«Αυτό είναι το γράμμα μου στον κόσμο, αυτό που ποτέ δεν μου έγραψε ο κόσμος»
«Θα σου πω πως έχουν τα πράγματα- έχω κι εγώ τη συνήθεια να γράφω» είχε εκμυστηρευτεί δειλά σε μια επιστολή της σε ένα φίλο. Στην πραγματικότητα έγραφε παραπάνω από συχνά. Ζούσε και ανέπνεε για αυτό. Αυτή της «η συνήθεια» έμελλε να την κατατάξει ως την μεγαλύτερη Αμερικανή ποιήτρια του 19ου και 20ου αιώνα, πλάι σε μεγάλα ονόματα της αμερικανικής ποίησης όπως αυτό του Ουίτμαν.
Εκκεντρική και περίεργη, τραγικά μοναχική, καταθλιπτική, δυστυχισμένη και σημαδεμένη από τον θάνατο των γύρω της, μια εξαιρετική και σπάνια ποιητική ιδιοφυΐα, η Έμιλυ Ελίζαμπεθ Ντίκινσον θα χαρακτηρισθεί με πολλά επίθετα, αλλά η ίδια θα παραμείνει ένα μυστήριο, λόγω του ότι η μόνη πηγή γνώσης για το ποια πραγματικά ήταν είναι οι στίχοι της. Ελάχιστοι είναι αυτοί που την γνώρισαν και ελάχιστους φίλους είχε με τους οποίους κυρίως αλληλογραφούσε.
Κάπως έτσι θα γίνει μύθος. Η κυρία με τα Λευκά που το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της το πέρασε κλεισμένη στο δωμάτιό της.
«Μακάρι να ‘μασταν πάντα παιδιά, δεν ξέρω πώς να μεγαλώσω»
H Έμιλυ γεννήθηκε ένα πρωινό της 10ης Δεκεμβρίου του 1830 στο Άμερστ της Μασσαχουσέτης, μια μικρή πουριτανική επαρχιακή πόλη που έμελλε να γίνει η εκούσια φυλακή της. Ελάχιστες φορές θα φύγει από την πόλη αυτή και θα ταξιδέψει. Κυρίως για λόγους υγείας.
Οι γονείς της Έντουαρντ Ντίκινσον και Έμιλι Νόρκρος ήταν ευκατάστατοι και εξέχοντα πρόσωπα της τοπικής κοινωνίας, καθώς ο πατέρας της ήταν δικηγόρος, ενώ αργότερα έγινε μέλος του Κογκρέσου. Ήταν προτεστάντες, θρησκόληπτοι και άκρως συντηρητικοί, αλλά ο πατέρας της αγαπούσε την γνώση και ήθελε όλα του τα παιδιά να έχουν την καλύτερη μόρφωση. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον μεγάλωσε η μικρή Έμιλυ με τα δύο της αδέρφια Ώστιν και Λαβίνια.
Ήταν ένα «καλό, ήσυχο, πανέξυπνο αλλά μερικές φορές προβληματικό παιδί» σύμφωνα με την αδερφή της. Διάβαζε μανιωδώς.
Με κέντρο ανάγνωσης τη Βίβλο και τον Σαίξπηρ, μελέτησε τους Αγγλους μεταφυσικούς του 17ου αιώνα (Χέρμπερτ, Βων, Σερ Τόμας Μπράουν) και όλη σχεδόν την αγγλόφωνη ρομαντική και βικτωριανή λογοτεχνία.
Όσο μεγάλωνε οι επιρροές της ήταν από τον Έμερσον και τον Θορώ, τον Χώθορν, πολύ πιθανόν τον Πόε και τον Μέλβιλ. Ιδιαίτερα, όμως, η Έμιλυ επηρεάστηκε από τους Μπράουνινγκ (έγραψε τουλάχιστον δυο ποιήματα για την Ελίζαμπεθ), την Τζωρτζ Ελιοτ (δυο ποιήματα είναι αφιερωμένα στη μνήμη της), την Εμιλυ και την Σαρλότ Μπροντέ (είχε ονομάσει τον σκύλο της από χαρακτήρα του βιβλίου).
Η Έμιλυ σπουδάζει στο Κολέγιο της πόλης για 7 ολόκληρα χρόνια. Μεγαλώνει τριγυρισμένη από βιβλία και καλούς δασκάλους. Ήταν τα χρόνια όπου η Ντίκινσον ήταν όπως κάθε έφηβη της ηλικίας της. Ζωντανή, διάβαζε πολύ, είχε κοινωνικές συναναστροφές και όλοι οι μετέπειτα φίλοι της τους γνώρισε αυτή την περίοδο. Καθώς ο καιρός περνά ο θάνατος εισβάλλει στην ζωή της και η ίδια αρχίζει και πέφτει στη μελαγχολία και το φόβο. Ο θάνατος των αγαπημένων προσώπων την κλείνουν ακόμα πιο πολύ και την οδηγούν στον ποιητικό της αναχωρητισμό.
