Οι εργαζόμενοι διεκδικούσαν για έξι μήνες την αύξηση των πολύ χαμηλών μισθών τους και το δικαίωμα στον συνδικαλισμό. Η γνωστοποίηση των άθλιων συνθηκών εργασίας αποτέλεσε ισχυρό πλήγμα για την εικόνα που φιλοτεχνούσε η επιχείρηση, ισχυριζόμενη ότι εργοδότες και υπάλληλοι “είναι όλοι μια μεγάλη οικογένεια”

Τα McDonald’s δεν είναι μια οποιαδήποτε επιχείρηση. Ήταν και πιθανόν παραμένει ο μεγαλύτερος εργοδότης ημιαπασχόλησης στις ΗΠΑ, όπου εργάζονταν το 1979 πάνω από 150.000 νέοι εργαζόμενοι. Ταυτόχρονα, λειτουργούσαν 5.000 καταστήματα της αλυσίδας σε όλο τον κόσμο, τα όποια είχαν όλα ως βασικές κοινές αρχές το απλό φαγητό, τη γρήγορη εξυπηρέτηση και τη φτηνή εργασία. Η εταιρεία, φυσικά, απεχθανόταν τους συνδικαλιστές. Ενώ ο Ρέι Κροκ, ιδιοκτήτης της επιχείρησης, την οποία παλιότερα είχε αποκτήσει ανήθικα από τα αδέρφια Ρίτσαρντ και Μόρις ΜακΝτόναλντ, διατράνωνε πως κανένα συνδικάτο δεν μπορούσε να τον αγγίξει. Ο Κροκ πέθανε το 1984. Πρόλαβε όμως να δει να εκτυλίσσεται ένας πολύ σημαντικός απεργιακός αγώνας στα καταστήματά του, το 1979, στο Δουβλίνο.

Ούτε ένα ευρώ την ώρα

Όλα ξεκίνησαν όταν κάποιοι εργαζόμενοι στα δύο πρώτα franchise καταστήματα που δημιουργήθηκαν στην ιρλανδική πρωτεύουσα αποφάσισαν να ενταχθούν στο Γενικό Συνδικάτο Εργαζομένων. Η πληρωμή τους ήταν πολύ χαμηλή, ακόμη και για τον κλάδο της τροφοδοσίας, καθώς αντιστοιχούσε περίπου σε 85 λεπτά του ευρώ την ώρα. Η διοίκηση αρνήθηκε να αναγνωρίσει το συνδικάτο, ακόμη και να μιλήσει τηλεφωνικά με την ηγεσία του. Στις 16 Μαρτίου, το συνδικάτο τα έβγαλε όλα στη φόρα και κήρυξε απεργία. Δύο ήταν οι βασικές διεκδικήσεις των απεργών: Να υπάρξει αναγνώριση του συνδικάτου και να μπει τέλος στην πληρωμή χαμηλών, εξευτελιστικών μισθών.

Η απεργία προκάλεσε ανησυχία στη διοίκηση των McDonald’s. Οι περισσότεροι εργαζόμενοι ημιαπασχόλησης, αλλά και πλήρους απασχόλησης, είχαν κατέβει στον δρόμο και συμμετείχαν στην απεργία. Η επιχείρηση αποφάσισε να ελιχθεί, αυξάνοντας τον ωριαίο μισθό κατά 20 λεπτά του ευρώ, επιχειρώντας έτσι να κρατήσει τους εναπομείναντες υπαλλήλους μακριά από τις κινητοποιήσεις. Ωστόσο δεν είχε την ανταπόκριση που περίμενε. Οι εργαζόμενοι το θεώρησαν μέτρο – κοροϊδία και τις επόμενες ημέρες εντάχθηκαν ακόμη περισσότεροι στο συνδικάτο. Στη συνέχεια, προσέφεραν δωρεάν τηγανητές πατάτες, ώστε να αποτρέψουν τον κόσμο να αγοράζει από τα καταστήματα.

