Μετά από «κυοφορία» έξι ετών και έχοντας διανύσει μια επιτυχημένη φεστιβαλική διαδρομή τόσο διεθνώς (Μόντρεαλ, Λονδίνο), όσο και στην Ελλάδα («Νύχτες Πρεμιέρας»), Ο εχθρός μου, η πιο πρόσφατη ταινία του Γιώργου Τσεμπερόπουλου, προβάλλεται από την προηγούμενη Πέμπτη στις αίθουσες.
Πρωταγωνιστής της είναι ο 48χρονος Κώστας Στασινός (εξαιρετικός στον πολυεπίπεδο ρόλο του ο Μανώλης Μαυροματάκης), γεωπόνος, ιδεολόγος, φιλήσυχος οικογενειάρχης και πατέρας δύο ανήλικων παιδιών. Η οικογενειακή τους γαλήνη γίνεται κομμάτια, όταν εισβάλλει στο σπίτι τους, μια φροντισμένη μονοκατοικία στα νότια προάστια, μια πολυεθνική συμμορία κακοποιών. Ο Στασινός θα βρεθεί ενώπιον ενός πιεστικού διλήμματος που θα τον υποχρεώσει να αναστοχαστεί πάνω στο αξιακό του σύστημα και την ιδεολογικο-πολιτική του ταυτότητα: να ξεχάσει ό,τι τους συνέβη, ή να εκδικηθεί; Με αφορμή την έξοδο της ταινίας στις αίθουσες, συνομιλούμε με τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο.
Γιατί, λοιπόν, μία ταινία με αυτό το θέμα, και με την οπτική που επιλέξατε σε συνεργασία με τον σεναριογράφο Γιάννη Τσίρο, στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία;
Το σενάριο δεν προϋπήρχε. Εγώ πήγα με ένα θέμα, την οργή, και μιλούσαμε επί πολλούς μήνες γι’ αυτό, χωρίς να έχουμε κάποιο story. Ήμουν σίγουρος ότι με τον Τσίρο είμαστε από την ίδια κινηματογραφική οικογένεια, ότι γράφουμε για ανθρώπους, για χαρακτήρες που ζουν εδώ, που υπάρχουν γύρω μας. Και όχι για «χάρτινους» χαρακτήρες που υπηρετούν τα ιδεολογήματά μας. Μια καλή ταινία όποιου ύφους και να είναι δεν μπορεί παρά να έχει κανονικούς ανθρώπους. Παράδειγμα, κατ’ εξοχήν καλλιτεχνική ταινία, ο «Αντρέι Ρουμπλιόφ» του Ταρκόφσκυ, έχει «χάρτινους» χαρακτήρες; Η «Νοσταλγία» έχει «χάρτινους» χαρακτήρες; Τον πρωταγωνιστή της, τον ποιητή, αν και η ταινία έχει πολύ λίγα λόγια τον αναγνωρίζουμε και ξέρουμε τι δουλειά κάνει, τι επιθυμεί και πώς αισθάνεται. Αυτά τα ξέρουμε κι από τον Μπερτολούτσι και τον Φελίνι, όλους τους Ιταλούς και όλους τους Γάλλους.
Γιατί οι χαρακτήρες απεικονίζονται με τον τρόπο που απεικονίζονται;
Γιατί ήθελα να κάνω μία ταινία που δεν έχω ξανακάνει, άλλου είδους και ρυθμού, που να μην έχει νεκρούς χρόνους. Ήθελα να «τσιτώσω», να ασχοληθώ με την οργή που συσσωρεύεται μέσα σε έναν χαρακτήρα. Είναι κάτι που αισθάνομαι να σφίγγει γύρω μου συνέχεια. Ήδη πριν από έξι χρόνια, που είχα διαβάσει μια σκηνή σε ένα βιβλίο, μου ήρθε η ιδέα. Ήθελα μια ταινία με σασπένς και ένταση, μια ταινία που να είναι επιτακτικό να δεις τι θα γίνει παρακάτω. Τώρα θα ήθελα πολύ να κάνω μία κωμωδία. Δεν μπορώ, βέβαια, να ξεφύγω από τον εαυτό μου, άρα θα είναι τραγικωμωδία.
