Οι υπεύθυνοι του ζωολογικού κήπου της Βαρσοβίας έκρυψαν και φυγάδευσαν 300 Εβραίους την περίοδο του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου γλιτώνοντάς τους από την εξόντωση. Εξαίρεση αποτέλεσαν μόνο δύο γυναίκες, τις οποίες κατάφεραν να εντοπίσουν οι ναζί αργότερα

“Ρίσκαρα. Τους έδωσα όμως καταφύγιο όχι επειδή ήταν Εβραίοι, αλλά επειδή είχαν πέσει θύματα. Αν ήταν οι Γερμανοί στη θέση τους, θα έκανα το ίδιο. Μιλάμε για ανθρώπους οι οποίοι καταδικάστηκαν, χωρίς να έχουν κάνει τίποτα λάθος. Ήταν τρομακτικό. Η υποχρέωσή μου ως ανθρώπου ήταν να τους βοηθήσω. Ήταν ζήτημα στοιχειώδους ευπρέπειας”. Με αυτά τα λόγια, το 1965, ο Γιαν Ζαμπίνσκι εξηγούσε τους λόγους, οι οποίοι βρίσκονταν πίσω από την απόφαση του ίδιου και της συντρόφου του να κρύψουν στον ζωολογικό τους κήπο εκατοντάδες Εβραίους από τους ναζί, την ώρα που εκείνη την εποχή ήταν επιλήψιμο ακόμη και να τους δώσεις ένα ποτήρι νερό.

Το 1968 ο Γιαν Ζαμπίνσκι και η Αντονίνα Ζαμπίνσκι βραβεύθηκαν από το Ισραήλ με τον τιμητικό τίτλο «Δίκαιοι των Εθνών» και φυτεύτηκε συμβολικά ένα δέντρο στη μνήμη τους στο Γιαντ Βασσέμ, το μνημείο του Ολοκαυτώματος.

Το 2007 η Ντιαν Άκερμαν, Αμερικανίδα συγγραφέας και ποιήτρια, έγραψε την ιστορία τους, σε βιβλίο το οποίο ήταν βασισμένο στο ημερολόγιο που κρατούσε η Αντονίνα Ζαμπίνσκα. και είχε τίτλο “Η γυναίκα του ζωολογικού κήπου”. Οκτώ χρόνια αργότερα, με τον ίδιο τίτλο, βγήκε και ταινία, η οποία βασιζόταν στο βιβλίο, σε σκηνοθεσία της Νίκι Κάρο.


Το ζεύγος Ζαμπίνσκι ταΐζει ένα από τα πουλιά που φιλοξενούν στον ζωολογικό τους κήπο

Η ζωή πριν τον πόλεμο

Πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο ζωολογικός κήπος ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής προορισμός. Κάθε χρόνο χιλιάδες άνθρωποι τον επισκέπτονταν και έβλεπαν από κοντά άγρια ζώα. Παπαγάλοι που πετούσαν ελεύθεροι, αετοί, γεράκια, ελέφαντες, ιπποπόταμοι, βίσωνες, λάμα, καμήλες, ζέβρες, άλογα, λύκοι, μαϊμούδες, γορίλες και πολλά ακόμη ζώα, ζούσαν στον τεράστιο ζωολογικό κήπο, που διέθετε περίπου 100 κλουβιά.

Το 1928, όταν έγιναν τα εγκαίνια, μετρούσε 475 είδη ζώων, από τα οποία τα 3/4 ήταν πτηνά και το 1/4 θηλαστικά. Τις πρώτες δύο εβδομάδες, τον κήπο επισκέφθηκαν πάνω από 6.500 άτομα. Το 1937 γεννήθηκε η Τουζίνκα, ο πρώτος ελέφαντας από την Ινδία σε ζωολογικό κήπο στην Πολωνία και ο 12ος στον κόσμο που γεννήθηκε σε καθεστώς αιχμαλωσίας.

Οι Ζαμπίνσκι είχαν επίσης μεγάλη αγάπη για την τέχνη. Διοργάνωναν συναυλίες και προσκαλούσαν καλλιτέχνες που έστηναν δρώμενα στα σοκάκια του πάρκου. Στον χώρο υπήρχε επίσης μία βίλα, η οποία είχε χτιστεί με βάση τη μοντέρνα -τότε- αρχιτεκτονική. Ήταν επίσης χώρος που προσέλκυε ζωολόγους, ερευνητές και επιστήμονες απ’ όλο τον κόσμο.

