Το Blue Note Organ Trio, μετά την επιτυχημένη πρόσφατη εμφάνισή του στο φεστιβάλ «Jazz στο Πάρκο», επιστρέφει στην «έδρα» του, το Beton7 στο Βοτανικό, για μια και μόνη εμφάνιση η οποία θα είναι και η τελευταία τους για το 2018. Η συναυλία αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς θα είναι η πρώτη φορά που το γνωστό ελληνοϊταλικό jazz trio θα συναντηθεί μουσικά με έναν από τους σπουδαιότερους jazz μουσικούς της Κύπρου, τον σαξοφωνίστα Χάρη Ιωάννου.

Το Blue Note Organ Trio ιδρύθηκε το 2015 από τον κιθαρίστα Μιχάλη Παπαδόπουλο, ο οποίος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, ενώ από το 2007 ζει στην Ελβετία. Την «κινητήριο δύναμη» του γκρουπ αποτελεί ο οργανίστας-φαινόμενο Leonardo Corradi, o οποίος ήδη από τα 18 του διακρίθηκε στην Ιταλία ως ο κορυφαίος jazz οργανίστας της χώρας του. Το trio συμπληρώνει ένας από τους πιο υποσχόμενους νέους Έλληνες jazz drummers, o Σεραφείμ Τουρίκας.

Πρόκειται για ένα project-αφιέρωμα στη μυθική δισκογραφική εταιρεία Blue Note Records, η οποία ειδικά την περίοδο 1952-1965 κυκλοφόρησε κάποιους από τους κλασσικότερους δίσκους στην ιστορία της jazz. 

Το Blue Note Organ Trio παίζει κομμάτια αποκλειστικά από δίσκους της Blue Note της προαναφερθείσας περιόδου, ερμηνευμένα μέσα από το προσωπικό πρίσμα και αισθητική του κάθε μέλους του, και αποτελεί την πρώτη σοβαρή προσπάθεια που γίνεται στην Ελλάδα για να φωτιστεί και να αναδειχτεί αυτή η κληρονομιά. Στη συναυλία το Σάββατο 17 Νοέμβρη στον εξαιρετικό πολυχώρο Beton 7 (Πύδνας 7, Βοτανικός) θα παρουσιαστούν συνθέσεις των Donald Byrd, Lee Morgan, Jackie McLean, Hank Mobley κ.α. Εμείς με αφορμή αυτό το σπάνιο event συναντήσαμε τον ιθύνων νου του πρότζεκτ Μιχάλη Παπαδόπουλο και μιλήσαμε μαζί του εφ’ όλης της ύλης…

 

Πότε ξεκίνησε το πρότζεκτ που ακούει στο όνομα «Blue Note Organ Trio»;

Η βασική ιδέα για ένα αφιέρωμα στην Blue Note Records υπήρχε στο μυαλό μου για χρόνια. Εμπνεύστηκα από συναυλίες και σεμινάρια που είχα παρακολουθήσει στο εξωτερικό με θέμα τη Blue Note Records καθώς και από διάφορους σχετικούς δίσκους όπως το «Blue Notes» του Benny Green. Το project όμως έλαβε σάρκα και οστά τον Αύγουστο του 2015 όταν επικοινώνησα με τον Leonardo Corradi (με τον οποίο είχα γνωριστεί στην Ιταλία το 2010) και του πρότεινα να συνεργαστούμε. Δώσαμε την πρώτη μας συναυλία στις 3 Οκτωβρίου 2015 στην Afrikana.

Μίλησέ μου για τη δική σου διαδρομή στο χώρο της μουσικής και την απόφασή σου να καταπιαστείς με την κιθάρα, το όργανο με το οποίο εμφανίζεσαι επί σκηνής.

