Τη νύχτα της 28ης Δεκεμβρίου 2011, πολεμικά αεροσκάφη των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων βομβάρδισαν μια περιοχή στα σύνορα με το νότιο Κουρδιστάν (ιρακινό Κουρδιστάν). Οι βόμβες σκότωσαν 34 άντρες, κυρίως νεαρούς, κατά την επιστροφή τους από τα ιρακινά σύνορα, τα οποία είχαν διασχίσει προκειμένου να κάνουν “διασυνοριακό εμπόριο”. Τα 34 θύματα προερχόταν από τα χωριά Güliazı (Bejuh) και Ortasu (Roboskî) στην περιοχή Uludere (Qileban) του Şırnak (Şirnex) και ανήκαν κυρίως στις ίδιες οικογένειες.
Τα χωριά Roboskî και Bejuh σχηματίστηκαν τη δεκαετία του ’90, όταν πολλοί άνθρωποι που απομακρύνθηκαν από τα χωριά τους εγκαταστάθηκαν σε αυτή την περιοχή κοντά στους συγγενείς τους, αφού οι εκτάσεις και τα χωριά τους εκκενώθηκαν από τις δυνάμεις ασφαλείας του τουρκικού κράτους.
Το “διασυνοριακό εμπόριο”, που το κράτος και οι υποστηρικτές του ονομάζουν “λαθρεμπόριο”, είναι ο μόνος τρόπος για τους ανθρώπους της περιοχής να επιβιώσουν. Οι ίδιοι δεν το θεωρούν “λαθρεμπόριο”, επειδή ποτέ δεν αναγνώρισαν τα σύνορα που τους επιβλήθηκαν. Έχουν συμμετάσχει στο «λαθρεμπόριο» από την εποχή των παππούδων τους, καθώς είχαν πάντα οικογένειες, συγγενείς ή γη στο Ιράκ, στην «άλλη πλευρά των συνόρων». Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχουν φυσικά σύνορα, στα σύνορα υπάρχει μόνο μια πέτρα με τον αριθμό 15 σκαλισμένο πάνω της.
Σε αυτές τις “εθνικές” χώρες, τα υπολείμματα μιας αυτοκρατορίας που επεκτάθηκε σε τρεις ηπείρους, οι άνθρωποι έχουν βιώσει αμέτρητα τραύματα. Από τη γενοκτονία των Αρμενίων έως τη γενοκτονία του Dersim, από τα γεγονότα της 6-7 Σεπτεμβρίου μέχρι τα στρατιωτικά πραξικοπήματα και τις αμέτρητες σφαγές στα χωριά τους. Αυτή η τελευταία σφαγή, που έμεινε στην ιστορία ως “η σφαγή του Roboski”, ήταν μία ακόμη σε μια σειρά παρόμοιων γεγονότων.
Το βράδυ της 28ης Δεκεμβρίου 2011, μια ομάδα ανθρώπων από το χωριό πήγε να κάνει ό,τι έκανε πάντοτε: «διασυνοριακό εμπόριο». Πήγαν, ως συνήθως, εν γνώσει των τοπικών στρατιωτικών μονάδων που είχαν ήδη εκκενώσει όλες τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις στην περιοχή και διευκόλυναν το έδαφος για τους διασυνοριακούς εμπόρους ένα μήνα πριν από τη σφαγή. Σύμφωνα με τον Murat Karayılan, Πρόεδρο του Εκτελεστικού Συμβουλίου της KCK (Ένωση Κοινοτήτων του Κουρδιστάν), ο χώρος όπου πραγματοποιήθηκε ο βομβαρδισμός δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ από το PKK (Κουρδικό Εργατικό Κόμμα) από το 1991, λόγω του πολύ ομαλού αναγλύφου της περιοχής.
Στην επιστροφή τους από τα σύνορα, οι άνθρωποι της ομάδας είδαν ότι οι στρατιώτες είχαν κλείσει και τους τρεις εναλλακτικούς δρόμους προς το χωριό. Δέχτηκαν προειδοποιητικές βολές και βολές από το πυροβολικό, χωρίς να ειδοποιηθούν να σταματήσουν. Ο Ubeydullah Encü, πατέρας του 13χρονου Muhammed Encü, που έχασε τη ζωή του εκείνο το βράδυ, είπε ότι είχε καλέσει τον διοικητή της μονάδας που βρικόταν κοντά στο χωριό για να τον ενημερώσει ότι μια ομάδα ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένου του παιδιού του, βρισκόταν στην περιοχή. Ο κυβερνήτης είπε στον Encü ότι γνώριζε για τους ανθρώπους εκεί και απάντησε ότι απλά έριξαν μια προειδοποιητική βολή για εκφοβισμό. Ωστόσο, τα πράγματα δεν έγιναν έτσι και η ομάδα έγινε στόχος των F-16.
