Το επάγγελμα του λούστρου είναι υπό εξαφάνιση. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που έχουν απομείνει να βγάζουν μεροκάματο γυαλίζοντας τα παπούτσια των περαστικών. Η εικόνα του λούστρου, όπως και του λατερνατζή, αλλά κι άλλων επαγγελματιών του δρόμου, ανήκει σ’ εκείνες τις εικόνες που με την πάροδο των δεκαετιών έχασε η Αθήνα από την καθημερινότητά της.
Η εικόνα ενός λούστρου προκαλεί πλέον εντύπωση. Κάποτε όμως ήταν απόλυτα συνηθισμένη. Τη δεκαετία του 1950 το επάγγελμα του λούστρου είχε ξεκινήσει να είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο στα φτωχά στρώματα. Αφενός ήταν ένα επάγγελμα το οποίο δεν απαιτούσε σπουδές, αφετέρου η επιλογή του ήταν για πολλούς μονόδρομος στην ουσία, καθώς εκείνη την περίοδο, μετά από δέκα χρόνια συγκρούσεων, η οικονομία της Ελλάδας ήταν διαλυμένη και η επιχειρηματικότητα ανύπαρκτη.
Ανάμεσα στους λουστραδόρους βρίσκονταν πολλά παιδιά. Ασκούσαν το επάγγελμα βοηθώντας έτσι τις οικογένειες τους να επιβιώσουν, αν και τα μεροκάματα ήταν πολύ χαμηλά. Ήταν «τα παιδιά με τα καθαρά πρόσωπα που δεν μπορούσαν να βρίσκονται στο σχολείο, που οι γονείς τους βρίσκονται… κάποιοι σκοτωμένοι στον Εμφύλιο, άλλοι μετανάστες στη Γερμανία, κάποιοι σε μια δουλειά που δεν επαρκεί για να τα θρέψει. Παιδιά που κοιτάζουν με τόλμη στο αβέβαιο μέλλον τους, παιδιά που το πανεπιστήμιό τους είναι εξ ανάγκης ο δρόμος», όπως περιγράφει ο Άρης Μαραγκόπουλος στο βιβλίο του «Η άλλη Ελλάδα: 1950-1965» (εκδ. Τόπος).
Σήμερα η πραγματικότητα για την Ελλάδα είναι διαφορετική. Δεν έχει πίσω της το ίδιο σκληρό και αιματηρό παρελθόν. Έχει όμως μια δεκαετία οικονομικής κρίσης, η οποία, ενώ έδειχνε να κάνει τον κύκλο της, φαίνεται ότι θα συνεχίσει ακάθεκτα την πορεία της λόγω της πανδημίας και του τρόπου αντιμετώπισης των συνεπειών που έπληξαν την οικονομία.
Έτσι και σήμερα, το επάγγελμα του λουστραδόρου παραμένει μια αξιόπιστη λύση βιοπορισμού, με τη διαφορά ότι το μεροκάματο, αναλογικά, είναι πολύ καλύτερο. «Για κάθε ζευγάρι που καθαρίζω παίρνω τέσσερα ευρώ» μου λέει ο Χρήστος, λούστρος στη συμβολή των οδών Βουκουρεστίου και Πανεπιστημίου. Είναι μόλις 18 ετών και δουλεύει στο σημείο εναλλάξ με τον πατέρα του, ο οποίος είναι 38 ετών και κάνει τη δουλειά από τα οκτώ του. Δηλαδή από το 1990.
Το σημείο όπου κάθονται πατέρας και γιος με το κασελάκι τους, όπως λέγεται η χρυσαφένια βάση στην οποία βάζουν οι πελάτες τα παπούτσια τους για να καθαριστούν, δεν έχει επιλεχθεί τυχαία. Είναι ένα σημείο από το οποίο περνά πολύς κόσμος, και πολύς πλούσιος κόσμος. «Οι πελάτες μας ξεπερνούν τους 20 την ημέρα» λέει ο Χρήστος.
Η δουλειά τους αρχίζει από νωρίς το πρωί και ολοκληρώνεται στις 5 με 6 το απόγευμα. Βρίσκεται σε αντιστοιχία δηλαδή με το ωράριο των εργαζομένων στο κέντρο της Αθήνας. Ο Χρήστος φοράει μια λευκή μπλούζα κι ένα λευκό καπέλο. Αντιλαμβάνεσαι σύντομα το γιατί, καθώς το σημείο είναι εντελώς εκτεθειμένο στον ήλιο για πολλές ώρες. Είναι όμως πέρασμα. Τη μικρή πιάτσα των εργαζόμενων στον δρόμο συμπληρώνει ο κουλουρτζής που βρίσκεται λίγα μέτρα πιο δίπλα και τον χειμώνα μία κυρία που ψήνει κάστανα στην απέναντι πλευρά του δρόμου.
Σε αναφορά που γίνεται σε σχέση με το βιβλίο του Άρη Μαραγκόπουλου διαβάζουμε ότι τα παιδιά διαχωρίζονταν σε αυτούς που γυάλιζαν τα παπούτσια για να επιβιώσουν και σε αυτά που έκαναν τη δουλειά προσωρινά και για συγκεκριμένο λόγο. Όνειρό τους ήταν να σπουδάσουν και με αυτόν τον τρόπο μάζευαν χρήματα για τα βιβλία και τα δίδακτρα, καθώς η παιδεία δεν ήταν δωρεάν.
Αντίστοιχη φαίνεται πως είναι η κατάσταση για τον Χρήστο. Αφού τελειώσει με τη στρατιωτική του θητεία, την οποία θα αρχίσει να υπηρετεί σε έναν μήνα, θα επιχειρήσει, όπως λέει, να στραφεί σε ένα διαφορετικό επάγγελμα. Δεν θεωρεί χαμένο βέβαια τον ενάμιση χρόνο που γυαλίζει παπούτσια. Όπως τον συμβουλεύει, άλλωστε, κι ο πατέρας του: «Μάθε τέχνη κι άστη, μην την κάνεις».
*Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτα στην Αυγή
Διαβάστε επίσης:
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.