Ξεκίνησα να μαθαίνω κιθάρα το 1990, σε ηλικία 10 χρονών. Με τη jazz ασχολούμαι από το 1997-1998. Υπήρξα μαθητής του ωδείου Athenaeum και μάλιστα ανήκω στην πρώτη «φουρνιά» jazz μουσικών που έβγαλε αυτό το ωδείο, μαζί με μουσικούς όπως τον Γιάννη Παπαναστασίου, τον Κώστα Γιαξόγλου, τον Μάνο Θεοδωσάκη, τον Σπύρο Μάνεση κ.α. οι οποίοι ήταν συμμαθητές μου. Παράλληλα σπούδαζα στο τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Η/Υ του Πολυτεχνείου, από όπου αποφοίτησα το 2005. Το 2007 μετανάστευσα στην Ελβετία όπου και εργάζομαι μέχρι σήμερα ως μηχανικός λογισμικού. Η δουλειά μου αυτή μου έδωσε την οικονομική ευχέρεια να κάνω πολλά ταξίδια, να παρακολουθήσω πολλές συναυλίες και φεστιβάλ διεθνώς, και να συμμετέχω σε πολλά workshops και masterclasses με κορυφαίους μουσικούς όπως τους Peter Bernstein, Dave Stryker, Bruce Forman, Barry Harris, Benny Green, Stefon Harris, Jim Snidero κ.α. Σε αυτά τα workshops εκτός από τις γνώσεις που απέκτησα, γνώρισα και αρκετούς εξαιρετικά ταλαντούχους μουσικούς, κάποιοι εκ των οποίων έγιναν αργότερα και συνεργάτες μου, όπως ο Leonardo Corradi. Όμως πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε δάσκαλο και οποιοδήποτε workshop, τις γνώσεις μου πάνω στη jazz τις οφείλω στην ακρόαση, καταγραφή (transcription) και ανάλυση εκατοντάδων δίσκων. Πρόκειται για μια επίπονη και εντατική δουλειά που κάνω εδώ και 15 χρόνια, και η οποία δεν πρόκειται να τελειώσει ποτέ, όπως ποτέ δεν τελειώνει η μάθηση της μουσικής. Όσον αφορά δικά μου project, έχω κάνει διάφορα μικρότερης σημασίας πράγματα στο παρελθόν, είναι όμως ξεκάθαρο ότι το Blue Note Organ Trio είναι το πιο σημαντικό, ώριμο και φιλόδοξο εγχείρημα της μέχρι τώρα πορείας μου.

Leonardo Corradi.

Ακούγοντας αλλά και βλέποντας επί σκηνής το πρότζεκτ παρατηρούμε ότι δίνεται έμφαση στη λεπτομέρεια σε σχολαστικό βαθμό…

Είμαι αθεράπευτα τελειομανής με ό,τι καταπιάνομαι. Το οποίο είναι ευλογία και κατάρα ταυτόχρονα. Μεγάλη συζήτηση…

Γιατί ηχογραφήσεις της δισκογραφικής Βlue Note Records ειδικά και όχι κάτι άλλο;