Οι χωρικοί που έσπευσαν στη σκηνή μετά τον βομβαρδισμό, λένε ότι 13 άνθρωποι ήταν ακόμα ζωντανοί και τα σώματα κάποιων άλλων καίγονταν ακόμα όταν έφτασαν εκεί. Αυτοί οι άνθρωποι, που στο δρόμο συνάντησαν στρατιώτες που επέστρεφαν από την περιοχή, χρειάστηκε να κουβαλήσουν τους τραυματίες με δικά τους μέσα, καθώς καμία επίσημη βοήθεια δεν έφτασε στο σημείο, παρά το γεγονός ότι οι αρχές ήταν ενημερωμένες για το περιστατικό. Οι στρατιώτες των κοντινών στρατιωτικών θέσεων δεν έδωσαν άδεια στις ομάδες υγειονομικής περίθαλψης του Şırnak να πλησιάσουν.
«Μαζέψαμε ανθρώπινα μέλη και προσπαθήσαμε να μεταφέρουμε τους τραυματίες στις σέλες των γαιδουριών». Όλοι οι χωρικοί που ήταν εκεί εκείνη την ημέρα γνωρίζουν ότι πολλοί από τους τραυματίες πέθαναν από αιμορραγία ή από το κρύο. 17 από τα 34 θύματα ήταν παιδιά ηλικίας κάτω των 18 ετών. Όποιοσδήποτε επισκέπτεται το χωριό μπορεί να διαπιστώσει το τραύμα που προκλήθηκε στους ανθρώπους από την συγκεκριμένη τραγωδία, καθώς ακόμη υποφέρουν από κατάθλιψη, από εκείνη τη μέρα ως σήμερα, έξι χρόνια μετά.
Είναι αξιοσημείωτο ότι το γεγονός δεν αναφέρθηκε από τα τουρκικά μέσα μαζικής ενημέρωσης για περισσότερο από 12 ώρες, ενώ μερικοί από τους λίγους δημοσιογράφους που ήθελαν να το αναφέρουν παρεμποδίστηκαν από τους διευθυντές τους. Όταν οι κρατικές αρχές άρχισαν να κάνουν επίσημες δηλώσεις σχετικά με τη σφαγή, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης κατέφυγαν στον ευφημισμό και το ανέφεραν ως «συμβάν κοντά στα σύνορα του Ιράκ». Οι συζητήσεις τις επόμενες ημέρες δεν ασχολήθηκαν παρά μόνο με το ερώτημα “εάν τα θύματα ήταν λαθρεμπόροι ή τρομοκράτες” και “αν το περιστατικό ήταν ατύχημα, αμέλεια ή παγίδα”.
Η δυτική πλευρά της κοινωνίας της Τουρκίας διοργάνωσε τρεις μέρες αργότερα τις εορταστικές εκδηλώσεις της Πρωτοχρονιάς, σαν να μην είχε λάβει χώρα καμία σφαγή, ενώ οι άνθρωποι στο Roboski ζούσαν την τραγωδία τους, αφότου είδαν τους αγαπημένους γιους και αδερφούς τους να γίνονται κομμάτια.
Ευχαριστώντας τον αρχηγό του στρατού για την «ευαισθησία που έδειξε» μετά τη σφαγή, ο τότε Τούρκος πρωθυπουργός Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έδωσε το σημάδι της στάσης που θα κρατούσε το κράτος.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία των χωρικών, οι τουρκικές αρχές, που δεν επέτρεψαν στα ασθενοφόρα και τα ελικόπτερα να πάνε στο σημείο της σφαγής εκείνη τη νύχτα, έστειλαν μια ομάδα την επόμενη μέρα, για να συγκεντρώσει ανθρώπινα μέλη και μέλη ζώων και να τα κάψει -καταστρέφοντας έτσι τα αποδεικτικά στοιχεία. Ο εισαγγελέας που χαρακτήρισε τη σφαγή ως “λάθος” και υποσχέθηκε να μην συλλάβει κανέναν, έστειλε μια ομάδα να ερευνήσει τη σκηνή του εγκλήματος από αέρος με ελικόπτερο και έγραψε ότι «δεν είδαν τίποτα» στο σημείο.
Η διαδικασία προχώρησε τόσο ανακριβώς, ώστε ακόμη και τα ονόματα και ο αριθμός των θυμάτων καταγράφηκαν λανθασμένα στις αυτοψίες και, ως εκ τούτου, και στις εκθέσεις των οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων που βασίζονταν σε αυτές τις αυτοψίες. Μετά από μια σειρά ερευνών στο χωριό, σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά το περιστατικό, ιδρύματα όπως η MAZLUMDER, η Ένωση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (IHD), ο Δικηγορικός Σύλλογος του Ντιγιαρμπακίρ, η Συνομοσπονδία Συνδικάτων Δημοσίων Εργαζομένων (KESK) και η Πλατφόρμα Δικαιοσύνης για την Αδελφοσύνη (KJAP) συμφώνησαν ότι το περιστατικό ήταν πράγματι μια “σφαγή”.
Εκείνο το βράδυ, όπως ο Ferhat Encü, αδερφός ενός από τα θύματα και βουλευτής του HDP, λέει: «Το κράτος έγινε βόμβα και μας χτύπησε από τον αέρα. Το κράτος που σκόρπισε το θάνατο και μας εγκατέλειψε μόνους με τουςνεκρούς συγγενείς μας, εκτόξευσε ακόμη και απειλές εναντίον μας μετά τη σφαγή και προσπάθησε να μας εμποδίσει να θάψουμε τα θύματα δίπλα-δίπλα».
Πηγή: rojavakurdistan.gr
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.