Ο κεντρικός χαρακτήρας είναι ιδεολόγος. Γιατί;
Γιατί ο Τσίρος κι εγώ είμαστε ιδεολόγοι και ξέραμε να γράψουμε γι’ αυτόν τον χαρακτήρα, έναν χαρακτήρα σκεπτόμενο, με θεωρητικό υπόβαθρο, καλλιεργημένο, πασιφιστή, του διαλόγου. Προφανώς θα ήταν ένας άνθρωπος μέσα στην κοινωνία και αρχικά το επάγγελμα του ήταν ιδιοκτήτης μάντρας μεταχειρισμένων αυτοκινήτων. Οι αντιθέσεις που εμπεριέχουν οι χαρακτήρες είναι σημαντικό εργαλείο. Είναι πολύ ενδιαφέρον να είναι προοδευτικός και να πουλάει αυτοκίνητα, κι ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι να είσαι κομμουνιστής και χρηματιστής. Γιατί αυτός έχει το δίλημμα και το διχασμό μέσα του, αυτό παράγει δράμα. Κάποτε μου είχαν προτείνει να κάνω ταινία τη ζωή του Τσιτσάνη. «Γιατί του Τσιτσάνη;», λέω. Στη ζωή του όλα πήγαν ρολόι, δεν είχε τίποτε το δραματικό. Ο Βαμβακάρης είναι ο ενδιαφέρων χαρακτήρας.
Στον «Εχθρό μου», λοιπόν, μέσα από κάποιες διαδικασίες επιλέξαμε να είναι γεωπόνος. Το επάγγελμα παίζει πολύ μεγάλο ρόλο. Αυτό που σε καθορίζει πατόκορφα, inside-out, είναι τι δουλειά κάνεις, αν έχεις να φας και αν αγαπιέσαι ή όχι. Αυτά είναι απολύτως βασικά στη ζωή, συνδυασμένα με το ποιος είναι ο ψυχικός σου κόσμος. Είναι πολύ πιο ενδιαφέρων ένας άνθρωπος που δέχεται εισβολή στο σπίτι του και έχει αρχές. Τι «ψωμί» έχει, αν βάλεις έναν μπρατσωμένο, εκτός του ότι θα παίξουν γερό ξύλο; Η ιδεολογία του πρωταγωνιστή παράγει έντονο conflict με έναν ιδεολόγο αριστερό ή και με έναν θρησκευόμενο. Στους θρησκευόμενους, όμως, ειδικεύονται οι καθολικοί και το έχουν εξαντλήσει το θέμα.
Με ενδιαφέρει να μάθω για το χαρακτήρα του γείτονα, του απότακτου στρατιωτικού, ο οποίος έχω την αίσθηση ότι είναι εξαιρετικά καλοδουλεμένος. Τον διαλέξατε σε σχέση και με την τρέχουσα πραγματικότητα;
Γράφτηκε πριν τέσσερα χρόνια. Έχουμε όλοι «κοντή» μνήμη. Τότε λέγαμε για το ΛΑΟΣ. Αυτός ο συγκεκριμένος και ο Μιχαλολιάκος υπήρχαν και υπάρχουν, «ανάβουν» και «σβήνουν», ευτυχώς. Το σενάριο, εκτός από λεπτομέρειες, είχε τελειώσει λίγους μήνες αφού μας είπε ο Γιωργάκης ότι φαλιρίσαμε, το 2009, που σημαίνει ότι άρχισε να γράφεται το ‘08. Αν ο πρωταγωνιστής ήταν νεοφιλελεύθερος, τότε, αντί του στρατόκαυλου γείτονα, θα έπρεπε να βάλουμε τρομοκράτη. Βάσει της ταμπέλας μιλάω, που αλλάζει με τις δεκαετίες.
Ο τίτλος της ταινίας αφορά στο άλογο στοιχείο που ενυπάρχει στον καθένα μας; Ποιος είναι ο εχθρός μου, τελικά;
Ο σωστός τίτλος είναι «The enemy within», που τον μεταφράσαμε στα ελληνικά «Ο εχθρός μου», γιατί «ο εντός εχθρός» μοιάζει λίγο με δοκίμιο, βιβλίο ή κοινωνική ανάλυση. Σκεφτόμασταν να τον αλλάξουμε, δεν βρήκαμε όμως ποτέ καλύτερο. Το «Τhe enemy within» περιλαμβάνει τα πάντα: εντός της πατρίδας, εντός της οικίας, εντός της πόλης και εντός μας. Με το ανοιχτό τέλος που έχει η ταινία, ο θεατής κάνει τις δικές του σκέψεις ανάλογα με τη δική του συνείδηση. Τι θα κάνει ο κεντρικός χαρακτήρας μετά το τέλος της ταινίας, αυτό είναι ένα ερώτημα. Έτσι λένε οι θεατές ότι συμβαίνει.
