Η Μυρτώ Αλικάκη δουλεύει πολύ. Αυτή την περίοδο πρωταγωνιστεί σε δύο θεατρικές παραστάσεις και σε μία ταινία μεγάλου μήκους. Είναι όμορφος, αισιόδοξος άνθρωπος. Θα την πετύχεις να πίνει καφέ με φίλους και σε μπαράκια πάντα περιτριγυρισμένη από κόσμο. Είναι χαμογελαστή και ανοιχτή ακριβώς όπως οι άνθρωποι που νιώθουν καλά με τον εαυτό τους. Μίλησε στο 3pointmagazine.gr για τα πράγματα που αγαπάει αλλά και για όσα τη θυμώνουν.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. ” Όταν αποφάσισα να γίνω ηθοποιός δεν ήξερα ακριβώς το γιατί, όμως ήξερα από πολύ μικρή πως αυτό θέλω να κάνω. Στο σχολείο ήμουν ανακατεμένη στον θεατρικό όμιλο, στις γιορτές, σε όλα. Είμαι μοναχοπαίδι και μεγάλωσα και σε μία εποχή που ήμασταν πολύ έξω στο δρόμο, οπότε από τα καλλιτεχνικά-που μου άρεσαν όλα- δεν θα διάλεγα να κάνω κάτι μοναχικό.”
Έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό σε νεαρή ηλικία. Αυτό είχε και τα αρνητικά του.“Έχω υπάρξει πολύ τυχερή. Μου ήρθαν πολύ καλές δουλειές πολύ νωρίς και πολύ εύκολα. Αργότερα αποδείχτηκαν πολύ δύσκολες στο να τις διαχειριστώ. Γίνεσαι πολύ επιτυχημένος χωρίς να έχεις αποδείξει ότι το αξίζεις στ’ αλήθεια. Και πόσο μάλλον μέσα από την τηλεόραση. Οι άνθρωποι σε κατατάσσουν , σου κολλάνε ταμπέλες, δεν σε εμπιστεύονται. Ήμουνα και πολύ μικρή… αλλά όλα καλά.”
Μιλάει με πολύ αγάπη για τη δουλειά της.“Μου αρέσει το γεγονός ότι είμαστε παρέα και ότι παίζουμε. Είμαι πολύ ορθολογίστρια και πολύ του καθήκοντος και αυτοκαταπιέζομαι, οπότε το θέατρο είναι η διαφυγή μου, είναι η τρυπούλα απ’ όπου παίρνω αέρα. Μετά από 20 χρόνια που κάνω αυτή τη δουλειά εξακολουθώ να νιώθω όπως την πρώτη μέρα. Έχω τρομερή χαρά, με ξεκουράζει, είναι ένα είδος ναρκωτικού για μένα. Διατηρώ την αθωότητά μου ως ηθοποιός, μου αρέσει να είμαι μαθήτρια, δεν το παίζω αυθεντία. Και είμαι πολύ ευτυχής που έχω καταφέρει να βιοπορίζομαι από αυτή τη δουλειά”.
Η Μυρτώ Αλικάκη δούλεψε σε εποχές που ο ηθοποιός μπορούσε να βγάλει κάποια λεφτά. Το θέατρο όμως ήταν πάντα σε κρίση. “Η φύση του επαγγέλματος εμπεριέχει την ανασφάλεια. Ο ηθοποιός ανά τακτά χρονικά διαστήματα ψάχνει δουλειά. Επίσης ο ηθοποιός στο θέατρο ποτέ δεν έβγαζε πολλά λεφτά. Παρ’ όλα αυτά οικονομικά υπάρχει τεράστια διαφορά. Δεν υπάρχει τηλεόραση, για όσους ασχολούνταν, δουλεύουμε με ποσοστά, οι παραστάσεις είναι λιγότερες μέρες για μικρότερα χρονικά διαστήματα, με αποτέλεσμα να πρέπει να κάνεις τρεις δουλειές για να ζήσεις. Τα εισοδήματά μου έχουν μειωθεί παραπάνω από το μισό. Απλώς επειδή δεν ήμουν ποτέ φιλοχρήματη και δε ζούσα στη χλιδή, δεν έχω σοκαριστεί. Ένιωθα μια ασφάλεια και είχα μια άνεση που τώρα δεν την έχω.”
