My Way, My way, έτσι ήταν πάντα για τον μικροκαμωμένο -πλην κομψό- κύριο με το στραβό καπέλο. Ο Francis Albert Sinatra γεννήθηκε 12 Δεκέμβρη 1915 στο Χόμποκεν του Νιου Τζέρσι, μοναχοπαίδι του μποξέρ Anthony Martin και της Dolly Sinatra, Σισιλιάνων προσφύγων. Αν κι άργησε, πήρε την απόφαση να γίνει τραγουδιστής λίγο πριν τα 20 του, όταν είδε τον Bing Crosby σε μια εμφάνιση του, μόνο που τότε δεν ήξερε ότι το δικό του όνομα θα γινόταν πιο γνωστό, ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα της παγκόσμιας μουσικής.
Πριν καν μάθει ότι έχει τις δυνατότητες να φτάσει ψηλά, είχε μπει στη χορωδία του σχολείου και μόλις αποφοίτησε ξεκίνησε να εμφανίζεται σε τοπικά κλαμπ. Η φήμη που του έδωσαν αυτές οι εμφανίσεις και η προβολή από ραδιοφωνικούς σταθμούς της περιοχής τράβηξε την προσοχή του τρομπετίστα Harry James. Στο πλευρό της μπάντας του James ο νεαρός τότε Sinatra έκανε τις πρώτες του ηχογραφήσεις, μια συνεργασία που δεν κράτησε πολύ, αφού το 1940 ο κύριος Ol’ Blue Eyes βρέθηκε στο πλευρό του σπουδαίου τρομπονίστα Tommy Dorsey.
Τρία χρόνια ηχογραφούσαν και εμφανίζονταν μαζί, τόσο περίπου πήρε στον Frank Sinatra για να καταλάβει ότι μπορεί να τα βγάλει πέρα και μόνος του. Μια τριετία ακόμα χρειάστηκε, για να καταλάβει και το κοινό ότι αυτός ο τύπος γεννήθηκε για να τα βγάζει πέρα μόνος του. Από το 1943 μέχρι το 1946, όταν η σκόνη του Β’ Παγκοσμίου άρχισε να καταλαγιάζει, η καριέρα του Sinatra άνθισε, με μια σειρά από πολύ επιτυχημένα singles. Στα 40s δημιουργήθηκε ο όρος bobby-soxers, για τις έφηβες και νεαρές γυναίκες που πάθαιναν… εγκεφαλικά και ήταν κάτι περισσότερο από φανατικές με μουσικούς της ποπ, κυρίως (βλέπε ως παράδειγμα λίγα χρόνια αργότερα τη Beatlemania). Τα βαρύτονα φωνητικά και το στυλ του Frank Sinatra ήταν ένας από τους λόγους που δημιουργήθηκε αυτό το ρεύμα, με τον ίδιο να αποκτά προσωνύμια όπως The Voice (=η φωνή), ή The Sultan of Swoon (=ο σουλτάνος της λιποθυμίας). Βέβαια, ο ίδιος υποστήριζε ότι αυτό γινόταν επειδή, λόγω πολέμου, “υπήρχε μεγάλη μοναξιά”. Ο “Σουλτάνος” δεν είχε στρατολογηθεί, λόγω προβλήματος στο αυτί: “Ήμουν το ‘χαλασμένο’ αγόρι στα φαρμακεία, αυτός που έφυγε από τον πόλεμο”.
Το 1943 ήρθε και η πρώτη του εμφάνιση στη μεγάλη οθόνη, με τις ταινίες Reveille With Beverley και Higher and Higher και τρία χρόνια αργότερα το The House I Live In του έφερε το πρώτο του βραβείο από την Ακαδημία. Παρ’ όλα αυτά, τα χρόνια μετά τον πόλεμο επέφεραν, φυσιολογικά, μια κατηφόρα και στην καριέρα του Sinatra, η οποία μάλιστα συνεχίστηκε με αποτέλεσμα στις αρχές των 50s να χάνει τόσο το δισκογραφικό του συμβόλαιο, όσο και το κινηματογραφικό. Η κλασσική ταινία From Her to Eternity κι ο πρώτος του μη τραγουδιστικός ρόλος, του Ιταλοαμερικάνου στρατιώτη Maggio, σηματοδότησε τη μεγάλη επάνοδο του Sinatra, χαρίζοντας του και το πρώτο του Όσκαρ. Δεν έμεινε φυσικά εκεί, αφού λίγο αργότερα ήρθε κι ένα ακόμα δισκογραφικό συμβόλαιο, με την Capitol Records. Ήταν η εποχή που άρχισε να μεγαλουργεί, πιο ώριμος και με πιο “τζαζ” φωνή από ποτέ.