Σε θέματα ζωής ή θανάτου το μυαλό έρχεται δεύτερο. Το μυαλό υπάρχει επί χιλιάδες χρόνια ανεπτυγμένο ως σκέψη που έφτιαξε κώδικα αξιών. Το ένστικτο, όμως, υπάρχει επί εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια. «Στο DNA μας» σημαίνει ότι, αν κάποιος σου κουνηθεί, βγάλ’ του το μάτι, πριν στο βγάλει αυτός! Γι’ αυτό μας χειραγωγούν τόσο εύκολα στους πολέμους. Ποιο είναι το χειρότερο κτήνος του 20ού αιώνα; Ο άνθρωπος. Αυτό με φέρνει και στην άποψη ότι δεν πρέπει να συγχέουμε τους φτωχούς με τους πεινασμένους. Ποιο ζώο, όταν δεν έχει να φάει, σκέφτεται ότι «εκείνο το κόκαλο είναι του άλλου ζώου, δεν πρέπει να του το φάω»; Θα το πάρεις για να το φας! Η πείνα δεν ελέγχεται. Όταν, λοιπόν, ο δυτικός άνθρωπος έχει βομβαρδίσει όλη την Ανατολή και έχει καταστρέψει ζωές και παραδοσιακούς τρόπους δουλειάς και κουλτούρας αιώνων, τι θα κάνουν αυτοί οι άνθρωποι για να επιβιώσουν; Για μένα, ο πραγματικά πεινασμένος δεν είναι εγκληματίας, όταν κλέβει για να φάει. Και για το ότι η χώρα μας μπάζει από παντού και χάσκει είναι δικό μας πρόβλημα. Όσο για τους κανονικούς εγκληματικούς τύπους, για μένα δε διαφέρουν αν είναι Έλληνες ή ξένοι.
Η ταινία εξερευνά, ανάμεσα σε άλλα θέματα, και αυτό της αυτοδικίας. Ποια είναι η άποψή σας για την αυτοδικία- όχι στο κινηματογραφικό πεδίο, αλλά στο ευρύτερο ηθικό και κοινωνικοπολιτικό;
Είναι παντελώς απαράδεκτη. Αυτό το λέει καθαρά η ταινία.
Να το πάρουμε, όμως, απ’ την αρχή; Απ’ το πρώτο «πού πα ρε μαλάκα;» και την πρώτη μούντζα της ημέρας στους δρόμους της Αθήνας, που και τα δύο πάντα ανταποδίδονται ακαριαία; Ο κανιβαλισμός να φάμε τη θέση του άλλου, να αποκλείσουμε τα πεζοδρόμια, κλπ ανεβάζει την αδρεναλίνη στα ύψη. Είναι πολύ επιθετική η ατμόσφαιρα στην πόλη. Είναι μαρτύριο να είσαι μητέρα ή γιαγιά, να έχεις ένα καρότσι με μωρό κι ένα παιδί από το χέρι και να προσπαθείς να περάσεις από τα ανύπαρκτα, και συχνά απρόσιτα, πεζοδρόμια. Ζούμε σε μία πόλη, όπου αυτά θεωρούνται κανονικά. Τα νεύρα είναι μεταδοτικά και δηλητηριάζουν την καθημερινότητά μας.
Έχουμε πρόβλημα με την χαλαρότητα που εφαρμόζονται οι νόμοι, οι οποίοι υπάρχουν και είναι πλήρεις και καλοί, αλλά συμπεριφερόμαστε όλοι σαν να μην υπάρχουν. Ζούμε σε ένα περιβάλλον γαϊδουρινής συμπεριφοράς, και θέλω να πάρω τη βαριοπούλα να σπάσω τα τζάμια του αυτοκινήτου που αναγκάζει την γιαγιά να βγει στην άσφαλτο με τα λεωφορεία. Επειδή αυτό είναι «χοντρό», κάνει θόρυβο και δε μου ταιριάζει και αισθητικά, μια φορά ξεφούσκωσα και τα 4 λάστιχα ενός! Αυτόν τον μπαγάσα που ταλαιπώρησε τόσον ανήμπορο κόσμο, καθόμουν και τον κοίταζα να πηγαίνει ένα-ένα τα λάστιχα με ταξί στο βουλκανιζατέρ επί τρεις ώρες. Ξέρω ότι δεν έπρεπε, αλλά ενθουσιάστηκα που το έκανα!
Περισσότερες πληροφορίες για την ταινία, στο επίσημο blog
*Η εσωτερική φωτογραφία του Γιώργου Τσεμπερόπουλου είναι του Νίκου Βαρδακαστάνη.
Γιάννης Κοντός
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.