Η αφορμή που κατασκεύασαν οι ναζί

Την 1η Σεπτεμβρίου του 1939 τα πάντα άλλαξαν. Η ναζιστική Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία με την πρόφαση ότι Πολωνοί αντάρτες είχαν προσπαθήσει να εισβάλουν στο έδαφός της μία εβδομάδα πριν.

Οι Γερμανοί έστησαν επίθεση σε βάρος τους, χρησιμοποιώντας 150 κρατούμενους από το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπούχεβαλντ, τους οποίους μετέφεραν στον σιδηροδρομικό σταθμό Γκλάιβιτς και έντυσαν με πολωνικές στολές. Προξένησαν μικρές καταστροφές στον σταθμό, ώστε να φανεί ότι δέχτηκε επίθεση, και στη συνέχεια σκότωσαν τους κρατούμενους, υποχρεώνοντάς τους να καταπιούν δηλητήριο. Έπειτα πυροβόλησαν τα πτώματα.

Την 31η Αυγούστου όλα ήταν έτοιμα. Αργά το βράδυ, έφτασαν στις εφημερίδες δύο τηλεγραφήματα του ημιεπίσημου γερμανικού πρακτορείου ειδήσεων DNB. To πρώτο λέει:

«DNB, Μπρεσλάου, 31η Αυγούστου.

Απόψε, γύρω στις 8 μ.μ., Πολωνοί επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά και κατέλαβαν τον ραδιοσταθμό του Γκλάιβιτς. Οι Πολωνοί κατέλαβαν με τη βία την αίθουσα εκπομπών. Στη συνέχεια, μετέδωσαν μια προκήρυξη στην πολωνική και τη γερμανική γλώσσα. Η αστυνομία, που ειδοποιήθηκε από ακροατές του σταθμού, κατόρθωσε μέσα σε λίγα λεπτά να τους εξουδετερώσει. Οι αστυνομικοί υποχρεώθηκαν να κάνουν χρήση των όπλων τους. Από τα πυρά έχασαν τη ζωή τους κάποιοι από τους εισβολείς».

Το δεύτερο τηλεγράφημα στάλθηκε λίγες ώρες αργότερα και έλεγε:

«DNB, Όπελν, 31 Αυγούστου.

Σχετικά με τα επεισόδια στο Γκλάιβιτς, έγιναν γνωστά και τα παρακάτω: Η αιφνιδιαστική επίθεση στον ραδιοσταθμό ήταν προφανώς το σύνθημα για μια γενική επίθεση Πολωνών ανταρτών στο γερμανικό έδαφος. Από τα μέχρι τώρα στοιχεία, προκύπτει ότι Πολωνοί αντάρτες πέρασαν, περίπου, την ίδια ώρα σε δυο άλλα σημεία τα γερμανικά σύνορα. Οι εισβολείς διαθέτουν βαρύ οπλισμό και, όπως φαίνεται, υποστηρίζονται από τμήματα του τακτικού πολωνικού στρατού. Τμήματα της αστυνομίας ασφαλείας των συνόρων αντιμετώπισαν τους εισβολείς. Οι σφοδρές μάχες συνεχίζονται ακόμα».

“Η αφορμή είχε δοθεί”, γράφει ο “Ριζοσπάστης” σε αφιέρωμά του, το 2002, για τη μέρα που άρχισε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο Χίτλερ διέταξε στις 5 το πρωί της 1ης Σεπτεμβρίου 1939 την προέλαση της Βέρμαχτ, που περίμενε με το όπλο παρά πόδας στα σύνορα με την Πολωνία. Έτσι ξεκίνησε μια επιχείρηση εξόντωσης, που μέχρι το τέλος της στοίχισε τη ζωή του ενός τετάρτου του πολωνικού πληθυσμού.

Βόμβες στην πόλη, βόμβες στα κλουβιά με τα ζώα

Οι ναζιστές βομβάρδιζαν και πυροβολούσαν αδιακρίτως. Ο ζωολογικός κήπος υπέστη μεγάλες καταστροφές από τις ρίψεις των αεροσκαφών και πολλά από τα ζώα σκοτώθηκαν. Κάποια από αυτά τα πυροβόλησαν οι φύλακες για λόγους ασφαλείας, καθώς είχαν σκοτωθεί με την καταστροφή των κλουβιών. Άλλα τα πυροβόλησαν και τα σκότωσαν για τροφή.

