Πήγα στον γιατρό γιατί δεν ένιωθα καλά.  Στ’ αλήθεια αυτή τη φορά…  Μου ήταν δύσκολο να σηκωθώ το πρωί από το κρεβάτι.  Ήταν σα να έπρεπε να συνδέσω τα πόδια, τα χέρια, το κεφάλι στο σώμα μου για να αρχίσουν να λειτουργούν.  Άνοιξα τα μάτια μου και δεν ήξερα προς τα πού να κοιτάξω για να πω ότι ξημέρωσε και σήμερα.  Όπου και να κοιτούσα ο ήλιος με απέφευγε.  Κοιτούσε αλλού.  Ένιωθα τη βαρύτητα, όχι να με τραβάει στο κέντρο της γης αλλά να με πιέζει προς τα κάτω σαν όλη η γη να κυλούσε, μια τεράστια μπάλα από πάνω μου.

Θα μπορούσα να πω απλά ότι ένιωθα κουρασμένος αλλά αυτό δε θα ήταν αρκετό.  Ούτε για να περιγράψει την κατάστασή μου, ούτε για να κρατήσει το ενδιαφέρον σας.  Δεν ήμουν απλά κουρασμένος.  Ένα μέρος του εαυτού μου είχε χαθεί,  (δεν ήταν μάλλον το καλύτερο κομμάτι αυτό που είχε απομείνει),  και όλα ήταν θολά.  Αποφάσισα να πάω λοιπόν στον γιατρό.  Ως τότε όμως πέρασε αρκετός καιρός, μου είναι αδύνατον να υπολογίσω πόσο ακριβώς, που η καθημερινότητά μου ήταν η εξής…

Κατά τη διάρκεια της ημέρας, αφού κατάφερνα να σηκωθώ από το κρεβάτι σερνόμουν ως το ψυγείο και έτρωγα ένα τοστ και στην καλύτερη περίπτωση μακαρόνια.  Δεν είχα καμία απαίτηση ή προσδοκία για απόλαυση ή γεύση στο φαγητό.  Έτρωγα μόνο για να πάρω λίγη ενέργεια.  Χάζευα τα έπιπλα του σπιτιού και τις φωτογραφίες στο κινητό μου και χωρίς να το καταλάβω έπρεπε να κοιμηθώ ξανά γιατί δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς.  Έβγαινα έξω όσο πιο συχνά μπορούσα μήπως αλλάζοντας παραστάσεις κατάφερνα να βελτιώσω λίγο την κατάστασή μου.  Στο δρόμο όμως έχανα τον προσανατολισμό μου, πράγμα το οποίο θα ήταν ευχάριστο αν είχα δύναμη να συνεχίσω το δρόμο μου μέχρι να φτάσω σε ένα γνώριμο σημείο.  Αυτό που έκανα όμως ήταν να παίρνω ένα ταξί και να του ζητάω να με γυρίσει στο ψυγείο μου για ένα ακόμα τοστ (για μακαρόνια ήμουν ήδη πολύ κουρασμένος).

Έκλεινα την πόρτα πίσω μου χωρίς να θυμάμαι που ήταν να πάω και αν τελικά πήγα εκεί που έπρεπε…  Το σπίτι μου μίλαγε με ένα χαμηλό μουρμούρισμα σαν βραδύστροφος κινητήρας ντήζελ.  Ήταν το ασανσέρ που ανεβοκατέβαινε, ήταν η ζέστη του καλοκαιριού, ήταν η απουσία της που μίκραινε  το κενό ανάμεσα σε μένα και τους τοίχους; Άδειαζα τον εαυτό μου πάνω στον καναπέ σαν ένα σωρό παλιά ταλαιπωρημένα κομμάτια παζλ και τραγουδούσα χαμηλόφωνα μπροστά στη σβησμένη τηλεόραση για να μην ακούω τη μηχανή του σπιτιού να δουλεύει.  Μόλις σταματούσα με έπαιρνε ο ύπνος.

Μία μέρα πήρα την απόφαση να πάω ένα ταξίδι.  Μου φάνηκε καλή ιδέα.  Δεν είχα ακόμη ανησυχήσει τόσο ώστε να σκεφτώ να πάω σε γιατρό.  Ο φίλος μου ο Αντώνης, λοιπόν, έχει ένα δεύτερο αυτοκίνητο που δεν το χρησιμοποιεί και μου το δάνεισε να πάω όπου ήθελα.  Το δικό μου ήταν στο συνεργείο και περίμενε ένα  ανταλλακτικό για την «καρδιά του κινητήρα».  Είχε σταματήσει να λειτουργεί και θα ήταν πάλι όπως πριν, χρήσιμο και διαθέσιμο μόλις ερχόταν αυτό το ανταλλακτικό που, ευτυχώς, κάλυπτε η εγγύηση.  Τυχερό αυτοκίνητο…  Εγώ θα έπρεπε να συνεχίσω να είμαι χρήσιμος και διαθέσιμος ακόμα κι αν το δικό μου ανταλλακτικό δε λειτουργούσε όπως πριν.  Είχα μπροστά μου όμως εννέα μέρες ελεύθερες και αρκετά χρήματα.  Τα χρήματα ήταν όμως μόνο για τη βενζίνη.  Δεν μπορούσα να αγοράσω κάτι άλλο με αυτά.  Τίποτε άλλο δε θα μπορούσε να μου είναι χρήσιμο πέρα από το καύσιμο για να συνεχίσω την πορεία μου.  Αποφάσισα να πάω στο Μεσολόγγι γιατί χρειαζόμουν μια ηρωική έξοδο από την κατάστασή μου.  Σκεφτείτε σε ποια κατάσταση βρισκόμουν, που αυτό το λογοπαίγνιο όχι μόνο μου είχε φανεί αστείο αλλά με έκανε να πάω όντως προς το Μεσολόγγι.

