Αν οι (αυτό)βιογραφίες διασήμων – μουσικών και άλλων – πραγματεύονταν αποκλειστικά και μόνο το πόσο υπερτέλειοι (sic) είναι οι πρωταγωνιστές τους, πόσης δόξας και φήμης χαίρουν, ελάχιστοι θα έμπαιναν στον κόπο να τις διαβάσουν. Ακριβώς όπως και στα έργα μυθοπλασίας, το μοτίβο των αρχικών αποτυχιών και της κατοπινής δικαίωσης (και πάλι από την αρχή, σε αρκετές περιπτώσεις), της διαμόρφωσης της προσωπικότητας -καλλιτεχνικής και συνολικότερης-, όλης αυτής της διαδρομής που οι Ρωμαίοι ονόμαζαν per ardua ad astra, είναι που έλκει, κατά τη γνώμη μου, τον αναγνώστη προς τέτοια βιβλία, καθώς είναι αυτά ακριβώς τα στοιχεία που τον ωθούν στην ταύτιση με το κεντρικό πρόσωπο της εκάστοτε αφήγησης.
Υπήρχε μια περίοδος, από το 1999 ως τα μέσα των noughties, κατά την οποία δεν μπορούσες να μην διασταυρωθείς με κάποιο από τα τραγούδια του Moby, ειδικά όσα προέρχονταν από τον δίσκο Play: από τις πιο άκυρες τηλεοπτικές σειρές ως τις πιο καλογυρισμένες διαφημίσεις (ή και το αντίστροφο), από μέρη σαν το Decadence ως τα club της παραλιακής, από τα πιο μουσικόφιλα ως τα πιο ετοιματζίδικα ραδιόφωνα, η μουσική του μικρόσωμου μουσικού που γεννήθηκε στο Χάρλεμ και μεγάλωσε στο Κονέτικατ ήταν πανταχού παρούσα. Κι ο ίδιος απολάμβανε το δικό του μερίδιο αναγνωρισιμότητας, εξαιρετική εμπορική επιτυχία, δεσμούς με indie «ιέρειες», κόντρες με τον Eminem (“Nobody listens to techno or disco” είχε πει, δήθεν καίρια, σ’ ένα τραγούδι του ο Slim Shady, αναφερόμενος στον Moby, αν και μαντεύω πως ο μετέπειτα συγγραφέας του Porcelain δεν έχασε τον ύπνο του) και πολλά άλλα.
Αντί να γράψει γι’ αυτά τα χρόνια της φήμης, αντί να «διδάξει γαματοσύνη», ο Moby επιλέγει σε αυτό το πρώτο αυτοβιογραφικό του βιβλίο (θ’ ακολουθήσουν άραγε και άλλα;) να περιγράψει τι είχε προηγηθεί κατά την αμέσως προηγούμενη δεκαετία, για την κοπιώδη προσπάθειά του να καθιερωθεί σαν μουσικός και σαν DJ, ζώντας και δουλεύοντας συχνά υπό άθλιες συνθήκες, για τη σταδιακή άνθιση της ρέιβ σκηνής, για όλα εκείνα τα αλλόκοτα πάρτυ στα οποία είχε δεχτεί να παίξει προκειμένου να βγάλει κάποια παραπάνω χρήματα, για την πρόσκαιρη επιτυχία στις αρχές προς μέσα της δεκαετίας του 1990, την μετέπειτα -επίσης πρόσκαιρη- επιστροφή στην αφάνεια κ.ό.κ.
Το βιβλίο ξεκινά το 1989, με τον Moby να μένει σε ένα εγκαταλελειμμένο κτήριο στο προάστιο του Στάμφορντ, χωρίς τρεχούμενο νερό και θέρμανση, με περισσότερη διαπροσωπική επαφή με αρουραίους παρά με ανθρώπους. Πληρώνει στη ζούλα, όπως και οι άλλοι ένοικοι του κτίσματος, 50 δολάρια το μήνα στους ανθρώπους που έχουν αναλάβει τη φύλαξη του χώρου για λογαριασμό ενός μεσίτη και πηγαινοέρχεται στη Νέα Υόρκη, αφήνοντας τα mixtape και τα demo του σε υπεύθυνους κλαμπ και δισκογραφικών αντίστοιχα.