Στήριξη από εργαζόμενους σε άλλους κλάδους

Το ηθικό των απεργών ήταν πολύ ακμαίο. Δεν φοβήθηκαν ούτε όταν συνέλαβαν δύο απόηγετικά στελέχη του αγώνα, τους Τόνι Μαλρέντι και Νόελ Ντάουλινγκ.

Η απεργία πήρε μάλιστα μεγάλη δημοσιότητα και είχε μεγάλη στήριξη από εργαζόμενους σε άλλους κλάδους. Το συνδικάτο των ταχυδρόμων, οι οποίοι βρίσκονταν επίσης σε απεργιακές κινητοποιήσεις την ίδια περίοδο, παρείχε συνεχή στήριξη στους εργαζόμενους των McDonald’s. Τον αγώνα στήριξαν επίσης εργαζόμενοι από την Ομοσπονδία Εργατών στη χώρα, λιμενεργάτες, εργαζόμενοι στα αεροδρόμια, μηχανικοί αυτοκινήτων, μηχανικοί σε εργοστάσια, εργαζόμενοι στις μεταφορές και άλλοι. Στο πλευρό τους στάθηκαν ακόμη αριστερές οργανώσεις και φοιτητές.

Από το ίδιο το συνδικάτο, στο οποίο είχαν ενταχθεί οι απεργοί στα McDonald’s, αρκετά μέλη του από άλλα επαγγέλματα προχώρησαν σε δωρεές και διέδωσαν στους δικούς τους χώρους εργασίας τον αγώνα που βρισκόταν σε εξέλιξη.

Η αντίδραση της επιχείρησης

Από την άλλη, η επιχείρηση δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια. Οδήγησε την υπόθεση στο Ανώτατο Δικαστήριο και κατόρθωσε να λάβει εντολή για απαγόρευση όλων των απεργιών, μετά από μια επιχειρηματολογία η οποία έμπλεκε τις αλήθειες με τα ψεύδη.

Η απόφαση σύντομα βέβαια διαφοροποιήθηκε, επιτρέποντας σε τρεις εργαζόμενους ανά κατάστημα να απεργούν, αλλά όχι την τελευταία ώρα λειτουργίας. Ακόμη κι έτσι, βέβαια, τα McDonald’s είχαν καταφέρει να περιορίσουν σημαντικά τις αντιστάσεις στα καταστήματά τους και το κυριότερο να τις ελέγξουν. Σε τρεις απεργούς μάλιστα, τους Τζίμι ΜακΚιν, Νόελ Μπόελ και Σον Μρόζεκ, απαγορεύτηκε εντελώς η συμμετοχή στις κινητοποιήσεις.

Οι εργαζόμενοι δεν απογοητεύτηκαν τόσο με την απόφαση του δικαστηρίου όσο με τη στάση του συνδικάτου, που αποφάσισε να περιορίσει την αντίστασή του στο επίπεδο της Δικαιοσύνης μόνο. Ορισμένοι εργαζόμενοι, όπως ο Νόελ Μπόιλ και ο Τζίμι ΜακΚίν, συνέχισαν την απεργία, παρότι πλέον δεν είχαν καμία απολύτως στήριξη από τα κεντρικά γραφεία του συνδικάτου. Η ηγεσία του θεωρούσε πως ήταν μάταιη οποιαδήποτε προσπάθεια να κερδηθεί ο αγώνας μέσω απεργίας.

Η συντονιστική επιτροπή που είχε συγκροτηθεί από το συνδικάτο διαλύθηκε, καθώς δεν είχε την απαιτούμενη υποστήριξη από το αρμόδιο τμήμα 4 των Τζον Μπερκ και Τόμυ Γουάιτ, συνδικαλιστών που φάνηκε πως έκαναν τελικά ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να σταματήσει η απεργία. Είχαν περιοριστεί μόνο σε ορισμένες δράσεις συλλογικής ενίσχυσης του αγώνα, που είχαν τη σημασία τους, αλλά δεν ήταν αρκετές.

