«Ήταν ένα μεγάλο ταξίδι, με μικρές μέρες και κανέναν νέο τόπο»
Καθισμένη στο κέντρο του κατάμεστου αμφιθεάτρου, με βγαλμένα τα παπούτσια και ένα αναμμένο τσιγάρο στο στόμα, άρχιζε πάντα με την ίδια φράση τις διαλέξεις της:
«Θα ξεκινήσω με ένα ποίημα που περιγράφει τι είδους ποιήτρια είμαι, τι είδους γυναίκα είμαι, οπότε, εάν δεν σας αρέσει, μπορείτε να φύγετε πριν συνεχίσω…’’Βγήκα, δαιμονισμένη μάγισσα / στοιχειώνοντας τον μαύρο αέρα, πιο τολμηρή τη νύχτα […] / Μια τέτοια γυναίκα δεν είναι ακριβώς γυναίκα. / Έχω υπάρξει ον του είδους της’’.»
Κάπως έτσι συστηνόταν στο κοινό της, μια από τις μεγαλύτερες Αμερικανίδες ποιήτριες, η Αν Σέξτον, που στα 30 της χρόνια άφησε τα κατσαρολικά που τόσο μισούσε και ξεκίνησε να γράφει ποίηση για να ξορκίσει τους εφιάλτες της, αλλά και τον θάνατο που τόσο την μάγευε. Μαζί με τη Σύλβια Πλαθ και τον Ρόμπερτ Λόουελ, θεωρούνται οι θεμελιωτές της «εξομολογητικής ποίησης».
Όταν η επιφάνεια ράγισε
«Υπήρξα θύμα του Αμερικανικού Ονείρου, του μικροαστισμού, του οράματος της μεσαίας τάξης. Προσπαθούσα όσο πιο αναθεματισμένα μπορούσα να κάνω μια συμβατική ζωή, γιατί έτσι είχα ανατραφεί και αυτό ήταν που ήθελε ο σύζυγός μου για μένα. Η επιφάνεια ράγισε όταν ήμουν 28».
Κάπως έτσι θα χαρακτηρίσει τη ζωή της η ίδια η Άν Σέξτον. Μέχρι τα 28 της, η ζωή της ήταν απόλυτη συμβατική και σύμφωνα με τους μικροαστικούς τύπους.
Γεννημένη στις 9 Νοεμβρίου του 1928, στη Μασαχουσέτη των ΗΠΑ, ήταν το τρίτο παιδί του επιφανούς πωλητή Ραλφ Χάρβει και της γόνου ισχυρής πολιτικής οικογένειας, Μέρι Γκρέι Στέιπλς. «Ήμουν ανεπιθύμητη» θα πει η Σέξτον μετέπειτα για τα παιδικά της χρόνια «ο καρπός της προσπάθειας των γονιών μου να μην πάρουν διαζύγιο».
Η Σέξτον βγαίνει ατίθασο και αναρχικό πνεύμα σε σχέση με τους αυστηρούς κανόνες εμφάνισης και συμπεριφοράς της οικογένειάς της. Έτσι μέχρι κάποια ηλικία δεν θα τρώει στο τραπέζι με την οικογένεια, αλλά στην κουζίνα. Η σχέση με τους γονείς της –σχέση που θα επηρεάσει βαθιά την γραφή της- δεν ήταν καλή. Η μητέρα της ήταν ψυχρή και ανταγωνιστική και ο πατέρας της κακοποιητικός και βίαιος λόγω του αλκοολισμού του. Η μόνη λαμπρή εξαίρεση η θεία της Νάνα, που ουσιαστικά θα την μεγαλώσει και θα αποτελέσει στήριγμα στη ζωή της. Η Νάνα όμως στην εφηβεία της Αν θα αρρωστήσει, θα χάσει τα λογικά της και θα οδηγηθεί σε ψυχιατρική κλινική. Λίγο καιρό αργότερα, θα πεθάνει αφήνοντας στην Αν μια ενοχή που ποτέ δεν γιάτρεψε.
Στο Γυμνάσιο θα γράψει τα πρώτα της ποιήματα, όμως η μητέρας της – που έγραφε και η ίδια ποιήματα- θα την κατηγορήσει ότι είχε κλέψει στίχους από τη γνωστή ποιήτρια Σάρα Τίζντεϊλ. Αυτό ήταν αρκετό ώστε η Αν να μην ξαναγράψει για τα επόμενα 15 χρόνια.