Να ξεκαθαρίσουμε εξαρχής ότι μεγάλα αριστουργήματα της jazz έχουν κυκλοφορήσει από πολλές δισκογραφικές: Prestige, Riverside, Contemporary, EmArcy, Columbia, Verve και πολλές άλλες. Για παράδειγμα το «The Incredible Jazz Guitar of Wes Montgomery» του Wes Montgomery που θεωρώ ότι είναι ο κορυφαίος δίσκος jazz κιθάρας όλων των εποχών, είναι δίσκος της Riverside, ενώ ένας από τους πιο αγαπημένους μου jazz μουσικούς, o Sonny Stitt, ηχογράφησε δεκάδες δίσκους για διάφορες εταιρείες αλλά ποτέ για την Blue Note. Πάμε τώρα στο ερώτημά σου. Ένα στοιχείο που κάνει την Blue Note Records κάπως ιδιαίτερη, είναι ότι πλήρωνε τους μουσικούς όχι μόνο για την ηχογράφηση αλλά και για να κάνουν πρόβες για δύο μέρες πριν ηχογραφήσουν. Ενώ αντιθέτως σε πολλές άλλες μικρές ανεξάρτητες δισκογραφικές, οι μουσικοί συναντιούνταν για πρώτη φορά στο στούντιο τη μέρα της ηχογράφησης και αποφάσιζαν επί τόπου τι θα ηχογραφήσουν (ειδικά η Prestige είναι ξακουστή για αυτή την «προχειρότητα»). Στην περίπτωση της Blue Note οι μουσικοί είχαν χρόνο να γράψουν καινούργια κομμάτια, να στήσουν ενδιαφέρουσες ενορχηστρώσεις κτλ για το δίσκο τους, ενώ σε άλλες εταιρείες απλά «τζαμάρανε» πάνω σε καθιερωμένα jazz standards. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι δίσκοι της Blue Note να ακούγονται πιο οργανωμένοι, πιο focused, πιο πρωτότυποι και πιο σταθερά ποιοτικοί από δίσκους άλλων εταιρειών. Όλα αυτά σε συνδυασμό με τα πρωτοποριακά εξώφυλλα του Reid Miles, τις αξεπέραστης αισθητικής φωτογραφίες του Francis Wolff και τον υπέροχα «ζεστό» ήχο των ηχογραφήσεων του Rudy Van Gelder, μας κάνουν να μιλάμε για ένα προϊόν υψηλότατης αισθητικής σε κάθε πτυχή του, με απόλυτη προσοχή και στην τελευταία λεπτομέρεια. Τέλος, η Blue Note έχει ταυτιστεί με την γέννηση και εξέλιξη ενός από τα πιο σημαντικά ρεύματα της jazz, του hard bop. Οι περισσότεροι ιστορικοί θεωρούν ότι ο πρώτος hard bop δίσκος είναι το «A Night at Birdland» του Art Blakey Quintet, με τον Horace Silver στο πιάνο και τον Clifford Brown στην τρομπέτα, που βγήκε το 1954 από την Blue Note.

Διακρίνουμε την έντονη απουσία του trio από τα καφέ και τις μουσικές σκηνές. Θα λέγαμε ότι έτσι είναι περισσότερο μια μουσική παράσταση πάρα μια συνηθισμένη συναυλία, ειδικά με τον τρόπο και την προσήλωση που παρουσιάζεται. Έχει να κάνει ξεκάθαρα με την ανάδειξη του πρότζεκτ αυτό;

Στην Αθήνα δεν υπάρχει σήμερα ένα πραγματικό jazz club, όπως ήταν π.χ. κάποτε το ιστορικό και αξέχαστο Παράφωνο, ασχέτως αν κάποια μαγαζιά αυτοαποκαλούνται έτσι καταχρηστικά. Σε ένα «κανονικό» jazz club ο κόσμος πάει συνειδητά για να παρακολουθήσει μια jazz συναυλία, κατά τη διάρκεια της οποίας παραμένει ήσυχος και προσηλωμένος σε αυτή. Ό,τι δηλαδή ισχύει και για μια θεατρική παράσταση ή μια συναυλία κλασσικής μουσικής. Δεν καταλαβαίνω γιατί η jazz πρέπει να αντιμετωπίζεται διαφορετικά από την κλασσική μουσική – για μένα είναι ακριβώς το ίδιο. Ένα jazz club έχει τραπεζάκια μπροστά στη σκηνή για όποιον θέλει να παρακολουθήσει τη συναυλία με την ησυχία του. Για εκείνους τους λίγους που θέλουν να πιάσουν κουβέντα την ώρα της συναυλίας, υπάρχει το bar που είναι στην άλλη άκρη της αίθουσας.

Επίσης, σε ένα «κανονικό» jazz club παρουσιάζονται αποκλειστικά jazz συναυλίες. Αν ένας χώρος θέλει να φιλοξενεί και funk και blues και latin και fusion και flamenco και tango συναυλίες, αυτό είναι υπέροχο, απλά δεν δικαιούται να ονομάζεται jazz club. Πρόκειται απλώς για «λαϊβάδικο». Τελευταίο, και πολύ σημαντικό: η jazz είναι κατά βάση ακουστική μουσική, όπως και η κλασσική. Το οποίο σημαίνει ότι κανονικά παίζεται σε χαμηλές εντάσεις και ιδανικά χωρίς ενισχυτές (με λίγες εξαιρέσεις όπως την φωνή και την ηλεκτρική κιθάρα). Στα ελληνικά λαϊβάδικα από την άλλη, κατά κανόνα ενισχύονται όλα τα όργανα για να υπερκαλύψουν τον θόρυβο που κάνει ο κόσμος, ενώ οι μουσικοί φτάνουν να χρειάζονται «monitor» για να ακούνε ο ένας τον άλλο. Το αποτέλεσμα είναι η ένταση της υποτιθέμενης «jazz» συναυλίας να φτάνει σε επίπεδα… hard rock.

