Το «Δεν έχω τίποτα» του Έντουαρντ Μποντ ξαναζωντανεύει στο Θέατρο Νέου Κόσμου. Ο Βασίλης Κουκαλάνι μας μίλησε για το σύγχρονο αυτό έργο.
Οι γονείς μας μεγάλωσαν παίζοντας στις αλάνες, φτιάχνοντας μπάλες ποδοσφαίρου από κάλτσες και χαρτιά. Εμείς μεγαλώσαμε στις γειτονιές κάνοντας ποδήλατο και παίζοντας μήλα με κανονικές μπάλες. Τα παιδιά μας θα μεγαλώσουν παίζοντας μέσα από τα iPad και έχοντας βαρεθεί το ένα παιχνίδι μετά το άλλο με τη τόση ευκολία που τους παρέχονται. Και όχι μόνο τα παιδιά, και εμείς οι ίδιοι πόσες φορές νιώθουμε κενοί και βαρετά όταν δεχόμαστε τα πάντα άκοπα. Φαντάσου λοιπόν έναν κόσμο, σε 62 χρόνια από τώρα, όπου ο καταναλωτισμός έχει χτυπήσει κόκκινο. Οι άνθρωποι έχουν αποκτήσει τα πάντα υλικά. Και τώρα τι θα τους γεμίσει;
Το «Δεν έχω τίποτα» έρχεται να μας κάνει να αναρωτηθούμε πολλά από αυτά που σκεφτόμαστε στο πίσω μέρος του μυαλού μας. Η «υπηρεσία», η αστυνομία του μέλλοντος, αποφάσισε να πάρει τα πάντα από τους ανθρώπους, να σβήσει τις μνήμες τους, αφού έγιναν αχάριστοι και άπληστοι. Ερείπια παντού, κανένα όνομα στους δρόμους, καμία φωτογραφία, κανένα αποδεικτικό. Σβήστηκαν όλα. Πως μπορείς να σβήσεις όμως τα πάντα; Κάπου, κάποιος, κάποτε θα βρεθεί να θυμηθεί ένα ίχνος των αναμνήσεων του και αυτό θα γίνει η λησμονιά που θα τον κρατήσει ακόμα περισσότερο στη ζωή και θα του δώσει νόημα. Στο διασκευασμένο έργο του Έντουαρντ Μποντ, η θεωρητικά ήσυχη και ατάραχη ζωή του ζευγαριού πλήττεται από τη παρουσία του ανθρώπου που θυμήθηκε. Το ζευγάρι βιώνει έναν φαύλο και ανούσιο κύκλο επαναλαμβανόμενων συζητήσεων, γιατί δεν έχει δεσμούς με το παρελθόν και αναπαράγει τα ίδια κενά ζητήματα. Είναι ένα φιλήσυχο ζευγάρι, ταγμένο στην «υπηρεσία», διατηρώντας τους νόμους που διέπουν πια τη κοινωνία τους. Αυτοί που χάθηκαν γιατί δεν άντεχαν να ζουν σε αυτό το κενό δεν αφορούν τον κόσμο τους. Μέχρι που εμφανίστηκε το τρίτο πρόσωπο, ο αδερφός της Σάρα, μαζί με μια φωτογραφία τους.
Πως θα τον θυμηθεί; Και αν τον θυμηθεί, θα μπορέσει να σηκώσει αυτό το βάρος, σε αυτή τη κοινωνία που αστυνομεύονται και διαγράφονται οι μνήμες; Πως θα τον κρατήσουν σε αυτό το σπίτι, όταν υπάρχουν μόνο δύο καρέκλες; Πως θα ξεφύγουν από τον αυτοματισμό και θα ξαναγεννήσουν συναισθήματα; Τραγικές καταστάσεις αναπαρίστανται και συντίθενται μέσα από το γέλιο και το χιούμορ. Ο Βασίλης Κουκαλάνι, ένας εκ των τριών πρωταγωνιστών μας λέει συγκεκριμένα: «Η γραμμή μεταξύ του τρόμου και της γελοιότητας είναι εξαιρετικά λεπτή. Το ένα διεισδύει διαρκώς στο άλλο. Το τραγικό παρωδείται και αντίστροφα. Στα πιο σκληρά κομμάτια σε κάνει να γελάσεις και στα πιο γελοία να σκεφτείς σοβαρά. Η τραγωδία γίνεται παρωδία και το αντίστροφο.