Αγαπάει τα κλασικά θεατρικά έργα γιατί αγγίζουν διαχρονικά ερωτήματα και προβληματισμούς που απασχολούν και την ίδια.“Τα κλασικά έργα έχουν αγγίξει την ουσία και θεωρώ ότι η ουσία δεν αλλάζει. Θέλω ένα κλασικό έργο να είναι ιδωμένο από μία σύγχρονη σκοπιά και αυτό δεν έχει να κάνει με τα ρούχα που φοράνε. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι είναι κατά βάση ίδιοι, τα συναισθήματά τους είναι ίδια. Όλα τα μεγάλα έργα πραγματεύονται το πόσο μικροί είμαστε όλοι. Το πόσο ο άνθρωπος δυσκολεύεται να είναι αυτός που ήθελε να είναι, άνθρωπος με το “Α” κεφαλαίο. Πόσα λάθη κάνουμε, όσο καταπιέζουμε τους γύρω μας και πόσο βγάζουμε τον κακό μας εαυτό. Αυτό είναι μαγικό όποτε το συναντάς απ’ όποιο ρεπερτόριο κι αν προέρχεται.”
Αυτήν την περίοδο συμπρωταγωνιστεί με τον Λάζαρο Γεωργακόπουλο στην παράσταση “Μένγκελε” του Θανάση Τριαρίδη στο Faust. Ο Γιόζεφ Μένγκελε είναι ένας γιατρός του Άουσβιτς ο οποίος καταστρώνει ένα σχέδιο προκειμένου να ζήσει με μία νεαρή Εβραία που έχει ερωτευτεί. Στο όνομα της αγάπης όμως, θα θυσιαστούν ανθρώπινες ζωές. “Το ‘Μένγκελε’ είναι ένα παιχνίδι. Πραγματεύεται τις λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στο κακό και στο καλό. Και πώς το καλό προάγει το καλό και αντίστροφα. Είναι ένα ρομαντικό έργο. Μιλάει για το πόσο κοντά είναι ο έρωτας και ο θάνατος. Είναι προκλητικός ο τρόπος που είναι δοσμένο το θέμα και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να υπάρχει άνθρωποι που το λατρεύουν και άλλοι που τους σηκώνεται η τρίχα.”
Ο έρωτας μπορεί να σε οδηγήσει σε περίεργα μονοπάτια, αλλά η ίδια πιστεύει ότι υπάρχουν όρια. “Εγώ δεν πιστεύω ότι μπορείς να κάνεις τα πάντα στο όνομα της αγάπης όπως ο Γιόζεφ Μένγκελε παρουσιάζεται να κάνει στην παράσταση. Εγώ είμαι φωτεινός άνθρωπος. Υπάρχουν σκοτεινά σημεία μέσα μου, τα έχω δει, τα ξέρω, αλλά δεν θα τα αφήσω να μου τσακίσουν τη ζωή. Έχω περάσει πολύ δύσκολα πράγματα και πολλές φορές έχω υποβάλλει τον εαυτό μου και μαρτύρια και αυτοκαταστροφικά πράγματα και δεν θέλω άλλο. Η ζωή είναι πολύ ωραία.”
