Έφτασα στα βίλατζ του Ρέντη σχεδόν μία ώρα κι ένα τέταρτο μετά από την ώρα που είχαμε φτάσει με το κορίτσι με την τσάντα στον ώμο.  Είχε πάει περίπου 4:30 και επικρατούσε μια ησυχία στην περιοχή.  Ήταν όλα ακίνητα και κρατούσαν την αναπνοή τους σαν να έπρεπε να μη συμβεί τίποτα.  Ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόμουν.  Το μόνο που έλειπε ήταν να βρω μια ταινία με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διάρκεια που να ξεκινούσε όσο το δυνατόν πιο σύντομα.  Η χθεσινή μου συνάντηση με τον γιατρό και η ανορθόδοξη διάγνωσή του ήταν τώρα ένα ενοχλητικό σκουπιδάκι στο οπτικό μου πεδίο και ένα μανταλάκι πιασμένο στο διάφραγμά μου που δε με άφηνε να βγάλω τον αέρα που έπαιρνα.

Δεν μπορούσα να μη σκέφτομαι ποιος ήταν αυτός που μου είχε κάνει τα μάγια και αν αυτός θα έπρεπε να υπάρχει απλώς επειδή ένας παθολόγος έκανε αυτή τη διάγνωση.  Φοβόμουν μήπως θα ανακάλυπτα αυτόν που τραυμάτισε με μάγια το αιθερικό μου σώμα ακόμη κι αν αυτός δεν υπήρχε.  Ήταν το μόνο που δε χρειαζόμουν.  Ένας εχθρός…  Και τι έπρεπε να κάνω;  Να πάω σε άλλο παθολόγο για να πάρω μια δεύτερη γνώμη;  Άντε να τον έπειθα ότι κάποιος συνάδελφός του είχε κάνει αυτή τη διάγνωση…  Και αν και ο δεύτερος γιατρός μου έλεγε κι εκείνος το ίδιο πράγμα;  Τι θα έκανα τότε;

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή και εντελώς απροειδοποίητα έπιασα τον εαυτό μου να λέει το όνομά της τρεις φορές.  Καταλαβαίνετε ότι, όπως και το όνομα του θεού, έτσι και το όνομά που θα με προστάτευε είναι κάτι που δεν μπορεί να αποκαλυφθεί.

Ακούστε…  Ξεκίνησα την αγωγή του γιατρού από το πιο απλό που ήταν η βιταμίνη C.  Στη συνέχεια και χωρίς να καταλάβω πώς το αποφάσισα, άρχισα να λέω το πολύτιμο ξόρκι.  Τώρα συνειδητά και με υψηλές ελπίδες (high hopes) αποφάσισα να δοκιμάσω και το τρίτο φάρμακο της συνταγής.  Με αποφασιστικότητα έκλεισα τον αντίχειρά μου μέσα στη χούφτα μου και τον έσφιξα.  Ένιωσα σα να έκλεινα τη βαλβίδα που είχε χαλάσει και έχανα από κει την ενέργειά μου.  Συνειδητοποίησα ότι εκείνη τη μέρα δεν είχα φάει απολύτως τίποτα αλλά δε με πείραζε.  Δεν πεινούσα καθόλου και δεν ένιωθα αδυναμία και αυτό ήταν ένα καλό δείγμα.  Το φως της μέρας έσκαγε μέσα στους διαδρόμους με τα καλοφορεμένα ρούχα και έπεφτε πάνω στις κυλιόμενες σκάλες που ανέβαιναν σαν ανάποδοι καταρράκτες.  Έφτιαξα με κάποιο διαφημιστικό φυλλάδιο που ίδρωνε στα χέρια μου, ένα καραβάκι και το άφησα να ανέβει στο ανώτερο επίπεδο.  Σύντομα θα ανέβαινα κι εγώ για να δω την ταινία με τη μεγαλύτερη δυνατή διάρκεια.

Πήγα στο ταμείο και πήρα ένα εισιτήριο και ένα κουπόνι.  Ο αριστερός μου αντίχειρας έμενε παγιδευμένος μέσα στο χέρι μου.  Η ταινία θα διαρκούσε 153 λεπτά.  Πήγα στο μπαρ και πήρα ένα μεγάλο ποπ κορν και μια πορτοκαλάδα χωρίς ανθρακικό.  Κατευθύνθηκα προς την είσοδο και ένας τύπος που είχε το κουράγιο μέσα σε έναν πελώριο άδειο χώρο που δεν υπήρχε άλλος κανείς, να είναι ευγενικός και πειθαρχημένος, μου κράτησε το απόκομμα και μου υπέδειξε την αίθουσα 9.

