«Παιδί». Όχι τυχαία μια λέξη που στα ελληνικά μπορεί να περιγράψει ανθρώπους όλων σχεδόν των ηλικιών αναλόγως του επαγγέλματός τους, της κοινωνικής τους τάξης, του εξωτερικού τους στυλ.
Όχι τυχαία αυτή η εκάστοτε προσαρμογή της λέξης σε μια χώρα που διάγει αενάως μια διαταραγμένη παιδική ηλικία από την οποία αρνείται πεισματικά να απαγκιστρωθεί παρά τα όποια περιοδικά εφηβικά της σκιρτήματα.
Όχι τυχαία η τόσο ευρεία ύπουλη μετάλλαξη αυτής της λέξης σε μια χώρα με τόσα σπίτια όπου το παιδικό δωμάτιο κρατά σιδηροδέσμιο τον ένοικό του ίσως και για πάντα, ακόμα και αν το εγκαταλείψει για κάποιο φτηνό υγρό ενοίκιο.
Σε μια κοινωνία όπου ο μισθός ενός ντελιβερά συναγωνίζεται τα κέρδη από πολύ πιο προσοδοφόρες παιδικές δραστηριότητες μιας μέρας, όπως π.χ. τα κάλαντα, σε μια χώρα όπου όποιος δίνει την εντολή για μια μεταφορά παραγγελίας επιφυλλάσσει στον εαυτό του το συναισθηματικό δικαίωμα να φαντασιώνεται ένα διευθυντικό εκτόπισμα ενώ αυτός που «πηγαίνει» την παραγγελία είναι απλά το «παιδί», σε μια τέτοια χώρα οι ταξικές σχέσεις αποκτούν μία τρίτη διάσταση: μια ρευστοποίηση όπου εκτός από το να κατέχεις ένα ρόλο πρέπει να υποδύεσαι και έναν άλλο ρόλο, είτε του πατέρα, είτε του παιδιού.
Η ισοπεδωτική αυτή κλήτευση («να σου πω παιδί», «που είναι το παιδί για την παραγγελία;», «το παιδί στη σκαλωσιά μιλάει ελληνικά;») απηχεί σχήματα που ποικίλουν από παρωχημένα έως δουλοκτητικά.
Αρκεί να ανακαλέσουμε την σχέση μάστορα και μαθητή στον Μεσαίωνα – μια σχέση που προϋπέθετε την αυτοταπείνωση του μαθητευόμενου προ ενός δεύτερου πατέρα- ή ακόμα και το πώς αποκαλούν ακόμα και σήμερα οι ρατσιστές του αμερικανικού νότου τους αρσενικούς Αφροαμερικανούς ανεξαρτήτως ηλικίας: «hey, boy!».
Επιστρέφοντας στη δική μας μιζέρια, οι αυτόκλητοι ιουρασικοί κήνσορες του ελληνικού τραγουδιού – που εν τω μεταξύ παρακολουθούν τον ρου της ελληνικής μουσικής από τις πολεμίστρες των βιλλών τους- απορρίπτουν αυτάρεσκα το ενδεχόμενο μετά από αυτούς να υπήρξε ποτέ πολιτικό τραγούδι.
Ούτε ο Αγγελάκας, ούτε ο Δεληβοριάς, ούτε ο Θανάσης, ούτε ο Μυστακίδης, για να ρίξουμε μια τυχαία ζαριά, χωρούν στον μίζερο και εγωπαθή κορσέ τους.
Από την άλλη μεριά, το ευρύ κοινό των παραπάνω δρώντων καλλιτεχνών, αμυνόμενο ίσως, να έχει αφοσιωθεί εξ ολοκλήρου σε αυτούς αναζητώντας το επόμενο πολιτικό υπονοούμενο με το οποίο θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν την πολιτικότητα των δημιουργών αυτών.
Λοιπόν, σαν σε ματς χωρίς βαθμολογικό ενδιαφέρον, ένας υπομονετικός μουσικός από τον πάγκο, ο Θέμος Σκανδάμης, καθώς από το 2015 υπήρξαν σοβαροί τραυματισμοί, παίρνει την ευκαιρία και εγγράφει ένα πολιτικό κομμάτι με το πιο ισχυρό ταξικό πρόσημο των τελευταίων χρόνων. Και όλα αυτά, διαπερνώντας με σούζα τις συμπληγάδες της στρατευμένης τέχνης από τη μία και της τέχνης για την τέχνη από την άλλη.
Το «Έχει φύγει το παιδί», προσφέρει τόσες ερμηνευτικές διαστρωματώσεις, μιλάει με τέτοια ασθματική ευθύτητα που δεν θυμάμαι άλλο ανάλογό του εδώ και χρόνια.
Ίσως το πρόσφατο «Μίλα» του Μυστακίδη και ο «Θίασος» του Μάλαμα με διαπέρασαν ισοδύναμα με την πρώτη ακρόαση. Με μια χιπχοπίστικη παρατακτικότητα, ο Σκανδάμης παρουσιάζει το αθηναϊκό κάτεργο αναφέροντας σημεία που, όλοι όσοι ζήσαμε στην πόλη, αγαπήσαμε και μισήσαμε. Φαντάζομαι ότι άνθρωποι που καβάλησαν το μηχανάκι της πίτσας και του σουβλακιού, ίσως αυτό να το νιώθουν ακόμα εντονότερα.
Μουσικά, το κομμάτι είναι απλά πολύ μπροστά. Χωρίς αχρείαστες προσπεράσεις αλλά με πολλή, πολλή υπομονή στα φανάρια όπου τέτοιοι καλλιτέχνες, παρακολουθούν κολλημένοι τους «γνωστούς» να περνούν τις λεωφόρους μιας δεδομένης επιτυχίας. Σαρκασμός και ειλικρινής λυρισμός, ρεαλισμός και υπερβατικότητα και ένας καημός που, στα πλαίσια αυτού του μεσανατολικού εργασιακού αλωνιού, δεν θα μπορούσε παρά να αποδοθεί με έναν ημιτελή αμανέ.
Τελικά, αυτή η κουρασμένη βενζινοκίνητη διαδικασία γίνεται έναν ενύπνιο παραμιλητό όπως και μια ζωή συνηθισμένη, εθισμένη σε μια υπερδεκατή κατακρήμνιση.
Καθώς ακούω στο repeat το κομμάτι, μου έρχεται στο νου η «Βενζίνη» του Γκρέγκορυ Κορσώ: «Έρχεται σου λέω ορμητικά με λαδωμένα στουπιά, κομμάτια από καλώδια και λυγισμένα καρφιά […] καβαλώντας ένα σκοτεινό ποτάμι’» (από το επίγραμμα). Και παραμιλάω το ενύπνιο μάντρα της γενιάς μου: πότε θα κατεβάσουμε το σταντ από αυτό το ατελεύτητο τρεχαλητό χωρίς αντίκρισμα, πότε θα σταματήσουμε την κυκλοφορία, πότε θα ξεπακετάρουμε τις ζωές μας και δεν θα τις παραδώσουμε ξανά σε κάποιο στενό της Πατησίων, της Κατεχάκη ή της Μιχαλακοπούλου;
Με αφορμή το κομμάτι του Θέμου Σκανδάμη
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε πρώτα στο tvxs
Διαβάστε επίσης:
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.