Τελικά, καταφέρνει να βρει δουλειά στο Mars, του Yuki Watanabe, και μετακομίζει στη Νέα Υόρκη, σε ένα ημιυπόγειο διαμέρισμα παρέα με τρεις φίλους του. Το πορτρέτο αυτής της μεγαλούπολης, που πλάθει ο Moby κάθε άλλο παρά ειδυλλιακό είναι – αν και είναι δοσμένο με μια πινελιά νοσταλγίας και συμπάθειας. Η πόλη στα τέλη της δεκαετίας του 1980 φαντάζει ένα μέρος δυστοπικό, με ντίλερς που αλληλοπυροβολούνται τα ξημερώματα στη μέση του δρόμου, τζάνκι που κυνηγάνε να σε μαχαιρώσουνε για να σου κλέψουν τα βινύλια, ακραία φτώχεια και δυστυχία. Ο Moby περιγράφει αυτό το περιβάλλον με ακρίβεια, αλλά και με δραματικότητα μπολιασμένη με χιούμορ, όπως π.χ. στο επεισόδιο όπου τρεις άγνωστοι άνθρωποι ρίχνουν έναν τέταρτο από την ταράτσα του διπλανού κτηρίου στον ακάλυπτο, αλλά εκείνος σώζεται χάρη στον ολοένα αυξανόμενο σωρό σκουπιδιών που οι γείτονες πετάνε εκεί και τον οποίο ο επιστάτης βαριέται να καθαρίσει ή την κατσαρίδα που προσγειώνεται σε ένα πολύ συγκεκριμένο σημείο της ανατομίας του αφηγητή/πρωταγωνιστή και αρνείται να απομακρυνθεί. Περιγράφει επίσης – με τρόπο εναργή – τις θυσίες, «τις αλχημείες», τις δουλειές του ποδαριού που κάνει κι ο ίδιος, προκειμένου να τα φέρει πέρα και να επιβιώσει, ακόμα και αφότου έχει βρει εργασία σαν DJ.
Και μέσα σε όλα αυτά υπάρχει πολλή μουσική, με το hip hop και τη house να γνωρίζουν τη μεγάλη τους ακμή, και όχι απλώς να ακούγονται το ένα με το άλλο, αλλά να μπλέκονται μεταξύ τους, είτε στην κονσόλα ενός κλαμπ είτε σε επίσημες κυκλοφορίες, όπως το I’ll House You των Jungle Brothers κ.ά. Ο Moby αναφέρεται με εύγλωττο τρόπο στις τότε συναντήσεις του με σημαντικούς μουσικούς, από τους RUN DMC ως τον Miles Davis κι από τη Madonna ως τον Jeff Buckley, άγνωστο ακόμα εκείνη την περίοδο, σε κάποια από τις ιστορικές του εμφανίσεις στο Sin-E, λίγο καιρό πριν την κυκλοφορία του Grace.
Ο Moby είναι χαρισματικός σαν αφηγητής, αποδίδοντας την ατμόσφαιρα της εποχής με ζωντάνια και πνεύμα (βλ. «Ήταν προφανές πως η Αποκάλυψη είχε διαλέξει το Νιου Τζέρσι για να κάνει τις πρόβες της» -σελ. 79- ή «Τα τελευταία λόγια του Γκαίτε ήταν ‘Φως, περισσότερο φως’. Ποιος ξέρει, ίσως προφήτευε την εμφάνιση των ρέιβερς» -σελ. 205- κ.ά.). Βέβαια, κάμποσα από τα πράγματα που λέει και αφορούν τον ίδιο είναι μάλλον αντιφατικά, όπως κάποιες σκηνές στο ξεκίνημα του βιβλίου όπου εκείνος και η κοπέλα του, έχοντας μόλις κάνει σεξ, γονατίζουν στο πάτωμα του δωματίου για να προσευχηθούν στον Θεό για συγχώρεση (καθότι φανατικοί χριστιανοί – το θέμα της θρησκείας είναι παρόν καθ’ όλη τη διάρκεια του βιβλίου) ή ότι ο ίδιος, παρότι ορκισμένος vegan, δέχεται χωρίς σκέψη να παίξει σε ένα κλαμπ στην Ολλανδία, από τους τοίχους του οποίου κρέμονται τα κεφάλια πρόσφατα σφαγμένων ζώων, με το αίμα να κυλά ακόμα (και, όχι, δεν προσυπογράφω το κλισέ πως η χορτοφαγία είναι ένα λάθος ή πως όλοι οι χορτοφάγοι είναι εξ ορισμού υποκριτές), καθώς και διάφορες άλλες πολιτικές ή φιλοσοφικές αποφάσεις που ο αφηγητής/πρωταγωνιστής λαμβάνει μετά από στιγμές βαθιάς, υποτίθεται, ενδοσκόπησης και για τις οποίες δεν ακούμε ποτέ ξανά.
