Του Άκη Γαβριηλίδη
Στις 15 Αυγούστου, όπως γράφτηκε στον τύπο, ένας νεαρός άντρας έχασε τη ζωή του στου Φιλοπάππου προσπαθώντας να ξεφύγει από επίθεση ληστών.
Μία εβδομάδα αργότερα, η μητέρα του απέστειλε ανοιχτή επιστολή προς τον Αλέξη Τσίπρα και προς άλλους φορείς, επιρρίπτοντάς τους εμμέσως την ευθύνη για το θάνατο του γιου της και για διάφορα άλλα κακώς κείμενα στην Ελλάδα.
Ο πόνος της απώλειας ενός οικείου ανθρώπου είναι ασφαλώς άξιος σεβασμού. Μόνο που από την υποχρέωση αυτή δεν εξαιρούνται ούτε οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι. Όταν ένας πολίτης παίρνει το λόγο στον δημόσιο χώρο και μιλά, απευθυνόμενος στον πρωθυπουργό, στον δήμαρχο, σε υπουργούς, για θέματα όπως η ενδεδειγμένη κατανομή των δημόσιων επενδύσεων, η αστυνόμευση του χώρου, αλλά και η ταυτότητα και η πορεία της χώρας συνολικά, τότε μιλά πολιτικά, όχι ιδιωτικά. Άρα θα πρέπει ευλόγως να αναμένει ότι ο λόγος του θα κριθεί πολιτικά.
Ο λόγος λοιπόν της κυρίας Λαμπρινής Μουστάκα δεν μπορεί να κριθεί ως οτιδήποτε άλλο παρά ως απροκάλυπτα εθνικιστικός, νεοφιλελεύθερος, ξενοφοβικός και ρατσιστικός.
Αυτό είναι ήδη φανερό από τον τίτλο της επιστολής[1], ο οποίος επερωτά τον κύριο Τσίπρα εάν «έχει συνειδητοποιήσει ποια χώρα υπηρετεί».
Ποια είναι λοιπόν η απάντηση σε αυτή την ερώτηση; Η προδήλως εννοούμενη απάντηση είναι ότι η χώρα την οποία υπηρετεί ο κ. Τσίπρας είναι μία χώρα που δεν είναι σαν όλες τις άλλες, και φυσικά είναι ανώτερη απ’ αυτές. Ακόμα πιο ανώτερη είναι η πρωτεύουσα της χώρας αυτής, στην οποία όσοι γεννήθηκαν πρέπει να νιώθουν περήφανοι. Πάντως η κα Μουστάκα έτσι νιώθει, όπως χωρίς κανέναν προφανή λόγο μας διαβεβαιώνει η πρώτη-πρώτη πρόταση της επιστολής. Πιο κάτω δε μας διαβεβαιώνει επίσης (ανακριβώς) ότι η εν λόγω πρωτεύουσα είναι «η αρχαιότερη και ιστορικότερη πόλη στον ευρωπαϊκό χώρο». Ακόμα πιο ανώτερος είναι ο βράχος που βρίσκεται στο κέντρο της, ο οποίος στην επιστολή χαρακτηρίζεται κατά την επικρατούσα συνήθεια «ιερός» (τόσο το επίθετο όσο και το ουσιαστικό με κεφαλαίο πρώτο γράμμα).
Ο κ. Τσίπρας όμως, όπως δηλώνει εμμέσως πλην σαφώς η ρητορική ερώτηση, δεν έχει συνειδητοποιήσει αυτή την αρχαιότητα, ιστορικότητα, ιερότητα και γενικώς ανωτερότητα της χώρας, της πόλης και του βράχου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να τις έχει αφήσει «έρμαιο στην δράση συμμοριών και κάθε λογής εγκληματικών στοιχείων». Από άλλα σημεία όμως προκύπτει ότι τα εγκληματικά αυτά στοιχεία δεν είναι τόσο ποικίλης λογής, αλλά μιας συγκεκριμένης: πρόκειται για συμμορίες ‘«μελαμψών»(;) κακοποιών’, των οποίων κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή να γίνουν «βορρά» [sic] οι επισκέπτες. Τα εισαγωγικά και το ερωτηματικό που συνοδεύουν τη λέξη μελαμψών απαντούν στο πρωτότυπο, για λόγους που δεν είναι ιδιαιτέρως σαφείς.