Αγαπώ αυτή τη μουσική υπερβολικά πολύ και της έχω αφιερώσει ένα υπερβολικά μεγάλο κομμάτι της ζωής μου, για να μπορώ να την βλέπω να ευτελίζεται σε χώρους και σε ακροατήρια που δεν τη σέβονται. Για αυτό και αισθάνομαι τυχερός που το 2015 ανακάλυψα το Beton7, έναν πολυχώρο πολιτισμού στο Βοτανικό που φιλοξενεί καλλιτεχνικά δρώμενα πάντα υψηλής αισθητικής, μεταξύ αυτών και jazz συναυλίες. Ο κόσμος που προσέρχεται σε κάποια εκδήλωση του Beton7 έρχεται με την νοοτροπία ότι θα παρακολουθήσει κάποια παράσταση – εξάλλου ο χώρος στον οποίο γίνονται συνήθως οι συναυλίες είναι το μικρό θέατρο που υπάρχει στο υπόγειο. Αυτό ταιριάζει με τη δική μου φιλοσοφία όπως την περιέγραψα παραπάνω, και για αυτό και εδώ και πολύ καιρό επιλέγω να κάνω όλες τις συναυλίες μου στο Beton7.

Τέλος, όπως έχεις διαπιστώσει και ο ίδιος, μια συναυλία του Blue Note Organ Trio εκτός από το μουσικό μέρος περιλαμβάνει και το οπτικό (προβολή φωτογραφιών και εξώφυλλων δίσκων με προτζέκτορα) και το αφηγηματικό (λεπτομερής παρουσίαση των μουσικών και των δίσκων της Blue Note από τους οποίους παίζουμε κάποιο κομμάτι). Αυτά συνηγορούν ακόμα περισσότερο στο να αντιμετωπίζουμε τις συναυλίες μας ως «παραστάσεις».

Αγαπημένο άλμπουμ ή σύνθεση από τον κατάλογο της Blue Note;

Δεν μπορώ να επιλέξω ένα και μόνο πιο αγαπημένο άλμπουμ. Μπορώ όμως να σου αναφέρω ενδεικτικά τέσσερις από τους αγαπημένους μου καλλιτέχνες της Blue Note: Hank Mobley, Donald Byrd, Dexter Gordon και Jackie McLean. Παραδόξως, είναι πιο εύκολο για μένα να επιλέξω αγαπημένο κομμάτι! Θα επιλέξω λοιπόν το «Off to the Races» του τρομπετίστα Donald Byrd, από τον ομώνυμο δίσκο που ηχογράφησε το 1958 και ο οποίος ήταν ο πρώτος του για τη Blue Note. Το κομμάτι αυτό έχει εξελιχθεί στο «σήμα κατατεθέν» του γκρουπ μας: το παίζουμε σε κάθε συναυλία μας, ήδη από την πρώτη που κάναμε το 2015. Υπάρχουν βεβαίως δεκάδες άλλα κομμάτια από δίσκους της Blue Note που λατρεύω.

Υπάρχει κάποιος κιθαρίστας που να σε έχει επηρεάσει στο παίξιμο σου;

Οι πιο αγαπημένοι μου μουσικοί και αυτοί που με έχουν επηρεάσει περισσότερο τυχαίνει να μην είναι κιθαρίστες, αλλά πνευστοί (σαξοφωνίστες και τρομπετίστες) και πιανίστες. Ενδεικτικά μπορώ να αναφέρω τους Charlie Parker, Sonny Stitt, Dexter Gordon, Hank Mobley, Pepper Adams, Lee Morgan, Donald Byrd, Wynton Kelly, Sonny Clark, Hank Jones, Red Garland, Bud Powell κ.α. Από κιθαρίστες οι τρεις πιο αγαπημένοι μου είναι οι Wes Montgomery, Joe Pass και Barney Kessel, τους οποίους αγαπώ και έχω μελετήσει πολύ, αλλά η επιρροή τους στο παίξιμό μου δεν μπορεί να συγκριθεί με όσους ανέφερα στην αρχή.