«Οι λέξεις… δεν ξέρω κάτι άλλο πιο δυνατό»
Το πρώτο της ποίημα χρονολογείται το 1850 όταν ήταν μόλις 20 χρονών. Αλλά κατά πολλούς μελετητές η Ντίκινσον πρέπει να έγραψε από πιο νεαρή ηλικία. Έγραφε σε επιστολές αλληλογραφίας, σε αποκόμματα και πίσω από προσκλήσεις.
Παρά τις όποιες προσπάθειες να καταταχθεί κάπου και να καταδειχθεί η επιρροή της από τα αναγνώσματά της, η ποίηση της Ντίκινσον είναι τόσο ιδιαίτερη και ξεχωριστή που παρόλο που κάποιοι την θεωρούν πρόδρομο του Μοντερνισμού μάλλον κάτι τέτοιο θα ήταν αυθαίρετο. Η ποιητική μοναδικότητα της, η ελλειπτικότητα των ποιημάτων, η αμφισημία των λέξεών που χρησιμοποιεί, η διαφορετικότητα με την οποία χρησιμοποιεί τα θέματά της όπως η φύση, ο έρωτας και ο θάνατος αλλά κυρίως ο μεγάλος προσωπικός χαρακτήρας των ποιημάτων της κάνουν την Ντίκινσον να μένει ένα μυστήριο ποιητικό κεφάλαιο μόνη της. Δεν χωρά πουθενά και ίσως αυτό ήταν ο σκοπό της – «Ξέρεις πόσο απεχθάνομαι το κοινότοπο» είχε γράψει.
Χαρακτηριστικά της ποίησης της Ντίκινσον είναι οι παύλες, το κεφαλαίο στο πρώτο γράμμα της λέξης στο μέσο του ποιήματος, η έλλειψη των αντωνυμιών, των συνδέσμων και των προθέσεων, η απουσία τίτλων στα ποιήματά της.
Η πιο παραγωγή περίοδό της είναι γύρω στα 25-35. Εκείνη την περίοδο συνέθεσε 1100 ποιήματα, αν και υπήρξε παραγωγική σε όλη της τη ζωή καθώς έγραψε 1700 ποιήματα –αριθμός τεράστιος για ποιητή. Παρόλά αυτά έμεινε παντελώς άγνωστη μέχρι και τον θάνατό της. Η ίδια, αν και πολλά από αυτά είχε αρχίσει να τα καθαρογράφει σε τετράδια αλληλογραφίας, είχε εκδώσει μόνο 10 ποιήματά της και αυτά με ψευδώνυμο.
Η ζωή μου είναι εκεί, ακίνητη στο ράφι
Έχει χαρακτηριστεί από πολλούς ως η ανέραστη ποιήτρια. Χαρακτηρισμός άκρως σεξιστικός και λάθος. Μιλάμε για μια εποχή όπου η γυναίκα μπορούσε να συνάψει σχέση με άντρα μόνο με προξενιό και κατόπιν έγκρισης των γονιών και φυσικά μέσω του γάμου μόνο. Η ίδια η Ντίκινσον μεγαλωμένη υπό τα αυστηρά χριστιανικά ήθη σκέφτεται τον έρωτα κυρίως πλατωνικά, αλλά μέσα από τα ποιήματά της βλέπουμε ότι και ο έρωτας υπήρξε κομμάτι της ζωής της και ο πόθος, παρόλο που έμειναν ανεκπλήρωτα και τα δύο. Η Ντίκινσον είχε αρκετές προτάσεις για γάμο που ωστόσο απέρριψε η ίδια, αλλά και πλατωνικούς έρωτες με ανθρώπους που αποτέλεσαν μέντορές της και που ωστόσο είχαν τραγική κατάληξη ή δεν ευοδώθηκαν από επιλογή της ίδιας.
Συγκεκριμένα, ο πρώτος ανεκπλήρωτος έρωτας της ήταν ο εφημέριος Γουάντσγουορθ που μπαινοέβγαινε στο σπίτι των Ντίκινσον. Φαίνεται ότι η Έμιλυ αναπτύσσει κρυφά αισθήματα για τον εφημέριο τα οποία εκφράζει στα ποιήματά της. Ο εφημέριος θα πεθάνει λίγους μήνες μετά και η Έμιλυ θα σημαδευτεί. O δικαστής Οτις Λορντ θα γίνει ο δεύτερος μεγάλος της έρωτας. Θα πεθάνει και αυτός λίγο καιρό αργότερα αφήνοντας την Ντίκινσον μόνη με την ποίησή της. Εκεί θα ανακαλύψει την σημαντικότητά της και το καταφύγιό που της προσφέρει. Δεν θα το αποχωριστεί ποτέ. Και χάρη στη γνωριμία της με τον Σάμιουελ Μπόουλς αποφασίζει να εκδώσει ανώνυμα τρία από τα ποιήματά της. Ο εκδότης του περιοδικού «Springfield Republican», ενθουσιασμένος, της ζητάει και άλλα, την επισκέπτεται, προσπαθεί να κερδίσει τη φιλία της. Η Έμιλι τον βαπτίζει «μοναδικό της γήινο φίλο» και αλληλογραφεί μαζί του, ενώ φαίνεται πως αυτή η νέα σχέση, έστω και εξ αποστάσεως, δίνει νέα πνοή στην ίδια και στην τέχνη της. Από την περίοδο αυτή άλλωστε χρονολογείται ο μεγαλύτερος όγκος των ποιημάτων της. Έχει ωστόσο πληγωθεί πολύ στη ζωή της για να προχωρήσει περισσότερο.
