35 ευρώ μεροκάματο… Κατεβαίνω τα σκαλοπάτια της πολυκατοικίας και νιώθω ακόμα μεθυσμένη από χτες το βράδυ. Θα ξυπνήσω άραγε κάποια μέρα ξεμέθυστη; 35 ευρώ μεροκάματο… Δεν γίνεται να ακυρώσω το ραντεβού στο κομμωτήριο. Έχει κατέβει η ρίζα. Χρειάζομαι και μια μάσκα περιποίησης, τα ‘χω κάψει τα μαλλιά μου από το ίσιωμα. Πως θα τα βολέψω, ρε πατέρα; Αυτό το μήνα δεν φτάνει η σύνταξη, λέει, για τη Δ.Ε.Η. και τα κοινόχρηστα, και πρέπει εγώ να πληρώσω το ένα από τα δυο. Και το κομμωτήριο; Δε γαμιέται, τι την έχω την πιστωτική; 35 επί 6 μεροκάματα την εβδομάδα… Κάτσε να το κάνω στο κινητό… 210 ευρώ επί 4… 840 ευρώ το μήνα… Τα 300 για το νοίκι, 186 τα κοινόχρηστα και 50 για το κινητό, βάλε και τα τσιγάρα, που ακρίβυναν, σούπερ μάρκετ και το ταξί τα ξημερώματα για να γυρίσω σπίτι από το μαγαζί. Όχι δεν το ακυρώνω το κομμωτήριο… Θέλω, όμως, αυτό το μαύρο ξώπλατο που είδα στο μαγαζί στη γωνία. Γαμώτο! Να βάλουν τα κοινόχρηστα στον κώλο τους. Τι θα κάνω;
Είναι και ο μικρός. Δεν μου φτάνουν όλα τ’ άλλα, θέλει λέει η δασκάλα και 10 ευρώ να τα πάει θέατρο. Τι σκατά θα κάνουν στο θέατρο δεν καταλαβαίνω. Νιώθω το ουίσκι να ανεβαίνει στον λαιμό. 35 ευρώ μεροκάματο… Ξερνάω πίσω από το περίπτερο. Τι κοιτάς, ρε μαλάκα, πρώτη φορά βλέπεις άνθρωπο να ξερνάει; Ας όψεται η συγχωρεμένη η μάνα μου, που με έπεισε να το κρατήσω. Δεκαεφτά χρονών κοριτσάκι ήμουν όταν έκατσε η στραβή. Τα παιδιά είναι ευλογία, μου ‘λεγε και μετά αυτή πήγε καλιά της και έμεινα εγώ με το μπάσταρδο και την πετσοκομμένη σύνταξη του πατέρα, να δουλεύω νύχτα για να τα βγάλω βόλτα.
Βλέπω τη Σούλα να καπνίζει στην πόρτα. Σβήσε το τσιγάρο και ξεκίνα τις ανταύγειες γιατί θέλω να μου κάνεις και μάσκα, να προλάβω τα μαγαζιά πριν κλείσουν. Το πήρα απόφαση… Θα το πάρω το ξώπλατο. Θα το βάλω απόψε. 35 ευρώ μεροκάματο… Η λύση είναι μια: ο ροφός θα πληρώσει για το ξώπλατο. Παλιά μου τέχνη κόσκινο!
Έχω αργήσει δέκα λεπτά. Ο πορτιέρης μου ανοίγει να περάσω. Περνάω μέσα στην είσοδο και νιώθω τα μάτια του καρφωμένα στον κώλο μου. Μη φας, Μπάμπη, έχουμε γλαρόσουπα απόψε! Και μάζεψε τα σάλια σου! Μπαίνω μέσα στο μαγαζί και νιώθω τα μάτια όλων πάνω μου. Η καινούρια και η Σόφι με κοιτάνε με ζήλια και κάτι ψιθυρίζουν. Ο ροφός μου χαμογελάει με το ξεδοντιάρικο στόμα του. Τι γλίτσα! Μου ‘ρχεται στο μυαλό η μάνα μου. Μόνο εκείνη θα χαιρότανε πραγματικά αν με έβλεπε έτσι όμορφη. Θα με φίλαγε και θα μου έλεγε να φυλάγομαι από τους κακούς ανθρώπους. Μου έρχεται η ανάγκη να κάνω το σταυρό μου… Όχι τέτοια. Τα 35 θα γίνουν 45 ή και 55 ή και 65, από εμένα εξαρτάται.
