Το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο πηγαινοέρχεται για μέρες στα υπουργεία και στις επιτροπές, καθώς η κυβέρνηση προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε όσους θεωρούν αυτονόητη την ανάγκη ψήφισής του και σε εκείνους που νιώθουν να απειλούνται, ο καθένας για τους λόγους του. Το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜ.ΑΡ. πιέζουν για επίσπευση της διαδικασίας, η Χρυσή Αυγή κάνει λόγο για “φωτογραφικές διατάξεις”, το ΚΚΕ θεωρεί ότι ανοίγει ο δρόμος για την ποινικοποίηση του κομμουνισμού, ενώ ο Μητροπολίτης Αμβρόσιος έδωσε εντολή να χτυπούν πένθιμα οι καμπάνες της Αιγιάλειας για τρεις ημέρες, σε ένδειξη διαμαρτυρίας.
Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα πρέπει να προσαρμοστεί σύντομα στα ευρωπαϊκά δεδομένα, θεσπίζοντας σύγχρονη νομοθεσία για την αντιμετώπιση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Ποια είναι όμως η πραγματική χρησιμότητα της αντιρατσιστικής νομοθεσίας; Το 3pointmagazine.gr μελετά την ευρωπαϊκή εμπειρία και παρουσιάζει τα αντίστοιχα νομικά εργαλεία τεσσάρων χωρών.
Βέλγιο
Ο βέλγικος νόμος κατά του ρατσισμού ψηφίστηκε το 1981 και είναι γνωστός ως νόμος Moureaux. Ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Philippe Moureaux πρότεινε το νόμο μετά από σειρά ρατσιστικών επιθέσεων στην Αμβέρσα και τις Βρυξέλλες, που ακολουθήθηκαν από ένα ογκώδες αντιρατσιστικό συλλαλητήριο στη βελγική πρωτεύουσα. Ο νόμος, που ψηφίστηκε στη Βουλή με ευρεία πλειοψηφία, έκανε παράνομη την υποκίνηση σε διακρίσεις, μίσος ή βία στη βάση της φυλής, του χρώματος, και της εθνικής προέλευσης. Από τότε, η σχετική νομοθεσία έχει συμπληρωθεί και βελτιωθεί με αρκετές τροποποιήσεις.
Η γνωστότερη υπόθεση καταδίκης με βάση τον αντιρατσιστικό νόμο στο Βέλγιο είναι αυτή του ακροδεξιού κόμματος Vlaams Blok. Τον Απρίλιο του 2004 τρεις κομματικές οργανώσεις καταδικάστηκαν σε πρόστιμο άνω των 12.000 Ευρώ, ενώ το ίδιο το κόμμα αναγκάστηκε να αυτοδιαλυθεί (αν και στη συνέχεια αναδιοργανώθηκε και επανεμφανίστηκε ως Vlaams Belang). Είχε προηγηθεί η καταδίκη του Wim Elbers, ανώτερου αξιωματικού της αστυνομίας και δημοτικού συμβούλου του Vlaams Blok στις Βρυξέλλες. O Elbers κρίθηκε ένοχος για υποκίνηση μίσους μέσω e–mails που διακινούσε και καταδικάστηκε σε πρόστιμο 2.500 Ευρώ και έξι μήνες φυλάκιση με αναστολή.
Ιταλία
Τα πιο σημαντικά νομοθετικά εργαλεία εναντίον της ρατσιστικής βίας και ευρύτερα των εγκλημάτων μίσους περιλαμβάνονται στο νόμο 205 του 1993. Ο “Νόμος Μαντσίνο”, όπως αναφέρεται συνήθως, επιτρέπει στους δικαστές να αυξάνουν την ποινή κάθειρξης έως και 50% όταν αποδεικνύεται ότι το έγκλημα διαπράχθηκε “με το σκοπό της διάκρισης ή του μίσους με βάση την εθνότητα, τη φυλή ή τη θρησκεία”. Επιπλέον, ο νόμος καθιστά παράνομη την προτροπή σε βία με φυλετικά, εθνοτικά ή θρησκευτικά κριτήρια, όπως και τη διάδοση ιδεών που βασίζονται στη φυλετική υπεροχή.