Παράλληλα με τις θεατρικές παραστάσεις πρωταγωνιστεί και στην ταινία “Το δέντρο και η κούνια” σε σκηνοθεσία Μαρίας Ντούζα, η οποία πραγματεύεται μία οικογενειακή ιστορία σε σχέση με την πρόσφατη Βαλκανική Ιστορία. Μία γυναίκα επιστρέφει στην Ελλάδα για διακοπές από το Λονδίνο, όπου έχει μεταναστεύσει και βρίσκει εγκατεστημένη στο σπίτι του πατέρα της μία γυναίκα από τη Σερβία. Προσωπικά εξεπλάγην ευχάριστα, ωστόσο το ελληνικό κοινό γίνεται συχνά ο αυστηρότερος κριτής της εγχώριας κινηματογραφικής παραγωγής.
“Αυτή η ταινία είναι μία ασύλληπτα low budget παραγωγή. Εγώ εκνευρίζομαι με τις κριτικές όταν δε λαμβάνουν υπ’ όψιν κάποια πράγματα. Θεωρώ ότι η ταινία βάση των δεδομένων ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Είναι μια ταινία που υποτίθεται ότι είναι γυρισμένη στο Λονδίνο και στη Μακεδονία και εμείς δεν φύγαμε από τα στενά όρια της Αττικής. Το αρχοντικό σπίτι είναι στη Πλατεία Βάθη. Πάντα μπορεί κάτι να γίνει καλύτερα, αλλά θεωρώ ότι είμαι μία ταινία καθαρή σε αυτό που θέλει να πει. Είναι μία ταινία ήσυχη, δεν έχει φανφάρες και κορόνες. Σου μιλάει, σου λέει κάτι, αν θέλεις το ακούς. Εμένα αυτές οι ταινίες μου αρέσουν γενικά πάρα πολύ. Ήταν μία πολύ θετική εμπειρία για μένα, την ευχαριστήθηκα πάρα πολύ και έζησα στιγμές που θα τις θυμάμαι”.
Παρ’ ότι στον ελληνικό κινηματογράφο γίνονται τα τελευταία χρόνια πολλές και αξιόλογες δουλειές, συχνά δεν υπάρχει ανάλογη απήχηση. “Κατ αρχήν υπάρχει ένας κινηματογράφος που εξάγεται. Θεωρώ ότι εφόσον ένας σκηνοθέτης μπορεί να κάνει μία ταινία με πιο ευρωπαϊκούς κώδικες και να επικοινωνήσει με το ευρωπαϊκό κοινό, είναι πολύ καλό, ανεξάρτητα από το είδος. Και επιτέλους πρέπει να πάψουμε ως Έλληνες να τρώμε τα παιδιά μας. Κάνει ένας άνθρωπος κάτι με πραγματικά πενιχρά μέσα κι εμείς αντί να το στηρίξουμε, τον περιμένουμε στη γωνία. Αυτό είναι πάρα πολύ κουραστικό και με θυμώνει πολύ”.
“Ο ελληνικός κινηματογράφος έχει να ανατρέψει τη σχέση που δημιούργησε ο νέος ελληνικός κινηματογράφος των δεκαετιών 70′-80′. Εκεί δημιουργήθηκε ρήξη γιατί ο κινηματογράφος ήταν πολύ ειδικός. Εδώ και μία δεκαετία οι κινηματογραφιστές έχουν προσπαθήσει να έρθουν πιο κοντά με το κοινό. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και αντίστοιχες ευρωπαϊκές ταινίες, αυτές που λέμε σινεφίλ, επίσης δεν επικοινωνούν με το ευρύ κοινό. Ο πολύς κόσμος κάνει άλλες επιλογές”.
Θέατρο, κινηματογράφος ή τηλεόραση; “Μάλλον θα διαλέξω τον κινηματογράφο. Αλλά δεν είναι όπως ακούγεται. Έχει να κάνει με συναισθηματικούς λόγους. Εγώ όλο το μαρτύριο της εφηβείας το εκτόνωσα στο σινεμά. Πήγαινα 3 φορές την εβδομάδα. Γυρνούσα σπίτι, τελείωνα τα μαθήματα μου και 6 η ώρα ήμουνα στον Δαναό ή στο Πλάζα και μόνη μου έβλεπα ταινίες. Και έτσι πέρασα όλη τη μελαγχολία της εφηβείας. Και έτσι απέφυγα νομίζω τα ναρκωτικά και άλλες κακοτοπιές.”