Αντίθετα, η συντονιστική επιτροπή είχε καταφέρει, έστω και χωρίς την έμπρακτη στήριξή του γραφείου, να διοργανώσει πορεία με τη συμμετοχή 1.000 εργαζομένων και των οικογενειών τους. Είχαν φτιάξει χιλιάδες αυτοκόλλητα και είχαν συμβάλει πολύ στη διάδοση του αγώνα. Η ηγεσία του τμήματος δεν συμμετείχε ποτέ στις συναντήσεις ούτε συνεργαζόταν.

Τα McDonald’s θα μπορούσαν να είχαν κλείσει για όσο θα διαρκούσε ο αγώνας, αν διακοπτόταν η τροφοδοσία τους. Οι λιμενεργάτες και οι εργάτες στα αεροδρόμια δεν συντάχθηκαν στο σύνολό τους με τις κινητοποιήσεις. Οι προμήθειες πέρασαν στον Βορρά κι ενώ η ηγεσία του συνδικάτου γνώριζε πού είχαν αποθηκευτεί, δεν οργάνωσε ούτε μία κινητοποίηση στο σημείο. Εν ολίγοις, το συνδικάτο δεν έκανε καμία πραγματική προσπάθεια να εμποδίσει την τροφοδοσία.

Το τμήμα 4 έφτασε ακόμη και στο σημείο να δίνει λίστα με “εγκεκριμένους” απεργούς στην αστυνομία και στην εργοδοσία. Γεγονός που ενθάρρυνε και τις δύο πλευρές να παρενοχλούν τους απεργούς, ακόμη και μ’ επισκέψεις στο σπίτι τους. Η αστυνομία αντιλαμβανόταν ότι το συνδικάτο δεν θα στήριζε τα μέλη του. Και είχε δίκιο. Οι απεργοί καλούνταν να απομακρύνονται από τις πόρτες των καταστημάτων και να μην μιλούν για την υπόθεσή τους στους περαστικούς.

Για την αρνητική, τελικά, έκβαση του αγώνα ένας βασικός λόγος ήταν η μικρή εμπειρία που είχαν από κινητοποιήσεις οι εργαζόμενοι, οι οποία δεν αντιλήφθηκαν εγκαίρως ότι είχαν το δικαίωμα, αλλά και την ικανότητα να τρέξουν οι ίδιοι την απεργία τους. Ο ρόλος της ηγεσίας του συνδικάτου ήταν να τους παρέχει την εμπειρία και την απαραίτητη υποστήριξη, αλλά όχι να τους πατρονάρει και να υπαγορεύσει το πώς θα διεξάγουν τον αγώνα τους.

Κατέρριψαν τον μύθο της

Ωστόσο, ενώ τα πράγματα έδειχναν χλομά στις γραμμές των απεργών, δυσαρέσκεια επικρατούσε και στη διοίκηση των McDonald’s, καθώς τα έσοδά της είχαν μειωθεί σημαντικά και, ακόμη χειρότερα, είχε υποστεί σοβαρή ζημιά η εικόνα που είχε φιλοτεχνήσει η επιχείρηση, ότι “είναι όλοι μια μεγάλη οικογένεια”. Οι πελάτες μέχρι να φτάσουν να παραγγείλουν έπρεπε να περάσουν πρώτα από τους απεργούς, οι οποίοι ενημέρωναν στην είσοδο για τις άσχημες εργασιακές συνθήκες. Τα McDonald’s αναζητούσαν απεγνωσμένα μια διέξοδο.

Στην αρχή των κινητοποιήσεων η επιχείρηση είχε κάνει γνωστό πως καμία δικαστική απόφαση δεν επρόκειτο να τη δεσμεύσει, ωστόσο τελικά υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει το συνδικάτο. Όταν επέστρεψαν δε οι απεργοί στη δουλειά τους, στις 10 Σεπτεμβρίου, διαπίστωσαν ότι είχαν δεχτεί αύξηση 40 σεντς στον μισθό τους ανά ώρα. Σύντομα, ωστόσο, θα αντιλαμβάνονταν ότι οι όποιες βελτιώσεις ήταν επουσιώδεις.