Την εμφάνισή του στο πάρκο έκανε πολύ σύντομα μετά την έναρξη των βομβαρδισμών ο ζωολόγος Λουτζ Χεκ, ο οποίος παλιότερα το είχε επισκεφθεί ως επιστήμονας και υπεύθυνος του ζωολογικού κήπου στο Βερολίνο. Στην πρώτη του επίσκεψη δεν είχε φανερώσει τις πολιτικές του θέσεις. Όταν μάλιστα είχε ερωτηθεί ποια είναι η άποψή του για τον Χίτλερ, είχε απαντήσει πως δεν είναι πολιτικός αλλά ένας απλός ζωολόγος.

Αργότερα, όταν οι ναζί εισέβαλαν στην Πολωνία, ο Χεκ ήρθε ως κατακτητής και απόλυτα αφοσιωμένος στο Τρίτο Ράιχ. Διενεργούσε πειράματα σε ζώα για τον Χίτλερ και επιχειρούσε να επαναφέρει με τον αδερφό του, επίσης ζωολόγο και υπεύθυνο του ζωολογικού κήπου στο Μόναχο, τα άγρια βόδια άουροχ, πιο γνωστά ως “αγελάδες του Χίτλερ”. Είχαν μακριά και αιχμηρά κέρατα που θύμιζαν τους μινωικούς ταύρους και το βάρος του ζώου κυμαινόταν από 800 έως 1.000 κιλά. Το μήκος τους έφτανε περίπου τα τρία μέτρα και το ύψος τους σχεδόν τα δύο.

Τα ζώα που φρόντιζαν, έπρεπε τώρα να τα θάψουν

Φτάνοντας στον ζωολογικό κήπο των Ζαμπίνσκι, πρότεινε να φυγαδεύσει τα πιο μεγάλα και σπάνια ζώα στη Γερμανία ώστε να τα διασώσει από τον στρατό στον οποίο… ο ίδιος ήταν ενταγμένος. Επρόκειτο για λεηλασία. Το ζευγάρι αναγκάστηκε να δώσει τη συγκατάθεσή του, ενώ ο Χεκ χρησιμοποίησε τον χώρο για να κάνει γενετικά πειράματα με τα εναπομείναντα ζώα. Το θλιβερό σκηνικό συμπλήρωσε το… σαφάρι από διμοιρία στρατιωτών των SS, οι οποίοι κυνήγησαν και σκότωσαν για πλάκα τα ζώα που δεν τους ήταν “χρήσιμα”. Ο χώρος ήταν γεμάτος ερείπια και οι άνθρωποι που φρόντιζαν τα ζώα, έπρεπε τώρα να τα θάψουν.

Βλέποντας τις κτηνώδεις πράξεις των ναζί απέναντι στα ζώα, το ζευγάρι αναρωτήθηκε, όπως κατέγραψε στο ημερολόγιό της η Αντονίνα, ποια θα ήταν η συμπεριφορά τους στους ανθρώπους. Άνθρωποι δικοί τους, φίλοι τους, ήταν κι αυτοί ανάμεσα στους διωκόμενους.

Η αρχή έγινε με μια φίλη τους Εβραία, την οποία έκρυψαν στη βίλα τους και η οποία παρέμενε στην κρυψώνα μέχρι το βράδυ. Ο Γιαν στην αρχή ήταν διστακτικός. Ακόμη κι η πιο μικρή πράξη αλληλεγγύης προς τους Εβραίους μπορούσε να οδηγήσει σε δίωξη. Στη συνέχεια όμως, ήταν εκείνος που θα ερχόταν στη θέση της Αντονίνα και θα της ζητούσε να διασώσουν πολλούς περισσότερους διωκόμενους.

Βλέποντας τις συνθήκες που επικρατούσαν στο γκέτο της πόλης με τους Εβραίους, υποσιτισμένους ανθρώπους και χτυπημένους, ανήλικα κορίτσια που κακοποιούνταν από τους ναζιστές, οι Ζαμπίνσκι δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Δεν μπορούσαν να κλείσουν τα μάτια μπροστά στην αδικία. Ως ζωόφιλη και πιστεύοντας ότι κάθε ύπαρξη είναι σημαντική, η Αντονίνα ήξερε ότι έπρεπε να λειτουργήσουν με αυταπάρνηση.