Έχοντας ξανακερδίσει τη φήμη του, ο “Σουλτάνος” επέστρεψε και απολάμβανε τη θέα από ψηλά. Ακολούθησαν φυσικά ένα ακόμα βραβείο από την Ακαδημία για το The Man with the Golden Arm (1955) και η… αργοπορημένη αποδοχή και επιβεβαίωση από τους κριτικούς, με την ερμηνεία του στο The Manchurian Candidate του 1962. Την ίδια στιγμή, αντίθετα, συνέχιζε τις χαμηλές πτήσεις στα charts, με αποτέλεσμα στα τέλη των 50s να ακυρωθεί το συμβόλαιο του και με την Capitol. Όχι μόνο δεν πτοήθηκε, αλλά δημιούργησε τη δική του εταιρεία, τη Reprise, καθώς και μια ανεξάρτητη εταιρεία παραγωγής ταινιών σε συνεργασία με τη Warner Bros., που ονόμασε Artanis.
Αυτό έδωσε στον Sinatra την απαραίτητη ελευθερία κινήσεων, ώστε στις αρχές των 60s να επιστρέψει στην κορυφή και του… μουσικού βουνού, παρόλο που πλέον η ροκ σκηνή είχε μπει δυναμικά στο “κυνήγι” του νεανικού κοινού. Η αρχή για τη δεύτερη μεγάλη επιστροφή του Sinatra έγινε το 1965, λαμβάνοντας από τη μία ένα Grammy για τη συνολική προσφορά του στη μουσική και από την άλλη, συμμετέχοντας ως headliner στο περίφημο Newport Jazz Festival, μαζί με τον Count Basie και την ορχήστρα του. Ήταν ακόμη η περίοδος που έκανε τις πρώτες του εμφανίσεις στο Λας Βέγκας, όπου και συνέχισε για αρκετά χρόνια να είναι η κύρια ατραξιόν του Ceasars Palace.
Όπως ήταν φυσικό, ταίριαξε αμέσως στο περιβάλλον του Βέγκας, όντας και… ιδρυτικό μέλος του “Rat Pack”, μαζί με τους Sammy Davis Jr., Dean Martin, Peter Lawford και Joey Bishop: Πότης, γυναικάς, τζογαδόρος -μια εικόνα του που συνεχώς ενισχυόταν από τον τύπο αλλά και τη μουσική του. Με τη μοντέρνα κοψιά και την αιώνια κλάση του, ακόμα και η πιο ακραία νεολαία συνέχιζε να βρίσκει κάτι οικείο πάνω του. Ο ίδιος ο Jim Morrison, λάτρης της μπλουζ, αλλά και της τζαζ, έλεγε για τον Sinatra ότι “κανείς δεν μπορεί να τον φτάσει”.
Ο συνδυασμός που παρουσίαζε το “Rat Pack” τους έδωσε μεγάλη ώθηση και είχε ως αποτέλεσμα μερικές ιστορικές ταινίες, όπως τα Ocean’s Eleven (1960), Sergeants Three (1962), Four for Texas (1963) και Robin and the Seven Hoods (1964). Στην κινηματογραφική του καριέρα όλα είχαν μπει ξανά σε μια σειρά, το ίδιο και στη μουσική, με το εμβληματικό Strangers in the Night να φτάνει στο νο.1 του Billboard και να του χαρίζει παράλληλα το Grammy του Δίσκου της Χρονιάς. Ακολούθησε και το ντουέτο Something Stupid με την κόρη του, Nancy Sinatra, που πριν λίγο καιρό είχε ταράξει τα νερά με τον φεμινιστικό -εκείνη την περίοδο- ύμνο These Boots are Made for Walking, το οποίο έφερε μπαμπά και κόρη Sinatra στο νο.1 για τέσσερις εβδομάδες την άνοιξη του 1967. Πριν το τέλος της δεκαετίας, ήρθε και το My Way, διασκευή στο γαλλικό Comme d’habitude του Claude Francois, σε στίχους του Paul Anka. Λίγο μετά την κυκλοφορία του, αποφάσισε να αποσυρθεί από τη μουσική, απόφαση που, τελικά, πήρε πίσω μερικά χρόνια αργότερα.
*Σε λίγες μέρες ακολουθεί το δεύτερο μέρος του αφιερώματος του 3pointmagazine.gr στον Frank Sinatra, με τα τελευταία χρόνια της καριέρας του, τη σχέση του με την πολιτική αλλά και τη μαφία, και τη ζωή του πίσω από τα φώτα της δημοσιότητας
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.