Ένιωσα ότι περπατούσα ώρες μέσα στον τεράστιο διάδρομο ώσπου να φτάσω εκεί.  «Εκεί» λοιπόν με περίμενε μια έκπληξη.  Μπροστά στην πόρτα με το πελώριο 9 να τη σημαδεύει σαν …σαν …σαν ανάποδο 6, στεκόταν με μια κομψή γαλάζια στολή ποια νομίζετε;  Σωστά το μαντέψατε.  Το κορίτσι με την τσάντα στον ώμο.  Χωρίς την τσάντα και με τη γαλάζια στολή της δεν είχε χάσει τίποτα από την απολύτως μη περιγράψιμη γοητεία της.  Έδειξε να μη με αναγνωρίζει παρόλο που με είχε δει ήδη τρεις φορές μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και η αμέσως προηγούμενη ήταν μόλις λίγη ώρα πριν.  Και πάλι δέχτηκα την κατάσταση αυτή με ανακούφιση και μπήκα στην αίθουσα αφού πρώτα της έδειξα το απόκομμα του εισιτηρίου και ενώ οι κόρες των ματιών μου, είμαι σίγουρος, είχαν πάρει το σχήμα καρδιάς.

Η ταινία δεν είχε αρχίσει ακόμα, η οθόνη έδειχνε κάτι διαφημίσεις χωρίς όμως τα φώτα να έχουν σβήσει εντελώς.  Το κορίτσι μου υπέδειξε σε ποια σειρά έπρεπε να κατέβω πράγμα που εξασφάλισε ένα minimum ευχάριστα αβίαστης επικοινωνίας,  περιττό όμως, αφού μάλλον θα ήμουν μόνος μου στην αίθουσα.  Η ταινία με τη μεγάλη διάρκεια ήταν τελείως άγνωστη.  Μπήκα μέσα και άρχισα να κατεβαίνω τη σκάλα έτοιμος να απολαύσω τη μοναξιά μου και την παύση της σκέψης μου.  Στα χέρια μου το ποπ κορν και η πορτοκαλάδα.  Τότε μέσα στο ημίφως και τις αδύναμες λάμψεις της οθόνης, τα δεδομένα άλλαξαν.  Μέσα στην αίθουσα βρίσκονταν περίπου 20 άτομα!  Καθόντουσαν μόνοι τους όλοι, διασκορπισμένοι σε όλοι την αίθουσα.  Η μοναξιά μου πήρε έναν διψήφιο εκθέτη αλλά αυτό δε με πείραξε καθόλου.  Ετοιμάστηκα να κάτσω νιώθοντας ότι όλοι με κοιτάζουν ως τον τελευταίο που μπήκε για να αρχίσει η ταινία.  Και οι 20 ήταν μόνοι τους όπως κι εγώ.

Κάθισα στη σειρά Κ στον αριθμό 11 όπως υποδείκνυε το εισιτήριό μου και ήταν η θέση που θα διάλεγα έτσι κι αλλιώς μια και ήταν η θέση που μου εξασφάλιζε τη μεγαλύτερη απόσταση από τους 20 τύπους που βρισκόταν μαζί μου σ’ αυτή την τεράστια αίθουσα.  Και τότε, τη στιγμή ακριβώς που κάθισα στην αναπαυτική πολυθρόνα, συνέβη κάτι εντελώς απροσδόκητο.

Θα σας το πω με όσο μεγαλύτερη σαφήνεια μπορώ και χωρίς να σας μπερδέψω με περιττές περιγραφές και συναισθήματα.  Γύρισα το κεφάλι μου αριστερά, δεξιά και προς τα πίσω και αυτό που είδα καταργούσε όλες τις πιθανότητες και τους φυσικούς νόμους.  Κατ’ αρχάς ήταν πολύ περίεργο ότι τέτοια ώρα, 4:50 απόγευμα του Ιουλίου, και σε αυτή την άγνωστη ταινία ήταν μέσα στην αίθουσα 20 άντρες της ίδιας περίπου ηλικίας (γύρω στα 35), όλοι μόνοι τους και…  αυτό ήταν το εξωφρενικό…  όλοι τους με τα ίδια πάνω κάτω χαρακτηριστικά.  Εκτός από την ηλικία και το βάρος (με μια απόκλιση 3-4 κιλών) και το πιθανό ύψος έτσι όπως τους έβλεπα να κάθονται, οι 20 άντρες είχαν παρόμοια χαρακτηριστικά.