Τους έκρυβε με αποφάγια

Το πιο σημαντικό ήταν να κρατήσουν τον ζωολογικό κήπο ανοιχτό. Καθώς δεν είχε πια ζώα, ο Γιαν σκέφτηκε την ιδέα να μετατραπεί ο κήπος σε εκτροφείο γουρουνιών. Χρησιμοποίησε ως βασικά επιχειρήματα το χαμηλό κόστος τροφής, αλλά και ότι θα μπορούσαν να τρέφονται από τα γουρούνια και οι στρατιώτες. Ο Χεκ, χωρίς να υποψιάζεται το παραμικρό, αλλά και λόγω των αισθημάτων που έτρεφε για την Αντονίνα, έδωσε στους Ζαμπίνσκι την άδειά του.

Ο Γιαν έγινε υπεύθυνος για τη επίβλεψη των δημοσίων πάρκων της Βαρσοβίας και έτσι έλαβε άδεια από τις αρχές για να μπαίνει στο γκέτο με το φορτηγό του ώστε να παίρνει τροφή για τα γουρούνια.

Η τροφή προερχόταν από τα αποφάγια εστιατορίων, ξενοδοχείων και τα σκουπίδια. Μέσα εκεί που έβαζε τα αποφάγια κρύβονταν οι Εβραίοι που διασώθηκαν, τους οποίους σκέπαζε με τα υπολείμματα. Ο Γιαν συμμετείχε ήδη ενεργά στην Πολωνική Αντίσταση και χάρη στη βοήθειά της τους προμήθευε με πλαστά ταξιδιωτικά έγγραφα και τους προετοίμαζε για το μεγάλο ταξίδι προς την ελευθερία. Για όσους έμεναν πίσω, επιδίωκε να προωθεί κάποιες μικρές ποσότητες τροφίμων στο γκέτο. Δεν αρνήθηκε σε κανέναν τη βοήθεια να δραπετεύσει.


Εβραίοι κυνηγημένοι από τους ναζί κρύβονται σε κλουβί

Κρύβονταν στα κλουβιά, σινιάλο με το πιάνο

Οι Εβραίοι κρύβονταν σε κλουβιά ζώων στο σπίτι τους, μέχρι δώδεκα τη φορά. Αφού εξασφάλιζαν τα απαραίτητα έγγραφα, φυγαδεύονταν μέσα από κρυφές υπόγειες σήραγγες και επιβιβάζονταν σε όχημα, το οποίο αναχωρούσε πριν έρθουν το πρωί οι Γερμανοί στρατιώτες για επιθεώρηση. Για να φτιαχτούν τα χαρτιά μπορεί να χρειάζονταν ακόμη και δύο χρόνια.

Μέσα στο σπίτι η Αντονίνα χρησιμοποιούσε ως σινιάλο τραγούδια που έπαιζε στο πιάνο. Όταν είχε κόσμο στο σπίτι, έπαιζε το κομμάτι «Go, go, go to Crete» του συνθέτη και βιολοντσελίστα της ρομαντικής εποχής Ζακ Όφενμπαχ και οι διαφυγόντες έμεναν στο υπόγεια και έκαναν ησυχία. Όταν έπαιζε πάλι, μπορούσαν να βγουν.

Σε μια ολόκληρη εβραϊκή οικογένεια η Αντονίνα είχε φτιάξει και βάψει τα μαλλιά των μελών της, ώστε να μη γίνουν αντιληπτά. Για ν’ αντικαταστήσουν τα εβραϊκά τους ονόματα, τους έδινε για επώνυμα ονόματα ζώων που είχε στον κήπο της (π.χ. η οικογένεια Σκίουροι, η οικογένεια Χάμστερ, η οικογένεια Φασιανοί). Μόνο δύο γυναίκες δεν τα κατάφεραν, καθώς τα μαλλιά τους ξέβαψαν, με αποτέλεσμα να γίνουν αντιληπτές από τους ναζί, οι οποίοι τις εκτέλεσαν. Ο λόγος για τη Ρόζα Ανζέλοβνα και τη μητέρα της, που δολοφονήθηκαν αφού είχαν μεταφερθεί από τον ζωολογικό κήπο σε μια πανσιόν στη Βαρσοβία.