Μιχάλης Παπαδόπουλος.

Ποια η επαφή η δική σου αλλά και του trio με το διαδίκτυο (website, facebook κτλ). Είναι πλέον συνυφασμένο με την ίδια τη μουσική και την προώθησή της;

Είμαι λάτρης του διαδικτύου και της τεχνολογίας γενικότερα. Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτά δεν έχουν και αρνητικές πλευρές. Είναι σημαντικό να ξέρει κάποιος να ξεχωρίζει την ωφέλιμη πληροφορία από την άχρηστη, ανούσια ή ψευδή. Στο internet υπάρχει άπειρη ποσότητα και από τα δυο. Το τι θα επιλέξει κάποιος είναι θέμα παιδείας, όπως τα πάντα. Σε κοινωνικά δίκτυα όπως το Facebook βλέπω γενικά να επικρατεί πολλή ρηχότητα και υποκρισία, αλλά αυτά υπάρχουν και πάντα υπήρχαν και στην πραγματική ζωή, δεν τα δημιούργησε το Facebook. Γενικά, όσα αρνητικά και να εντοπίσει κανείς στο διαδίκτυο, αυτά πάντα θα είναι αμελητέα μπροστά στα μεγάλα θετικά του, που είναι η άμεση και απόλυτα ελεύθερη επικοινωνία και διάδοση ιδεών, και μάλιστα από τον οποιοδήποτε και όχι μόνο από λίγους προνομιούχους. Είναι σχεδόν ασύλληπτο το πόσο σημαντικό είναι αυτό για την πορεία της ανθρωπότητας. Αυτή η ελευθερία διάδοσης ιδεών επιτρέπει και σε εμάς να προωθούμε τη μουσική μας και να την κάνουμε γνωστή σε κάθε ενδιαφερόμενο, χωρίς να ανήκουμε σε κανένα κατεστημένο, χωρίς να έχουμε την παραμικρή σχέση με το νοσηρό σύστημα της «showbiz» και χωρίς καμία απολύτως στήριξη από τα παραδοσιακά ΜΜΕ. Να αναφέρω κλείνοντας και την ιστοσελίδα μας: www.bluenoteorgantrio.com

Τι μουσική ακούει ο Μιχάλης Παπαδόπουλος; Υπάρχουν κάποιες καινούργιες κυκλοφορίες που έχεις ξεχωρίσει;

Όσον αφορά τη jazz, με ενδιαφέρει κυρίως η «κλασσική» περίοδός της, δηλαδή οι δεκαετίες του ’40, ’50, και μέχρι τα μέσα του ’60. Και ειδικά τα ρεύματα του bebop και hardbop. Σου ανέφερα πιο πριν κάποιους από τους αγαπημένους μου μουσικούς. Όταν χρησιμοποιώ τη λέξη jazz, αναφέρομαι πάντα σε εκείνη τη μουσική. Η αλήθεια είναι ότι δεν ασχολούμαι τόσο πολύ με τη σύγχρονη jazz. Από φετινές κυκλοφορίες μπορώ πάντως να προτείνω το «Jubilation! Celebrating Cannonball Adderley» του Jim Snidero, πρόκειται για ένα αφιέρωμα ενός σπουδαίου σαξοφωνίστα της εποχής μας σε έναν από τους μεγαλύτερους σαξοφωνίστες όλων των εποχών. Τσεκάρετε επίσης το «The Stylings of Champian» της υπέροχης τραγουδίστριας και πιανίστριας Champian Fulton, το οποίο μόλις κυκλοφόρησε.

Εκτός από jazz, ακούω πολύ heavy metal (!), αργεντίνικο tango (με το οποίο ασχολούμαι και ως χορευτής), ενώ πρόσφατα άρχισα πάλι να ακούω κλασσική μουσική (μια παλιά αγάπη που για μεγάλο διάστημα είχα αφήσει).

