Madonna, Kelis, Macy Gray, Outkast, Pharell, Adina Howard, Millie Jackson, Red Hot Chili Peppers: μερικά μόνο από τα ονόματα που βάδισαν σε δρόμους που είχε πρώτη ανοίξει η Betty Davis.
Γεννημένη το 1945, η Davis είναι ίσως περισσότερο γνωστή ως αλλοτινή σύζυγος του τιτάνιου τρομπετίστα Miles Davis. Είναι αλήθεια πως, τον καιρό που οι δυο τους υπήρξαν ζευγάρι, ο ξακουστός τζαζίστας άντλησε όχι μόνο έμπνευση από την κατά 19 χρόνια νεότερή του Betty, αλλά και γνώσεις για το τι συνέβαινε εκείνη την εποχή στην πρωτοπορία της popular μουσικής, όπως και την ώθηση να ηχογραφήσει έναν από τους ιστορικότερους δίσκους της καριέρας του. Αλλά για την ίδια την Betty Davis, αυτή είναι μόνο μία από τις πτυχές της ζωής της, πτυχή που δεν θα έπρεπε επ’ ουδενί να επισκιάσει το έργο της ως τραγουδοποιού και ερμηνεύτριας.
Η Betty Davis (το οικογενειακό της όνομα ήταν Mabry) μεγάλωσε στη Βόρεια Καρολίνα (όπου ήρθε πρώτη φορά σε επαφή με τις ηχογραφήσεις μερικών από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους του ηλεκτρικού μπλουζ – για τους οποίους μιλά και στο εξαιρετικό της κομμάτι “They Say I’m Different”, από τα 1974) και στο Πίτσμπεργκ, και πρωτοέφτασε στη Νέα Υόρκη σε ηλικία 16 ετών, έχοντας ήδη ξεκινήσει να γράφει δικά της τραγούδια. Το εντυπωσιακό της παρουσιαστικό αλλά και η δυναμική της προσωπικότητα τη βοήθησαν να βρει δουλειά και σαν DJ στο underground κλαμπ The Cellar, αλλά και σαν μοντέλο σε μέινστριμ έντυπα μόδας (Seventeen, Ebony, Glamour).
Τα εξώφυλλα των δίσκων και οι δημόσιες εμφανίσεις της κατά την δεκαετία του 1970 αποκαλύπτουν μια γυναίκα με αίσθηση του στυλ και της θεατρικότητας εφάμιλλη αυτής του David Bowie.
Ήταν, μάλιστα, αυτές ακριβώς οι γνώσεις της και το ενδιαφέρον της για πρωτοπόρους όπως ο Jimi Hendrix και ο Sly Stone (των Sly & The Family Stone) που η Betty Davis μετέδωσε στον σπουδαιότατο τρομπετίστα Miles Davis, τον οποίο γνώρισε το 1967, μένοντας μαζί του για έναν περίπου χρόνο (το διαζύγιό τους, ο M. Davis το χρέωνε στην υποτιθέμενη σχέση που είχε η Betty με τον Jimi Hendrix, σχέση την οποία η ίδια αρνείται).
Ανεξαρτήτως της κατάληξης της σχέσης τους, η παραίνεση της Betty Davis προς τον τότε σύζυγό της να ανακαλύψει τον ήχο του Hendrix και των Sly & The Family Stone, έδωσε στον ήδη καταξιωμένο τρομπετίστα την ώθηση να αλλάξει εκ νέου το στυλ του και να ηχογραφήσει ένα από τα σπουδαιότερα άλμπουμ της καριέρας του, το Bitches Brew (ο προ-προηγούμενος δίσκος του τρομπετίστα, Filles De Kilimanjaro, έφερε στο εξώφυλλό του το πρόσωπο της Betty, η οποία ήταν και η έμπνευση για το τελευταίο κομμάτι – το Mademoiselle Mabry).