Τη ρωτάω εάν υπάρχουν δουλειές άλλων που ζηλεύει. “Ζηλεύω ταινίες και παραστάσεις και αυτό έχει να κάνει με θεματολογίες οι οποίες με ελκύουν τρομερά. Μου άρεσε πολύ η “Τίρζα” ή το “Dogville” που έχει να κάνει με την αλλοτρίωση του ανθρώπου. Αυτό είναι ένα ζήτημα που με απασχολεί πολύ στη ζωή μου μεγαλώνοντας. Το πώς δηλαδή ένας άνθρωπος που τρώει απανωτά χαστούκια μπορεί να διατηρήσει την ανθρωπιά του, την αξιοπρέπειά του, την αθωότητα του και το να μην είσαι καχύποπτος. Νομίζω είναι πολύ δύσκολο, αλλά είναι το μοναδικό πράγμα που μπορεί να οδηγήσει σε ό,τι εννοούμε ευτυχία. Είναι άλλο πράγμα να προστατεύεις τον εαυτό σου και άλλο πράγμα να τρέμεις προκαταβολικά.”
Η συζήτηση φτάνει στα κοινωνικοπολιτικά. “Σήμερα είμαστε ως κοινωνία πνιγμένοι στις ενοχές, νιώθουμε ανασφάλεια και άρα γινόμαστε αναξιοπρεπείς και ανελεύθεροι. Εάν τρέμεις γι αυτό που θα σου συμβεί ή δεν θα σου συμβεί τελικά δεν διεκδικείς τίποτα. Πιστεύω ότι ως λαός έχουμε ελαττώματα και οι πολιτικοί μας είναι διεφθαρμένοι και έχουμε ευθύνη γιατί 30 χρόνια τους ψηφίζουμε, αλλά επίσης πιστεύω ότι η Ελλάδα έχει πράγματα μοναδικά που κάποιοι θέλουν να καπηλευτούν. Η ίδια κατάσταση επικρατεί και σε άλλες χώρες. Υπάρχει σκοπιμότητα στο να διαιωνίζεται αυτή η διαφθορά. Ο καλύτερος τόπος για να δεις καθαρά τα πράγματα είναι να πάρεις ένα παράδειγμα έξω από σένα. Η Αφρική ας πούμε είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Αλλά για να μπορούν οι πολιτικοί να διαφθείρονται, έχουν κάποιον από πίσω ο οποίος τους καλύπτει γιατί εκμεταλλεύεται τα διαμάντια, το πετρέλαιο και όλο τον ορυκτό πλούτο της Αφρικής. Από αυτό που ζούμε κάποιοι θα έχουν όφελος. Και ούτε πιστεύω ότι με αυτά που γίνονται θα αλλάξει κάτι.”
Οι καλλιτέχνες και η Τέχνη εν γένει παίζουν καθοριστικό ρόλο σε περιόδους κρίσης. “Στην πραγματικότητα δεν ξέρω τι μπορούμε να κάνουμε. Είναι πολύ οργανωμένα όλα, πιστεύω ότι αυτό που έχει προετοιμαστεί για μας θα το ζήσουμε. Η επανάσταση σου δίνει αξιοπρέπεια, σε κάνει να νιώθεις άνθρωπος. Η τέχνη έχει σαφή ρόλο. Οτιδήποτε κάνει τον άνθρωπο να σκέφτεται και να προβληματίζεται είναι σημαντικό. Δεν είναι απαραίτητη η στρατευμένη τέχνη. Η καλλιέργεια με οποιονδήποτε τρόπο είναι δύναμη, είναι αντίσταση.”
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.