει» ο τόπος, δίνετε απλόχερα τη συγκατάθεση σας, εμπράκτως ή όχι, με λόγια ή με σιωπή...
Της άρεσε να παρομοιάζει και τους άλλους ανθρώπους με καζάνια που βράζουν. Όχι επειδή κάποιος ανάβει μια φωτιά και καίγεται ο κώλος τους, αλλά πάνω από όλα γιατί είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τον εαυτό τους σαν καζάνια: είναι δυσκίνητοι, δύσκαμπτοι, δυσκοίλιοι, δυσλειτουργικοί. Και πολλές φορές γκρι.
Μη με κοιτάς με απορία. Για σκέψου την τέχνη και τους παθιασμένους, τραγικούς, έρωτες της. Αυτοί οι έρωτες, μικρή μου, δεν προέκυψαν μέσα από «φυσιολογικές» συνθήκες, ούτε ευδοκιμήσαν μέσα σε ένα ομαλό περιβάλλον. Οι μεγάλοι έρωτες δεν γεννήθηκαν με τις πυτζάμες, αλλά με τη γύμνια και την έκθεση.
Μέσα σε ένα κόσμο που μιλάει συνεχώς, και που τίποτα δεν λέει, ένα βουητό φτάνει στα αυτιά μου και με αποσυντονίζει. Κάτι βράζει μέσα μου. Φοβάμαι πως αν δεν το βρω σύντομα θα εξατμιστεί. Ό,τι και να ‘ναι.