Δεν μπορώ να ζήσω μαζί σου
γιατί αυτό θα ’ταν ζωή
και η ζωή μου είν’ εκεί
ακίνητη στο ράφι.
Η βύθιση στην μοναξιά: «Φοβήθηκα και Κρύφτηκα»
Στα μέσα της δεκαετίας του 1860, πέρασε αρκετούς μήνες σε ένα νοσοκομείο στη Βοστόνη κάνοντας θεραπείες για το μάτι της. «Τα νυχτέρια της γραφής και της μελέτης ίσως ήταν η αιτία που κατέστρεψε η Ντίκινσον την όρασή της. «Και μένα μ’ άρεσε να βλέπω/ Προτού τα μάτια μου χαλάσω».
Όταν επέστρεψε κύλησε βαθύτερα στην απομόνωση του “Homestead”. Κυρίως φόβος της έχει γίνει ο θάνατος. Εκτός από τον θάνατο των ανεκπλήρωτων έρωτών της, ο θάνατος των γονιών της, αγαπημένων φίλων της και μέντορών της την σημαδεύουν ανεξίτηλα. Την φοβίζουν και την οδηγούν στον αναχωρητισμό της.
Ντύνεται στα λευκά και δεν μιλά με τους επισκέπτες παρά μόνο πίσω από κλειστές πόρτες. Δεν βγαίνει από το δωμάτιό της και όταν την καλούν να επισκεφτεί φίλους της τους γράφει ότι δεν φεύγει από το Άμερστ.
Όταν η νύχτα φεύγει,κι είναι το χάραμα τόσο κοντά που τα κενά σχεδόν αγγίζεις-
ώρα να στρώσεις τα μαλλιά, να ετοιμάσεις τα λακκάκια, και ν’ απορήσεις τι να ήσαν τα γηραιά, ξεθωριασμένα μεσάνυχτα και σε φόβισαν.
Μοναχική και επαναστάτρια
«Με κάλεσαν πίσω» γράφει η μαρμάρινη επιγραφή του τάφου της Ντίκινσον ανατριχιαστικιά προφητική. Η Ντίκινσον δεν έφυγε ποτέ πραγματικά και ας πέθανε από αρρώστια το 1886. Παρόλο που έβαλε την αδερφή της να κάψει όλες τις επιστολές της, η Λαβίνια όταν μπαίνει στο δωμάτιο της αδερφής της και ανοίγει τα συρτάρια του γραφείου της ανακαλύπτει ένα θησαυρό με χιλιάδες ποιήματα. Δεν τα καταστρέφει αντ’αυτού τα εκδίδει το 1890 αρκετά βέβαια επιμελημένα από τους τότε εκδότες. Το 1955 θα γίνει η έκδοση των ποιημάτων, ατόφιων και χωρίς παρεμβάσεις.
Η ίδια θα σημαδέψει την Δυτική ποίηση όσο λίγες ποιήτριες. Θα επηρεάσει βαθιά τους σύγχρονούς της, την Τέχνη, το γυναικείο φεμινιστικό κίνημα και θα καταφέρει -ακόμα και μέσα σε έναν πατριαρχικό κόσμο καταπίεσης του γυναικείου σώματος και πνεύματος, ακόμα και κλεισμένη στους τέσσερις τείχους ενός δωματίου- να ακουστεί απέραντα σε όλο τον κόσμο και να μείνει αιώνια.
Αν σταματήσω μια καρδιά που πάει να σπάσει
Δεν ήρθα μάταια στη ζωή
Αν απαλύνω κάποιου την Οδύνη
Ή ηρεμήσω άλλου τον Πόνο
Ή βοηθήσω τον μισολιπόθυμο Κοκκινολαίμη
Να μπει ξανά μες στη Φωλιά
Δεν ήρθα μάταια στη ζωή.
If I can stop one Heart from breaking
I shall not live in vain
If I can ease one Life the Aching
or Cool one Pain
Or help one fainting Robin
Unto his Nest again
I shall not live in vain.
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.