Μπαίνω πίσω από την μπάρα. Ο ροφός πλησιάζει στο πόστο μου. Σέρνει μαζί του μια μυρωδιά ανδρικής κολόνιας, μια μπόχα παρανομίας και ανωμαλίας. Το ξεδοντιάρικο στόμα του βγάζει ήχους που δεν μπορείς εύκολα να τους ταιριάξεις με λέξεις, αλλά καταλαβαίνω από το βλέμμα του τι θέλει από μένα. Και εγώ θέλω κάτι από αυτόν, αλλά τους όρους του παιχνιδιού εγώ τους φτιάχνω. Εγώ θα κερδίσω απόψε.
Σκύβω να ανάψω την ταμειακή. Η φούστα γλιστράει προς τα πάνω. Την τραβάω προς τα κάτω ασυναίσθητα. Όχι τέτοια. Τα 35 θα γίνουν 45 ή και 55 ή και 65… Λοιπόν, ξεκινάω. Γυρνάω προς το μέρος του, τινάζοντας το μαλλί προς τα πίσω και του χαμογελάω με υπονοούμενο. Με κοιτάει για λίγα δευτερόλεπτα στο πρόσωπο και μετά το βλέμμα του κατεβαίνει προς τα κάτω. Καρφώνεται κάτω χαμηλά. Πάλι τραβάω ασυναίσθητα τη φούστα. Δεν παίρνει το βλέμμα του από εκεί. Γυρνάω και πιάνω το Johnnie, ετοιμάζω δύο υποβρύχια. Του πετάω με μαγκιά και υπονοούμενο το ένα ποτήρι. Τσουγκρίζουμε και πίνουμε. Η μπύρα και το ουίσκι μου καίει τον ουρανίσκο. Νιώθω ότι θα βγουν φωτιές από το στόμα μου. Μου γνέφει άλλα δύο κερασμένα από εκείνον. Τα φτιάχνω. Τσουγκρίζουμε. Τα πίνουμε. Μου δίνει ένα εικοσάρικο και μου γνέφει να κρατήσω τα ρέστα. Τα 35 έγιναν 45…
Αρχίζω να γελάω υστερικά με το τραγούδι που παίζει από τα ηχεία, λέει για μια που παράτησε έναν και αυτός τη λέει πουτάνα. Τραβάω τη φούστα πάλι χωρίς να το καταλαβαίνω. Είναι σαν να έχω τικ… Βάζω δύο σφηνάκια Johnnie. Τα κατεβάζω και τα δύο. Η παρέα στην κάτω μεριά της μπάρας με κερνάει άλλα δύο, τεκίλα κίτρινη. Κοιτάω προς το μέρος του ροφού… Τραβάω τη φούστα. Τα 45 θα γίνουν 55… Μου γνέφει ακόμα δύο υποβρύχια. Το βλέμμα του καρφωμένο πάνω μου. Ανεβοκατεβαίνει πάνω στο κορμί μου, στέκεται σε σημεία. Η μπόχα της κολόνιας του ταξιδεύει και χώνεται με βία μέσα στα ρουθούνια μου. Μου έρχεται να ξεράσω. Τα 45 θα γίνουν 55…
Στέκομαι μπροστά του με τα ποτήρια στο χέρι. Το ξεδοντιάρικο στόμα χάσκει σαν μαύρη τρύπα, σαν ανοιχτός λάκκος… θάνατος. Τσουγκρίζουμε. Με κοιτάει κάτω χαμηλά. Πίνουμε. Η μάνα μου ξαπλωμένη στο φέρετρο. Σιχαίνομαι το ξώπλατο, το ξανθό μου ισιωμένο μαλλί, σιχαίνομαι το παιχνίδι και τους όρους του, τα 35 που έγιναν 45 και που θα γίνουν 55… Δάκρυα κυλούν από τα μάτια μου και μια φωνή ακούγεται στο χώρο. Η μουσική χαμηλώνει και όλοι με κοιτάνε. Εγώ μιλάω; Σταμάτα, ρε παλιοκαργιόλη, να με κοιτάς. Είναι δικό μου αυτό το κρέας που κοιτάς. Είναι το σώμα μου. Με πονάει το βλέμμα σου… Αυτή η μπόχα σου με ξεσκίζει.
Η μουσική ξαναδυναμώνει. Ο Μπάμπης με σπρώχνει έξω από το μαγαζί και μου χώνει μια σφαλιάρα. Σκουπίζω τα αίματα από τη μύτη με το μανίκι. Τραβάω τη φούστα…
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.