Ναι μεν είχαν αυξηθεί θεωρητικά οι απολαβές τους σχεδόν κατά το ήμισυ χρηματικά, αλλά θα υποχρεώνονταν στο εξής να δουλεύουν 5 ώρες λιγότερο, πέφτοντας από 40 ώρες τη βδομάδα σε 35. Ο Τζίμι ΜακΚίν, ένας από τους απεργούς, αρνήθηκε να επιστρέψει στη δουλειά του. Δύο άλλοι απεργοί, η Ανν Χολμς και ο Τομ Κόφιλντ, αμφότεροι υποβαθμίστηκαν. Ενώ οι άντρες εργαζόμενοι – απεργοί έζησαν το πρωτοφανές, ήταν υποχρεωμένοι από την εργοδοσία να κόβουν τα μαλλιά τους κοντά, πολύ κοντύτερα από τους απεργοσπάστες που είχαν προσληφθεί κατά τη διάρκεια της απεργίας. Οι παρενοχλήσεις και τα καψώνια στα μέλη του συνδικάτου ήταν πια καθημερινά.

Το συνδικάτο ενάντια στη βάση

Αντί όμως να λάβουν υποστήριξη, τα διωκόμενα μέλη δέχτηκαν άλλη μία επίθεση, αυτή τη φορά από τους γραφειοκράτες συνδικαλιστές, οι οποίοι τους κατήγγελλαν για τη στάση που κρατούσαν στον αγώνα και τους χαρακτήριζαν “εξωτερικά στοιχεία”. Μάλιστα ο γενικός γραμματέας, Μάικλ Μάλεν, επιχείρησε να χρησιμοποιήσει την επιρροή του ώστε να διακοπεί η στήριξη των επίμονων αγωνιστών από τον Τύπο. Και σαν να μην ήταν αρκετά όλα αυτά, απέβαλαν από το συνδικάτο τον Τζίμι ΜακΚίν, έναν από τους πιο δραστήριους κινηματικά εργαζόμενους, τον οποίο κατηγόρησαν ότι παραβίασε την απόφαση να σταματήσει η απεργία και συνέχισε μόνος του.

Οι νέοι αυτοί εργαζόμενοι,που είχαν καταφέρει το αδύνατο, να σχηματίσουν μια συλλογική μορφή αντίστασης μέσα στα McDonald’s, είδαν το ίδιο τους το συνδικάτο να τους γυρίζει την πλάτη. Είχαν καταφέρει να δείξουν τον δρόμο του αγώνα σε 150.000 ακόμη εργαζόμενους σε όλο τον κόσμο, όμως για τη γραφειοκρατική ηγεσία σημασία είχε ότι δεν τηρήθηκε η γραμμή που ήδη όριζε. Και μάλιστα, ενώ είχε κάνει ελάχιστα για να στηρίξει τον αγώνα τους, τους κατηγόρησε και τους άφησε ανυπεράσπιστους στις διαθέσεις της εργοδοσίας. Με τη στάση αυτή, το συνδικάτο γκρέμισε ό,τι με κόπο και θάρρος χτίστηκε από τη βάση. Ένα μεγάλο κομμάτι ανένταχτων εργαζομένων, οι οποίοι έβλεπαν την κακομεταχείριση των συναδέλφων τους, διαπίστωναν ότι, έξι μήνες μετά την έναρξη των κινητοποιήσεων, ο αγώνας τους δεν είχε αλλάξει τίποτα προς το καλύτερο.

* Πληροφορίες – μετάφραση από τη διεθνή κινηματική βιβλιοθήκη libcom.org

** Για την ευκολότερη κατανόηση του κειμένου, τα ιρλανδικά πάουντς έχουν μεταφερθεί σε μονάδες ευρώ

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]
//