Σύμφωνα με την UNAR, το Εθνικό Γραφείο κατά των Φυλετικών Διακρίσεων, τα τελευταία χρόνια σημειώνεται αύξηση των κρουσμάτων ρατσιστικής βίας, ενώ τα περισσότερα περιστατικά δεν καταγγέλλονται. Παρόλα αυτά, ο Νόμος Μαντσίνο έχει οδηγήσει σε δεκάδες συλλήψεις και δίκες. Για παράδειγμα, τον Οκτώβριο του 2001 ο εκδότης του περιοδικού Fotografare, Francesco Ciapanna, καταδικάστηκε σε φυλάκιση 13 μηνών με την κατηγορία της φυλετικής διάκρισης, λόγω ενός άρθρου του. Τον Μάιο του 2008 δεκαέξι skinheads συνελήφθησαν και σε άλλους 60 ασκήθηκε δίωξη για συμμετοχή σε νεοναζιστική οργάνωση στην περιοχή του Merano.
Γαλλία
Παρότι δεν υπάρχει ενιαίος αντιρατσιστικός νόμος στη Γαλλία, ο ρατσισμός, τα εγκλήματα μίσους αλλά και η παρακίνηση σε αυτά καλύπτονται επαρκώς από την υπάρχουσα νομοθεσία. Ο Ποινικός Κώδικας απαγορεύει σειρά πράξεων που μπορεί να γίνουν με πολιτικά, φιλοσοφικά, φυλετικά ή θρησκευτικά κίνητρα ή να οργανωθούν εναντίον συγκεκριμένων ομάδων του πληθυσμού. Ο ορισμός των απαγορευμένων διακρίσεων είναι ευρύτατος, καθώς περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, διακρίσεις βάσει φύλου, οικογενειακής κατάστασης, εμφάνισης, σεξουαλικού προσανατολισμού και ηλικίας.
Από την άλλη, η προτροπή σε διακρίσεις, μίσος ή βία απαγορεύεται από το Νόμο της 29ης Ιουλίου του 1881 για την ελευθερία του Τύπου. Συγκεκριμένα, με τροποποίηση του 1972, γίνεται ρητή η απαγόρευση της υποκίνησης ρατσιστικού μίσους. Το 2004, το γαλλικό κοινοβούλιο τροποποίησε εκ νέου το νόμο ώστε να περιληφθούν οι διακρίσεις βάσει σεξουαλικού προσανατολισμού. Για τους παραβάτες προβλέπονται ποινές φυλάκισης από έξι μήνες έως ένα έτος και πρόστιμα από 22.500 έως 45.000 Ευρώ.
Ένα μείζον πρόβλημα στη Γαλλία παραμένει η συμπεριφορά της αστυνομίας, που πολύ συχνά κατηγορείται για διακρίσεις εναντίον μειονοτήτων, όπως επιβεβαιώνει με έκθεσή της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας. Ωστόσο, η Δικαιοσύνη αντιμετωπίζει με ιδιαίτερη ευαισθησία τα εγκλήματα που τελούνται με ρατσιστικά κίνητρα. Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δίκτυο RED, το ποσοστό των υποθέσεων που αφορούσαν ρατσιστικά εγκλήματα και δεν απορρίφθηκαν από τα γαλλικά δικαστήρια έφτασε το 79,4% το 2010, ενώ οι αντίστοιχες καταδίκες αυξήθηκαν από 364 το 2006 σε 477 το 2008.
Φινλανδία
Πρόκειται για άλλη μία χώρα που δεν διαθέτει ξεχωριστό αντιρατσιστικό νόμο, με το ζήτημα να καλύπτεται από ξεχωριστές διατάξεις. Συγκεκριμένα, ο Ποινικός Κώδικας απαγορεύει την υποκίνηση μίσους (ενότητα 11:10) βάσει φυλής, χρώματος, εθνικότητας, θρησκείας, σεξουαλικού προσανατολισμού και αναπηρίας. Επίσης, στην ενότητα 6:5, προβλέπεται αύξηση της ποινής αν το έγκλημα διαπράχθηκε με ρατσιστικά κίνητρα.
Αν και η φινλανδική νομοθεσία δεν περιλαμβάνει συγκεκριμένο ορισμό της ρατσιστικής βίας, η αστυνομία χρησιμοποιεί ξεχωριστό κωδικό στις αναφορές της, όταν υπάρχει υποψία ρατσιστικών κινήτρων. Πάντως, σύμφωνα με την Φινλανδική Αστυνομική Ακαδημία, από τις 192 καταγγελίες για υποθέσεις με ρατσιστικά χαρακτηριστικά που έγιναν το 2006, μόλις 115 υποθέσεις διαβιβάστηκαν στον εισαγγελέα, και δίωξη ασκήθηκε για τις 72. Τα δικαστήρια εξέδωσαν καταδικαστικές αποφάσεις σε 57 περιπτώσεις, αλλά σε καμία δεν εφαρμόστηκε η αύξηση της ποινής. Εξάλλου, ετήσιες εκθέσεις για τα εγκλήματα μίσους έχουν συμπεράνει ότι η αστυνομία χρησιμοποιεί τον “κωδικό ρατσισμού” μόνο στο 40% των υποθέσεων στις οποίες τελικά αποδεικνύεται ρατσιστικό κίνητρο.