Ήταν είκοσι διαφορετικές εκδοχές ενός ανθρώπου.  Άλλος είχε γένια, άλλος ξυρισμένος, κάποιου άλλου τα μαλλιά ήταν πιασμένα σε κότσο ενώ κάποιος άλλος με ξυρισμένο κεφάλι και μιλιτέρ λουκ φορούσε ένα καπελάκι.  Άλλος φορούσε γυαλιά μυωπίας και άλλος σκούρα γυαλιά ηλίου (προφανώς τον είχε πάρει ο ύπνος μέσα στην αίθουσα), άλλος με πολύ ακριβά ρούχα, άλλος με αθλητική περιβολή και άλλος σχεδόν ρακένδυτος.  Κάποιοι κοιτούσαν το κινητό τους και άλλοι την τεράστια οθόνη.  Ένας φορούσε ακουστικά και άκουγε κάτι που προφανώς του άρεσε πολύ αν κρίνω από τον τρόπου που κουνιόταν ρυθμικά (είχε και μια κιθάρα ακουμπισμένη στο διπλανό κάθισμα).  Κάποιος άλλος μιλούσε στο τηλέφωνο και αν έπρεπε να μαντέψω, μιλούσε με κάποια κοπέλα.  Ένας άλλος που καθόταν μπροστά από μένα σηκώθηκε και έφυγε βιαστικά και νομίζω πως δεν επέστρεψε ξανά.  Ένας ακόμα κρατούσε στο χέρι του ένα κομπολόι και δημιουργούσε έναν ενοχλητικό θόρυβο χτυπώντας τις χάντρες.  Ο τελευταίος, και αυτό είναι το πιο περίεργο, νομίζω πως ήταν ο υποψήφιος διδάκτωρ, ο οποίος κρατούσε ένα παγωτό και το έτρωγε ανόρεχτα σα να έπαιρνε κάποιο φάρμακο.  Δεν είχα συγκρατήσει τα χαρακτηριστικά του άλλα θα έπαιρνα όρκο πώς ήταν ο συγγραφέας της συλλογής «Μεγάλο βάρος στις πλάτες του Έλτον».  Με λίγα λόγια ήταν σα να έβλεπες κάποιον σε 20 διαφορετικές μεταμφιέσεις.  Ταυτόχρονα όμως και στον ίδιο χώρο.

Το δεύτερο ακόμα πιο παράξενο και ανησυχητικό πράγμα που παρατήρησα, ήταν ότι κανείς από τους είκοσι άντρες (19 για την ακρίβεια αν βγάλουμε εκείνον που έφυγε), φαινόταν να έχει παρατηρήσει την παραδοξότητα της κατάστασης.  Παρόλο που κάποιοι, όπως είδα, αντάλλασσαν βλέμματα, δεν έδειχναν να τους φαίνεται κάτι περίεργο.  Ή εγώ δεν έβλεπα καλά ή εκείνοι…  Ή απ’ την άλλη ίσως δεν είχαν καθόλου ξεκάθαρη την εικόνα του εαυτού τους και μόνον εγώ μπορούσα να τους δω με το πραγματικό τους πρόσωπο.  Ο τύπος με την κιθάρα μόνο με κοίταξε κάπως διερευνητικά και σα να κούνησε τα χείλη του θέλοντας να πει κάτι.  Στην αρχή νόμιζα ότι βρήκα έναν σύμμαχο μέσα σε αυτή την παράλογη κατάσταση.  Μια κάποια ανησυχία στο βλέμμα του ίσως ένα ανασηκωμένο φρύδι μου έδωσε την εντύπωση ότι και εκείνος ίσως είχε παρατηρήσει αυτό που συνέβαινε.  Στη συνέχεια κατάλαβα με απογοήτευση ότι κάτι σιγοτραγουδούσε, όπως κι εγώ νωρίτερα μπροστά στη σβησμένη τηλεόραση λίγο πριν με πάρει ο ύπνος.  Μόλις κατάλαβε ότι τον κοιτούσα πήρε το βλέμμα του από μένα και το περιέφερε πάνω απ’ τα κεφάλια των υπολοίπων σα να έψαχνε κάτι εκεί.

Το τρίτο στοιχείο που παρατήρησα και που με έκανε πραγματικά να ανησυχήσω για την ψυχική μου υγεία και το αν όντως όλα αυτά που αφηγούμαι μέχρι στιγμής έχουν συμβεί στ’ αλήθεια (που παίρνω όρκο ότι έχουν συμβεί), ήταν το εξής.

*Η φωτογραφία είναι του Παναγιώτη Παρίση

Βαγγέλης Μαρκαντώνης

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]
//