Το 1949 γνωρίζει τον Κάγιο Σέξτον και κλέβονται. Παντρεύονται και το 1952 μένει έγκυος. Γεννά την Λίντα και δυο χρόνια μετά την Τζόις. Η μητρότητα αποδεικνύεται δύσκολη για την Σέξτον, και η ψυχική της υγεία αρχίζει να κλονίζεται. Η Σέξτον έχει καταθλιπτικές κρίσεις, που διαγνώστηκαν ως επιλόχειος κατάθλιψη. Η ίδια δεν μπορούσε να διαχειριστεί την ανατροφή των παιδιών ολομόναχη και χτυπούσε την μεγαλύτερη της κόρη σε εξάρσεις θυμού. Τελικά, το 1956 κρίνεται από τους συγγενείς ανεπαρκείς μητέρα και τα παιδιά θα μεγαλώσουν το ένα με τη γιαγιά και το άλλο με τη θεία. Την ίδια χρονιά, παραμονή των 28 γενεθλίων της, θα αποπειραθεί να αυτοκτονήσει.
Ήταν η αρχή της «αρρώστιας» της αλλά και η «γέννηση» μιας σπουδαίας ποιήτριας. Θα διαγνωστεί με μανιοκατάθλιψη και αυτοκτονικό ιδεασμό. Ο ψυχίατρος Δρα Όρν την παροτρύνει να αρχίσει να γράφει για την βοηθήσει. Αρχίζει να γράφει σονέτα και να τα πηγαίνει στις συνεδρίες με τον ψυχίατρο. Το 1957 ξαναεπιχειρεί να αυτοκτονήσει. «Δεν μπορείς να αυτοκτονήσεις, έχεις κάτι να προσφέρεις» της λέει στο κρεβάτι του νοσοκομείου ο Δρας Ορν και η Σέξτον αποκτά για πρώτη φορά νόημα στη ζωή της. Πέρα από το να αλλάζει πάνες και να μισεί τον εαυτό της, έχει πια την ποίηση.
Η ποίηση στον αντίποδα της τρέλας
«Χρειάζεσαι θάρρος να ξεπεράσεις τις μικρές έμφυτές σου ψευδαισθήσεις και αντοχή να φέρεις εις πέρας την αλήθεια ολοζώντανη σ’ ένα ποίημα. Αυτό εννοώ όταν μιλώ γι’ αλήθεια. Από μια άποψη, όπως με βλέπετε τώρα, είμαι ένα ψέμα. Η διάφανη αλήθεια είναι στα ποιήματά μου.»
Έτσι η ποίηση μπαίνει οριστικά στη ζωή της Σέξτον για να τη σώσει από την τρέλα. Παρακολουθεί το πρώτο της εργαστήρι ποίησης όπου θα γνωριστεί με την Σύλβια Πλαθ και τον Ρόμπερτ Λόουελ. Η ενασχόληση της αυτή συγκροτεί τη μαγγανεία που την αποσπά από τον θάνατο. Γράφει εν βρασμώ, ωμά και αφιλτράριστα την αλήθεια του μέσα της, για τις ψυχιατρικές κλινικές, τον αλκοολισμό του πατέρα της, τη βαριά επιρροή της μητέρας της στη ζωή της, την παιδική ηλικία, αλλά και τους εραστές της, τη μητρότητα, τη θηλυκότητα, την τρέλα και βεβαίως το θάνατο.
Το ποιητικό της έργο που ξεκινά το 1960 με την πρώτη ποιητική της συλλογή με τίτλο «Από το Μπέντλαμ και εν μέρει προς τα πίσω» είναι πλούσιο και γεμάτο εκρήξεις, φλόγα, βία, αισθησιασμό, σαρκασμό, σκοτάδι, θάνατο και απελπισία. Θα γράψει οκτώ ποιητικές συλλογές τα επόμενα χρόνια, θα κερδίσει μια διδακτική θέση στο Πανεπιστήμιο Colgate, θα κάνει δεκάδες διαλέξεις με ένα κοινό που θα κρέμεται από το στόμα της, θα κερδίσει το Πούλιτζερ (για την συλλογή «Ζήσε ή Πέθανε») και θα αναγνωριστεί ως μια από τις σπουδαιότερες ποιήτριες της γενιάς της.
«Επιθυμώντας να πεθάνω»
Παρ’ όλη την ποιητική της επιτυχία, η Σέξτον συνεχίζει να παλεύει με τους εφιάλτες της και τα σκοτάδια της. Το 1973 χωρίζει με τον σύζυγό της και πηγαινοέρχεται σε ψυχιατρικές κλινικές. Μέρα με τη μέρα βυθίζονταν όλο και περισσότερο στο αλκοόλ και τα χάπια. Η μοναξιά, καθώς οι κόρες της έχουν την δική τους ζωή πια, είναι ανυπόφορη, η αϋπνία και η ανησυχία είναι τα μόνα που την ακολουθούν. Επιχειρεί να αυτοκτονήσει εισάγεται στο νοσοκομείο και την επόμενη της εξόδου της επιχειρεί ξανά να αυτοκτονήσει. Κλείνεται για τρεις εβδομάδες σε κλινική και ύστερα συνεχίζει κανονικά την διδασκαλία. Όμως η απόφασή της ήταν οριστική.