Αν προσθέσουμε σε αυτά τη δυσφορία για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, για τους υπερβολικά υψηλούς φόρους και για τους υπερβολικά υψηλούς μισθούς των πολιτικών, καθώς και την απαίτηση περισσότερων περιφράξεων και αυστηρότερης αστυνόμευσης, έχουμε ουσιαστικά το σύνολο των ιδεολογικών θεμάτων από το οπλοστάσιο της κατ’ όνομα φιλελεύθερης αλλά κατ’ ουσίαν ακροδεξιάς διανόησης που διεξάγει εδώ και κάμποσα χρόνια ήδη τη σταυροφορία της ενάντια στην «ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς». Συναρθρωμένο σε μία παραλλαγή η οποία, αναμενόμενα, χαρακτηρίζεται από τις συνήθεις αντιφάσεις του αυτο-αποικιοκρατικού λόγου: η χώρα μας είναι «η πιο πολιτισμένη» (κατ’ ιδέαν), αλλά ταυτόχρονα (στην υπαρκτή πραγματικότητα) είναι απολίτιστη[2], υστερεί απέναντι στον δυτικοευρωπαϊκό κανόνα όπως αυτός εκπροσωπείται εδώ προνομιακά από τη Σκωτία. Από την άλλη, η προαναφερθείσα Σκωτία επαινείται για το γεγονός ότι υποδέχτηκε φιλόξενα τον άτυχο νέο όταν αυτός είχε μεταναστεύσει εκεί, αλλά την ίδια στιγμή η Ελλάδα –ή πάντως η «Πολιτεία» της- επιπλήττεται διότι επέδειξε την ίδια φιλόξενη διάθεση απέναντι στα μελαμψά «εγκληματικά και επικίνδυνα στοιχεία με άγρια ένστικτα» και τα καλοδέχτηκε «προσφέροντας ‘γη και ύδωρ’» (οι τρεις αυτές λέξεις σε εισαγωγικά στο πρωτότυπο), ενώ κατά την επιστολή θα όφειλε «να προνοεί πρωτίστως για την ασφάλεια των ίδιων της των πολιτών τους οποίους αφαιμάσσει καθημερινά». Για την Ελλάδα, λοιπόν, ενδεδειγμένη πολιτική είναι κατά την επιστολή το «πρώτα οι Έλληνες», ενώ αντίθετα από τη Σκωτία αναμένεται να αντιμετωπίζει τους αλλοδαπούς σε βάση ισότητας με τους Σκώτους (εκτός βέβαια και αν η ισότητα αυτή αφορά μόνο τους Έλληνες, ως ανώτερης καταγωγής, και όχι όλους τους αλλοδαπούς).
Ας μου επιτραπεί να κλείσω το σημείωμα αυτό με έναν αυτοαναφορικό (και αυτοδικαιωτικό) τόνο.
Πριν από αρκετό καιρό, σχεδόν δεκαπέντε χρόνια, είχα αρχίσει να γράφω ένα κείμενο, που τελικά εξελίχθηκε σε βιβλίο, σχετικά με αυτό που πήρα την πρωτοβουλία να χαρακτηρίσω αθεράπευτη νεκροφιλία ορισμένων πτυχών του δημόσιου λόγου στην Ελλάδα. Μολονότι αναφερόμουν σε στοχαστές και καλλιτέχνες που συνδέονταν κυρίως με την αριστερά, πήρα εξ αρχής την απόφαση να αποφύγω τη χρήση όρων όπως π.χ. «αριστερός εθνικισμός» στον τίτλο και να μιλήσω για τον ριζοσπαστικό πατριωτισμό. Παρά την επιλογή αυτή, όταν εκδόθηκε το βιβλίο (στην περίοδο της παντοδυναμίας Σημίτη, την επαύριο των Ολυμπιακών της Αθήνας), αρκετοί αριστεροί φίλοι μου ενοχλήθηκαν, ενώ αντίθετα αρκετοί εκσυγχρονιστές-Σημιτιστές ενθουσιάστηκαν και το σχολίασαν θετικά καθώς το διάβασαν ως μία απόρριψη των «αγκυλώσεων του αριστερού λαϊκισμού» και ως ένα κάλεσμα να «αφήσουμε πίσω την υστέρηση της χώρας μας και να βαδίσουμε προς τα ευρωπαϊκά της πεπρωμένα». Εγώ δεν τους διέψευδα, αλλά και δεν έπαυα να έχω μέσα μου ξεκάθαρη τη συναίσθηση της παρανόησης.
Έχοντας λοιπόν επικρίνει πτυχές του λόγου της αριστεράς in tempore non suspecto, δηλαδή σε μια εποχή που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν υπήρχε ούτε ως ιδέα και που η πιθανότητα να βρεθεί η ελληνική αριστερά στην κυβέρνηση δεν αντιμετωπιζόταν καν ως σενάριο, θεωρώ ότι μπορώ να επιτρέψω στον εαυτό μου την πολυτέλεια να καγχάζει με την ασυνέπεια των τότε σημιτιστών και σήμερα μητσοτακιστών, για τους οποίους αποδείχθηκε ότι η νεκροφιλία είναι κακή μόνο όταν είναι αριστερή, ενώ όταν εξυπηρετεί τους σκοπούς τους είναι καλή και άξια προβολής από τα ψευδεπίγραφα φιλελεύθερα ΜΜΕ τους. Ακριβώς λοιπόν επειδή, όσο ήταν καιρός, είχα αναλάβει την ευθύνη να επικρίνω το ρατσισμό και τη νεκροφιλία του Θεοδωράκη και του Ρίτσου, έχω έναν λόγο περισσότερο να μη διστάσω τώρα να αντιμετωπίσω την επιστολή της μητέρας του θανόντος ως αυτό που είναι, δηλαδή ως μία χυδαία και ανήθικη εκμετάλλευση του θανάτου για πολιτικούς σκοπούς, και μάλιστα για πολιτικούς σκοπούς που είναι οι ίδιοι ανήθικοι και αποκρουστικοί.
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.