Μοιράζεις τη ζωή σου μεταξύ Ελλάδας και Ελβετίας. Κάπου εκεί υπάρχει και η μουσική. Πόσο εύκολο είναι κάτι τέτοιο, να βρεις την ισορροπία, την αρμονία αν θέλεις που χρειάζεται ώστε να “σκάψεις” στη μουσική;

Η βασική δυσκολία στον τρόπο ζωής μου είναι πως ό,τι έχει σημασία για μένα σε προσωπικό επίπεδο βρίσκεται στην Ελλάδα, αλλά η δουλειά μου είναι στην Ελβετία. Είναι πολύ δύσκολο να ζεις σε δυο χώρες ταυτόχρονα, κινδυνεύεις να καταλήξεις να μην έχεις ζωή σε καμία από τις δύο. Βέβαια έρχομαι στην Αθήνα πάρα πολύ συχνά, δύο ή και τρία Σαββατοκύριακα κάθε μήνα, αλλά αυτό δεν είναι ποτέ αρκετό. Ο χρόνος που μου περισσεύει για τη μουσική δεν είναι πάρα πολύς, αλλά αν αγαπάς πολύ κάτι πάντα βρίσκεις χρόνο για αυτό. Η ισορροπία και η αρμονία που ανέφερες, είναι πράγματα τα οποία εγώ βρίσκω στη μουσική. Η μουσική με έχει συντροφεύσει και μου έχει δώσει ελπίδα, κουράγιο και δύναμη σε πολλές δύσκολες περιόδους. Είναι πολύ σημαντικό και πολύ όμορφο το να πιστεύεις σε κάτι, να υπάρχει κάτι που να δίνει στη ζωή σου νόημα. Είναι σημαντικό για λόγους υπαρξιακούς, αλλά και για την ψυχική σου υγεία. Πολλοί άνθρωποι δεν έχουν την τύχη να έχουν κάτι τέτοιο στη ζωή τους.

Σεραφείμ Τουρίκας.

Παρατηρούμε ότι στη συναυλία στήνεις και ηχογραφείς τα πάντα μόνος σου, αλλά και τα κινηματογραφείς με τη βοήθεια συνεργατών σε αυτή την περίπτωση. Έχουμε δει εξαιρετικά δείγματα στο Youtube. Θα μπορούσε να κυκλοφορήσει μελλοντικά μια έκδοση με οπτικοακουστικό υλικό;

Σε ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια. Ναι, κάθε συναυλία μας, ήδη από την πρώτη μας, ηχογραφείται και βιντεοσκοπείται με πολύ καλή ποιότητα ήχου και εικόνας, θα έλεγα σχεδόν «επαγγελματικά». Από το υλικό αυτό επιλέγω κάθε φορά τα 1-2 καλύτερα κομμάτια, τα οποία και δημοσιοποιώ στο Youtube. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν πάνω από 3 ώρες μουσικής, διαθέσιμες δωρεάν, με ηχητική ποιότητα CD και οπτική ποιότητα Full HD. Το αναφέρω αυτό και ως έμμεση απάντηση σε κάποιους που μας ρωτούν «πότε θα βγάλουμε CD». Υπήρχε παλαιότερα η σκέψη να κυκλοφορήσουμε κάποιο από αυτό το υλικό σε DVD. Προς το παρόν αυτό δεν αποτελεί προτεραιότητα, γιατί το υλικό μας είναι έτσι και αλλιώς διαθέσιμο στο internet. Ίσως στο μέλλον βγάλουμε κάποιο DVD με exclusive υλικό, δηλαδή πράγματα που δεν θα δημοσιοποιήσουμε διαδικτυακά, και το οποίο θα μοιράζουμε αποκλειστικά σε όσους έρχονται στις συναυλίες μας, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για την υποστήριξή τους.

Το Σάββατο 17 Νοέμβρη θα εμφανιστείτε στον αγαπημένο χώρο και μόνιμη στέγη πια για το Blue Note Organ Trio, το Beton7, στη μοναδική μάλιστα φετινή σας εμφάνιση. Μίλησε μου για την τόσο ξεχωριστή αυτή βραδιά.