Πράγματι η παράσταση παρά το τόσο βαρύ περιβάλλον της, κουβαλάει οριακά την τραγικότητα μιας μαύρης κωμωδίας. Η μανία της επανάληψης για τα πιο γελοία πράγματα αποκτάει ένα τόνο χλευαστικό.
Ο οριακός χαρακτήρας του έργου που ισορροπεί ανάμεσα στο ζοφερό τραγικό και την απόλυτη γελοιότητα χρειάζεται την γρήγορη κατανόηση και συνομωσία του κοινού για να λειτουργήσει. Όταν συμβαίνει αυτό σε δυνατό βαθμό η εμπειρία της παράστασης μπορεί να είναι απίστευτη και να εξαπολυθεί μια τρομερή δραματική ενέργεια.»
Το παρόν και το μέλλον μας. Το τώρα και το αύριο. Το γέλιο και το κλάμα. Τελικά μιλάμε για ένα έργο πολιτικό; Ποια είναι τα άμεσα μηνύματα που θέλει να μας δώσει;
«Η προφητεία αυτού του έργου δεν είναι απλά κάποιοι οιωνοί που αναμένουν να επαληθευτούν εκ του ασφαλούς κάποτε στο επερχόμενο μέλλον, αλλά η συμπυκνωμένη σοφία που επαληθεύει τους οιωνούς του παρόντος, στο όνομα μιας διεκδίκησης ενός καλύτερου μέλλοντος. Είναι φανερό από τον οριακό και διεισδυτικό τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται η συγκεκριμένη φασιστοκοινωνία του αύριο, ότι το έργο προσπαθεί να προκαλέσει αντιδράσεις και να ταρακουνήσει τις όποιες εφησυχασμένες συνειδήσεις που τείνουν να αναμένουν εκ του «ασφαλούς» την επαλήθευση του εφιάλτη στο νομοτελειακά επερχόμενο μέλλον. Εκ του ασφαλούς εννοώ ότι το να αναρωτιέσαι μα πως είναι δυνατόν να συμβεί κάποτε αυτό είναι απλά η λάθος ερώτηση γιατί συμβαίνουν ήδη, κάθε μέρα, δίπλα μας, γύρω μας, μέσα μας.
Το έργο λοιπόν αφού καταφέρει να υποβάλλει το κοινό σε μια ρευστή διεκδίκηση ενός καλύτερου μέλλοντος μπορεί να θεωρηθεί πολιτικό.»
Δυνατές μουσικές, καίρια ζητήματα, ανατρεπτικά σκηνικά, εξαιρετικές ερμηνείες. Το «Δεν έχω τίποτα» θα σε κάνει να ξανασκεφτείς για όσα πίστευες πως αργούν να συμβούν.
Συντελεστές
Μετάφραση: Δημήτρης Μυλωνάς, Άννα Ελεφάντη
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Μυλωνάς
Σκηνικά-κοστούμια: Δήμητρα Λιάκουρα
Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα
Μουσική: Παύλος Κατσιβέλης
Επιμέλεια κίνησης -Χορογραφίες: Νατάσα Σαραντοπούλου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Μελίνα Σκούφου
Φωτογραφίες: Άγγελος Καλοδούκας
Αφίσα: Παναγιώτης Βωβός
Μακιγιάζ-Κομμώσεις: Λένια Saw
Διανομή: Άννα Ελεφάντη, Πάρης Θωμόπουλος, Βασίλης Κουκαλάνι
Θέατρο του Νέου Κόσμου
Αντισθένους 7 & Θαρύπου, 11743 Aθήνα , +302109212900 , http://nkt.gr/
Τετάρτη έως Σάββατο στις 21:15
Κυριακή στις 19:00
Είσοδος 8 – 12 ευρώ
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.