Η επιχείρηση διάσωσης που είχε ξεκινήσει το 1939 σταμάτησε το 1944, όταν ο Γιαν τραυματίστηκε σοβαρά κατά τη διάρκεια της εξέγερσης της Βαρσοβίας και πιάστηκε αιχμάλωτος. Η αντίστροφη μέτρηση όμως για τους ναζί είχε ξεκινήσει, καθώς στις 2 Σεπτεμβρίου του 1945 ήρθε η οριστική ήττα για τους φασίστες. Έξι χρόνια ακριβώς από την αρχή του πολέμου.

Η ζωή άρχισε σιγά – σιγά να κυλάει πάλι σε κανονικούς ρυθμούς και το 1949 ο Γιαν και η οικογένειά του λειτουργούσαν και πάλι τον ζωολογικό τους κήπο.

Να φτερουγίσει πάλι η ελευθερία

Από την άλλη, οι εποχές έχουν αλλάξει. Ο ζωολογικός κήπος της Βαρσοβίας ναι μεν αποτελεί ένα σημείο αναφοράς για την ιστορία και τον αγώνα απέναντι στον φασισμό, ωστόσο υπάρχουν χιλιάδες ζώα που ζουν εγκλωβισμένα. Το ιστορικό βαρύ φορτίο δεν μειώνει σε τίποτα τη βαρύτητα του ζητήματος, όσο καλές συνθήκες κι αν υπάρχουν. Τα κλουβιά πρέπει να ανοίξουν και για τους τελευταίους αιχμάλωτους.

Πρόσωπα που πέρασαν από το σπίτι των Ζαμπίνσκι

Μανταλένα Γκρος: Υπήρξε γνωστή γλύπτρια, η οποία έφτιαχνε γλυπτά με ζώα, γοητευμένη από τον κόσμο. Το 1913, 22 χρονών, είχε παρουσιάσει τρία έργα της στο Μουσείο Σύγχρονης Πολωνικής Τέχνης. Λίγα χρόνια αργότερα ωστόσο ένιωθε ότι είχε χάσει τη δημιουργικότητά της, η οποία αναζωπυρώθηκε μετά το βίωμα της στον ζωολογικό κήπο της Βαρσοβίας.

Ρετζίνα Κένιγκσβαιν: Πριν τον πόλεμο ο πατέρας της Σομπόλ προμήθευε με μήλα, κεράσια, ντομάτες και αγγούρια τον ζωολογικό κήπο. Είχε ένα μαγαζί στην οδό Ζάμπλοβσκα. Περπατούσε πάντα με τσέπες γεμάτες καλούδια για τα παιδιά και τα ζώα.

Ρέιτσελ Άουερμπαχ: Ήταν συγγραφέας, δημοσιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας. Ήταν ένα από τα τρία επιζώντα μέλη της ομάδας που χρονογραφούσε την καθημερινότητα στο γκέτο της Βαρσοβίας και εκείνη που πήρε την πρωτοβουλία να ξεκινήσει έρευνα για την ανεύρεση των χειρόγραφων της ομάδας. Επίσης διηύθυνε το Τμήμα Συλλογής Μαρτυριών στο Γιαντ Βασσέμ, από το 1954 έως το 1968.

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]

About The Author

Γεννήθηκε και ζει στα Εξάρχεια. Αγαπά τους τοίχους τους, τους αγώνες και τους ανθρώπους τους. Του αρέσει να φωτογραφίζει και να γράφει για όσα δεν μπόρεσε να φωτογραφίσει. Κυκλοφορεί από τα εννιά του με μια εφημερίδα στο χέρι και συνεχίζει να γράφει σε μπλοκάκι στα ρεπορτάζ. Ακούει ό,τι μακριά πολύ μακριά μας ταξιδεύει και διαβάζει ό,τι του γυαλίσει στις βιτρίνες της Καλλιδρομίου, της Ζωοδόχου Πηγής και της Θεμιστοκλέους. Αγαπά τα νησιά και κάποτε θέλει να ζήσει σε ένα από αυτά. Μέχρι τότε, κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για μια διαφορετική δημοσιογραφία, με πολλά αυτοδιαχειριζόμενα 3point και γραφιάδες χωρίς περιορισμούς.

Related Posts

//