Στις 4 Οκτωβρίου του 1974 η Άν Σέξτον φόρεσε το παλιό γούνινο παλτό της μητέρας της, πήρε ένα ποτήρι βότκα και πήγε στο γκαράζ. Μπήκε στο αυτοκίνητο, έβαλε μουσική και άναψε τη μηχανή – περιμένοντας καρτερικά να τη σκοτώσει το γκάζι. Δεν άφησε κανένα σημείωμα.
«Η Εθισμένη»
Δεν ξέρουν
πως ορκίστηκα να πεθάνω!
Εξασκούμαι.
Απλά κρατιέμαι σε φόρμα.
Τα χάπια είναι μια μητέρα, αλλά καλύτερα,
κάθε χρώματος και τόσο νόστιμα όσο οι καραμέλες.
Είμαι σε δίαιτα απ’ τον θάνατο.
ή ακόμη, στο ποίημα της Σέξτον «Ο Θάνατος της Σίλβια» και πάλι από αυτή τη συλλογή της, παρατηρούμε τον παραλληλισμό της με την Πλαθ:
[…] σύρθηκες κάτω ολομόναχη
μέσα στον θάνατο που τόσο απελπισμένα και για τόσον καιρό επιθύμησα
ο θάνατος που είπαμε πως κι οι δυο ξεπεράσαμε
αυτός που φορέσαμε στα λιπόσαρκα στήθια μας
αυτός που τόσο συχνά συνομιλήσαμε κάθε φορά
που κατεβάσαμε τρία διπλά Ντράι Μαρτίνι στη Βοστόνη,
ο θάνατος που ειπώθηκε από ψυχαναλυτές και θεραπείες
ο θάνατος που ειπώθηκε σαν νύφες με σκευωρίες,
ο θάνατος που ήπιαμε στην υγειά του,
τα κίνητρα και κατόπιν η κρυφή πράξη; […]
Επιθυμώντας να πεθάνω
Εφόσον ρωτάς, τις περισσότερες μέρες δεν μπορώ να θυμηθώ.
Μέσα στα ρούχα μου βαδίζω, δίχως σημάδια από εκείνο το ταξίδι.
Τότε η σχεδόν ακατονόμαστη λαγνεία επιστρέφει.
Ακόμα και τότε, δεν έχω τίποτα εναντίον της ζωής.
Ξέρω καλά εκείνο το παχύ γρασίδι που αναφέρεις,
τα έπιπλα που έβαλες κάτω από τον ήλιο.
Όμως οι απόπειρες έχουν μια γλώσσα ειδική.
Σαν μάστορες, θέλουν να ξέρουν ποια εργαλεία.
Ποτέ τους δε ρωτούν γιατί να χτίσω.
Δύο φορές διακήρυξα τόσο απλά τον εαυτό μου,
κυριαρχούσα στον εχθρό, έφαγα τον εχθρό,
και δέχτηκα την τέχνη, τη μαγεία του.
Μ’ αυτό τον τρόπο, αναπαύτηκα,
βαριά και σκεπτική, θερμότερη από λάδι ή νερό,
με τα σάλια μου να τρέχουν απ’ το στόμα.
Δεν σκέφτηκα το σώμα μου να το τρυπούν βελόνες.
Ακόμα και οι κερατοειδείς χαθήκαν και τα υπολείμματα
των ούρων.
Οι απόπειρες έχουν ήδη προδώσει το σώμα.
Θνησιγενείς, δεν πεθαίνουν πάντα,
μα θαμπωμένες, να λησμονήσουν δεν μπορούν ένα
ναρκωτικό τόσο γλυκό
που ακόμα και παιδιά χαμογελώντας θα το θαύμαζαν.
Να χώνεις όλη τούτη τη ζωή κάτω από τη γλώσσα σου!
Αυτό γίνεται πάθος από μόνο του.
Ο θάνατος είναι ένα λυπημένο κοκκαλάκι. Μελανιασμένο
θα ‘λεγες
κι όμως με περιμένει, χρόνο με το χρόνο,
για να γιατρέψει απαλά μία παλιά πληγή,
να αδειάσει την ανάσα μου από τη φυλακή της.
Σε ισορροπία εκεί, η απόπειρα συναντά καμιά φορά,
μαινόμενη ενάντια στους καρπούς, μία πρησμένη σελήνη
κι αφήνει το ψωμί που το μπερδέψαν με φιλί,
αφήνει τη σελίδα του βιβλίου απρόσεχτα ανοιχτή,
αφήνει κάτι ανείπωτο, το τηλέφωνο κατεβασμένο
και την αγάπη, ό,τι κι αν ήταν, ένα λοιμώδες νόσημα.
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.