Παλιά όταν έβλεπα τηλεόραση ήταν αδύνατον να παρακολουθήσω κάτι απ’ την αρχή ως το τέλος χωρίς να το διακόψω.  Άλλαζα συνέχεια κανάλια και αγχωνόμουν ότι βλέποντας κάτι έχανα κάτι καλύτερο που παιζόταν αλλού.  Ακόμη και μία διαφήμιση 20 δευτερολέπτων δεν μπορούσα να παρακολουθήσω ολόκληρη.  Κάπως έτσι ζούσα και τη ζωή μου.  Κάπως έτσι ήταν και το ταξίδι με το αυτοκίνητο του Αντώνη.  Έκανα ζάπινγκ σε όλη τη στερεά Ελλάδα και σε λίγη από την Ήπειρο. Πέρασα από το Μεσολόγγι αλλά έφυγα πριν καν μπω μέσα στην πόλη και συνέχισα βάζοντας ένα τούβλο στο γκάζι και με ένα cd της Eva Cassidy να παίζει επί 4500 χιλιόμετρα…

Ούτε θυμάμαι που πήγα.  Τα περισσότερα χιλιόμετρα τα έκανα σε αναστροφές και μπρος πίσω γιατί έχανα το δρόμο.  Ήθελα να πάω στον Αστακό και ξεχνούσα να στρίψω.  Έψαχνα να βρω το ‘Ακτιο και εκείνο άλλαζε συνέχεια θέση. Τώρα που γράφω δεν μπορώ να ανακαλέσω τίποτε άλλο από το ότι οδηγούσα διαρκώς και κοιμόμουν κάθε βράδυ σε άλλη πόλη.  Μια περίεργη σύμπτωση μόνο μου είχε κάνει εντύπωση.  Σε κάθε ξενοδοχείο που έμεινα, ένα κάθε βράδυ, ένα σε κάθε πόλη, ο εκάστοτε ξενοδόχος μου έδινε πάντα το δωμάτιο με τον αριθμό 108.  Το κάθε δωμάτιο με το επόμενο και το προηγούμενο διέφεραν αρκετά.  Το ένα ήταν πολυτελές και σύγχρονο, το άλλο ήταν πάνω στο δρόμο και ο θόρυβος διαπερνούσε τα φτηνά άσχημα αλουμινένια κουφώματα, ενώ άλλο ήταν τόσο μικρό που για να πάω από το κρεβάτι στην τουαλέτα έκανα μισό βήμα.  Το γεγονός όμως ότι όλα είχαν τον αριθμό 108 με έκανε να νιώθω ότι κάθε βράδυ επέστρεφα σπίτι μου.  Ήμουν ήρεμος και ο χρόνος κυλούσε για χάρη μου.

Οι μόνες φορές που αισθάνθηκα κάτι αρνητικό ήταν όταν ανησύχησα μήπως είχα αφήσει ανοιχτό κάποιο μάτι της κουζίνας αν και στην πραγματικότητα θα έπρεπε να ανησυχώ για το αν θα είναι τα δικά μου μάτια ανοιχτά όσο οδηγούσα.  Σταματούσα σε κάθε πόλη, μικρή ή μεγάλη που έβρισκα μπροστά μου, έπινα καφέ στην κεντρική πλατεία και τσιμπούσα κάτι στο πόδι.  Όταν νύχτωνε και κουραζόμουν πήγαινα σε κάποιο ξενοδοχείο, έπαιρνα το δωμάτιο 108 και κοιμόμουν όσο περισσότερο μπορούσα.  Η αλήθεια είναι ότι πέρασα ωραία.  Αυτό χρειαζόμουν, απλώς δεν έπρεπε να τελειώσει τόσο γρήγορα.  Οι εννιά μέρες όμως τέλειωσαν, όσο γρήγορα τελειώνουν πάντα οι εννιά μέρες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, και μου άφησαν μόνο μια αρκετά ευχάριστη διάθεση και, ίσως, ένα πόνο στη μέση.  Επιστρέφοντας τράκαρα το αυτοκίνητο του Αντώνη σε ένα χαμηλό τοιχάκι στη Λαμία.  Ήταν η τελευταία στάση πριν επιστρέψω και πια είχα σταματήσει να προσέχω πολύ τη διαδρομή.

Μόνο και μόνο η ιδέα ότι το σπίτι μου δεν ήταν το δωμάτιο 108 ήταν αρκετή να με αποσυντονίσει και να με κάνει απρόσεχτο.  Ο Αντωνάκης ευτυχώς δεν είπε τίποτα….  Μου φάνηκε μάλιστα ότι τον είδα ευχαριστημένο.  Ίσως περίμενε χειρότερα.  Τα χειρότερα ερχόντουσαν αλλά, δυστυχώς, όχι για το αυτοκίνητο του Αντώνη…

Βαγγέλης Μαρκαντώνης

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]
//