Αυτό το στοιχείο της σεξουαλικότητας ήταν έντονο και στις συναυλίες της Betty Davis, γεγονός που προκάλεσε διαμαρτυρίες από διάφορες θρησκευτικές οργανώσεις στις ΗΠΑ, αλλά και οδήγησε συχνά την αστυνομία στην απαγόρευση διαφόρων προγραμματισμένων δημόσιων εμφανίσεων της τραγουδίστριας.
Ενώ σε άλλες περιπτώσεις, τέτοιου είδους αντιδράσεις και τέτοιου είδους, έστω και κακή, δημοσιότητα (ειδικά σε πιο κοντινές στη δική μας δεκαετίες) θα οδηγούσαν ίσως σε γιγάντωση της φήμης του/της επίμαχου-ης περφόρμερ, στην περίπτωση της Betty Davis μάλλον το αντίθετο συνέβη – σε αυτό συνέβαλε, φυσικά, και το ότι πολλοί από τους μεγάλους ραδιοφωνικούς σταθμούς των ΗΠΑ αρνούνταν να παίζουν τα τραγούδια της, εξαιτίας του περιεχομένου αυτών. Η B.D. ουδέποτε, λοιπόν, γνώρισε την εμπορική απήχηση που άξιζε, αν και συνέχισε να ηχογραφεί για το υπόλοιπο της δεκαετίας του 1970.
Το 1974 κυκλοφόρησε ο δεύτερος δίσκος της, “They Say I’m Different”, ενώ το 1975 το “Nasty Gal”. Και σε αυτούς τους δίσκους λάμπει το συνθετικό της ταλέντο (με ένα είδος φανκ – μαζί με στοιχεία μπλουζ και σόουλ – που ακούγεται φουτουριστικό ακόμα και σήμερα, «βάζοντας τα γυαλιά» σε κάμποσες μεγαλοφυΐες, εντός ή εκτός εισαγωγικών, του r’n’b, του hip hop, ακόμα και του ηλεκτρονικού ήχου που γράφουν στις μέρες μας) αλλά και η στιχουργική της ειλικρίνεια – και υψηλή τεχνική.
Η Betty Davis ηχογράφησε ένα ακόμα άλμπουμ, το 1976, για το οποίο οι άμεσα εμπλεκόμενοι (μεταξύ των οποίων ο Herbie Hancock), έλεγαν πως ήταν ίσως το καλύτερό της. Το άλμπουμ αυτό δεν κυκλοφόρησε παρά 33 χρόνια μετά, το 2009, από την εταιρεία Light In The Attic. Η ίδια εταιρεία έχει ξαναβγάλει σε κυκλοφορία και τα δύο πρώτα άλμπουμ της Betty Davis, ενώ αυτόν τον καιρό φέρνει επιτέλους στο φως, μέσα από την κυκλοφορία της συλλογής “The Columbia Years – 1968-1969” μερικά πολυθρύλητα sessions της τραγουδίστριας με σπουδαιότατους μουσικούς, όπως ο Miles Davis (στον ρόλο του παραγωγού τότε), o John McLaughlin, o Mitch Mitchell, o Billy Cox, o Wayne Shorter κι ο Larry Young (το 1969, στη Νέα Υόρκη) αλλά και με τον –για λίγο καιρό σύντροφό της – Hugh Masekela και την μπάντα του, τους Crusaders (το 1968, στο Λος Άντζελες).
Αν κρίνουμε από κάποια βίντεο που έχουν πρόσφατα ανέβει στο YouTube, το υλικό σε αυτήν την πρόσφατη συλλογή είναι αντάξιο τόσο της φήμης των προαναφερθέντων βιρτουόζων όσο και της μεγαλοφυΐας που ακούει στο όνομα Betty Davis.
Ας ελπίσουμε, λοιπόν, πως η συλλογή της Light In The Attic αλλά και η επικείμενη ταινία θα σταθούν αφορμή ώστε να γίνει ευρύτερα γνωστό το έργο αυτής της τόσο ξεχωριστής καλλιτέχνιδος.
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.