Είναι μια πολύ σημαντική συναυλία γιατί είναι η πρώτη φορά που θα συνεργαστούμε με έναν από τους κορυφαίους jazz μουσικούς της Κύπρου (και με πλούσια διεθνή δραστηριότητα), τον σαξοφωνίστα Χάρη Ιωάννου. Με τον Χάρη μας ενώνει η κοινή μας αγάπη για την κλασσική περίοδο της jazz, το bebop και το hard bop, το οποίο σημαίνει ότι έχουμε κοινά ακούσματα και «μιλάμε την ίδια γλώσσα». Ανυπομονούμε να παίξουμε μαζί του και η συνάντησή μας αναμένεται «εκρηκτική». Σας περιμένουμε!

Χάρης Ιωάννου.

Τα επόμενα σχέδια; Να περιμένουμε ένα ολοκληρωμένο δισκογραφικό βήμα;

Το δισκογραφικό βήμα δεν είναι τόσο μεγάλη προτεραιότητα γιατί όπως είπα πιο πριν, υπάρχει ήδη αρκετή μουσική από τις συναυλίες μας, ηχογραφημένη σε ποιότητα CD, που είναι διαθέσιμη στο internet δωρεάν. Μια δισκογραφική δουλειά είναι σίγουρα κάτι πιο επίσημο, αλλά πέρα από αυτή την επισημότητα, δεν βλέπω κάποιο άλλο πλεονέκτημα του φυσικού CD σε σύγκριση με την ψηφιακή διανομή. Έτσι και αλλιώς ο περισσότερος κόσμος σήμερα ακούει μουσική που κατεβάζει από το internet, είτε νόμιμα είτε παράνομα. Αν είναι να κυκλοφορήσουμε κάποια στιγμή τη μουσική μας και σε φυσικό μέσο, τότε πολύ πιο ελκυστικό από το CD θεωρώ το βινύλιο, που έχει και έναν ρομαντισμό και που για κάποιους από εμάς είναι και «φετίχ» (είμαι φανατικός συλλέκτης βινυλίων). Ένας άλλος παράγοντας που με κρατάει από το να κάνω το δισκογραφικό βήμα, είναι η αθεράπευτη τελειομανία μου, που σου ανέφερα και προηγουμένως. Όσο αισθάνομαι ότι τα κομμάτια που παίζουμε, μπορούμε να τα παίξουμε και καλύτερα, ως σύνολο αλλά και ατομικά το κάθε μέλος, τόσο θα διστάζω να πω ότι η τάδε εκτέλεση του τάδε κομματιού του ρεπερτορίου μας είναι και η «επίσημη» version. Γιατί όλα μας τα κομμάτια κάθε χρόνο τα παίζουμε λίγο καλύτερα από τον προηγούμενο. Το γκρουπ εξελίσσεται συνεχώς.

Όσον αφορά τα μελλοντικά σχέδια: Πρώτον, λίγες αλλά πάντα πολύ προσεγμένες συναυλίες στην Αθήνα, όπως αυτή που έρχεται στις 17 Νοεμβρίου. Δεύτερον, μας αρέσει πολύ να παίζουμε σε φεστιβάλ. Οπότε ευελπιστούμε να έχουμε όλο και περισσότερες προσκλήσεις να παίξουμε σε φεστιβάλ. Και τρίτον, να αρχίσουμε να δίνουμε συναυλίες και εκτός Ελλάδας.

Official Link: www.bluenoteorgantrio.com

Η φωτογραφία του Μιχάλη Παπαδόπουλου και του Leonardo Corradi τραβήχτηκε από τον Μανώλη Παπαδάκη. Η φωτογραφία του Σεραφείμ Τουρίκα τραβήχτηκε από τον Πάνο Βασιλόπουλο (www.panosvisualmedia.com) στο πρόσφατο φεστιβάλ «Jazz στο Πάρκο». Η φωτογραφία του Χάρη Ιωάννου ( guest στην επερχόμενη συναυλία) τραβήχτηκε από τη Γεωργία Θεοδώρου.

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]
//