Δεν είναι (μόνο) ο νόμος το πρόβλημα
Κάθε χώρα προσπαθεί να αντιμετωπίσει τον ρατσισμό με διαφορετικά νομικά -και όχι μόνο- εργαλεία. Θα ήταν απλουστευτικό να θεωρηθεί η Ελλάδα το “μαύρο πρόβατο”, αφού αρκετά ακόμη κράτη δεν έχουν θεσπίσει ενιαίο αντιρατσιστικό νόμο. Σε αυτή την κατηγορία δεν περιλαμβάνονται μόνο χώρες του ευρωπαϊκού “Νότου”, όπως η Ισπανία και η Ιρλανδία, αλλά και κράτη του “πυρήνα”, όπως η Γερμανία. Βέβαια, εδώ πρέπει να γίνει ένας διαχωρισμός: σε κάποιες περιπτώσεις (όπως η Γαλλία) δεν υπάρχει ανάγκη για νέο, ξεχωριστό νόμο, αφού το ζήτημα καλύπτεται επαρκώς από την υπάρχουσα νομοθεσία, ενώ σε άλλες (όπως η Ελλάδα) υπάρχει απλώς απροθυμία για προσαρμογή.
Ωστόσο το βασικό πρόβλημα, ακόμη και στις πιο “προοδευτικές” νομικά χώρες, δεν είναι η νομοθεσία. Όπως είδαμε και στα παραπάνω παραδείγματα, η αστυνομία συχνά δεν μπορεί ή δεν θέλει να αναγνωρίσει τα ρατσιστικά κίνητρα, ενώ η δικαιοσύνη δεν κάνει πάντα χρήση των ειδικών νομικών “όπλων” στις σχετικές υποθέσεις.
Αυτό δε σημαίνει ότι ένας σύγχρονος αντιρατσιστικός νόμος θα ήταν άχρηστος στην Ελλάδα – κάθε άλλο. Παρότι η ελληνική νομοθεσία (ν. 927/1979) απαγορεύει τα εγκλήματα μίσους και την υποκίνηση αυτών, δεν παρέχει σαφή ορισμό της ρατσιστικής βίας. Σύμφωνα με μελέτες μη κυβερνητικών οργανώσεων και διεθνών οργανισμών, αυτός είναι ένας από τους λόγους που, μέχρι πρόσφατα, καμία αστυνομική έρευνα δεν είχε γίνει σε αυτή τη βάση. Ένας άλλος, πολύ σημαντικός λόγος είναι ότι οι καταγγελίες είναι ελάχιστες: όπως αναφέρουν ανεξάρτητοι ερευνητές, αυτό είναι φυσικό όταν σχεδόν στο 50% των περιπτώσεων οι παραβάτες είναι οι ίδιοι οι αστυνομικοί, λιμενικοί και άλλοι αξιωματούχοι.
Η ευρωπαϊκή εμπειρία και τα στοιχεία συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι (και) στην περίπτωση της Ελλάδας, η θέσπιση ενός ενιαίου, σύγχρονου, αυστηρού αντιρατσιστικού νόμου είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για την αντιμετώπιση των αυξανόμενων κρουσμάτων ρατσιστικής βίας. Η εφαρμογή του νόμου θα εξαρτάται από τους αστυνομικούς, οι οποίοι σε μεγάλο ποσοστό υποπίπτουν οι ίδιοι σε ρατσιστικές συμπεριφορές, ή έστω τις ανέχονται. Ακόμη και αν ψηφιστεί, ο νόμος κινδυνεύει να καταντήσει κενό γράμμα εάν δεν ενισχυθούν δομές όπως τα νεοϊδρυθέντα Τμήματα Αντιμετώπισης Ρατσιστικής Βίας, εάν δεν σταματήσει η παρεμπόδιση του έργου των διεθνών και εγχώριων οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εάν, εν ολίγοις, δεν υπάρξει μία συνολική προσπάθεια αλλαγής νοοτροπίας των αρχών και ολόκληρης της κοινωνίας.
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.