Μετά από τις περίπου 200 πρώτες σελίδες, αυτό το συνεχώς επαναλαμβανόμενο μοτίβο του ανηλεούς clubbing, της ρέιβ ευδαιμονίας και της χριστιανικής μεταμέλειας καταντά κουραστικό. Υπάρχουν κάμποσα κεφάλαια του βιβλίου που δεν έχουν καν λόγο ύπαρξης και η αφήγηση κάνει, κατά το κοινώς λεγόμενο, μεγάλη κοιλιά.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ο Moby, καθαρός εδώ και οκτώ χρόνια, ξανακυλά στον αλκοολισμό, μετά από έναν δύσκολο χωρισμό, γεγονός σίγουρα δυσάρεστο από ανθρώπινης άποψης, αλλά ενδιαφέρον από δραματουργικής πλευράς, έτσι όπως η αφήγηση στο ανά χείρας βιβλίο αποκτά ξανά μια ζωντάνια και μια γλαφυρότητα που είχε εν πολλοίς εξαφανιστεί στα αμέσως προηγούμενα κεφάλαια. Ο Moby μετατρέπεται σε έναν άλλον άνθρωπο, πιο ασύδοτο, πιο ανεξέλεγκτο, που εθίζεται όχι μόνο στο ποτό αλλά και στο σεξ, που αδυνατεί να ξεχωρίσει το ηδονικό από το καταστροφικό, πληρώνοντας με διαφόρους τρόπους το τίμημα.
Την ίδια περίοδο, ο Moby αποφασίζει να απαρνηθεί τον ηλεκτρονικό ήχο για χάρη του πανκ παρελθόντος του κι ηχογραφεί τον εμπορικά αποτυχημένο δίσκο Animal Rights (αν και θυμάμαι πως στην Ελλάδα ο συγκεκριμένος δίσκος ακουγόταν κατά κόρον από τον θρυλικό σταθμό Ρόδον FM, ενώ είχε συμπεριληφθεί και στους 10 καλύτερους δίσκους του 1996 του σημαντικού περιοδικού Ποπ και Ροκ). Όλο αυτό το κομμάτι του βιβλίου, η διαδικασία της ηχογράφησης, η ανύπαρκτη προώθηση από την εταιρεία, η αποτυχημένη περιοδεία που ακολούθησε αποδίδονται από τον συγγραφέα με πικρό αλλά ιδιαίτερα αποτελεσματικό αυτοσαρκασμό.
Ο θάνατος της μητέρας του Moby, λίγο καιρό μετά, πυροδοτεί στον μουσικό μια νέα περίοδο ακόμα μεγαλύτερης ασυδοσίας, κατάχρησης και αυτοκαταστροφής. Ώσπου φτάνουμε στο εντυπωσιακό τελευταίο κεφάλαιο, με τον Moby να οδηγεί νύχτα στις βορειοανατολικές ΗΠΑ, παρέα με έναν φίλο του, παραγωγό πορνό ταινιών (και επίσης βαθιά θρησκευόμενο), ακούγοντας τον δίσκο που θα γινόταν αργότερα το γνωστό σε όλους Play, και αναλογιζόμενος την παιδική του ηλικία, αλλά και αυτά που νόμιζε πως του επεφύλασσε το μέλλον: μια ζωή πληκτική και αδιάφορη, καθώς έβλεπε πως η όποια καριέρα του είχε πια ξοφλήσει. Και κάπου εκεί τελειώνει αυτό το σίγουρα ενδιαφέρον βιβλίο.
Γενικά μιλώντας, έχουμε να κάνουμε με έναν αφηγητή χαρισματικό, ειλικρινή και πνευματώδη. Το βιβλίο δεν είναι στο σύνολό του συναρπαστικό αλλά ένα μεγάλο μέρος του κυμαίνεται από το ευχάριστο ως το απολαυστικό και αξίζει να διαβαστεί όχι μόνο από μουσικόφιλους, αλλά από όσους που έχουν περιέργεια να παρακολουθήσουν την πορεία ενός ανθρώπου, που μέσα σε συνθήκες δυσμενέστατες και παρά την έμφυτή του τάση προς την αυτοκαταστροφή, καταφέρνει να σταθεί στα πόδια του, χάρη στο ταλέντο του, τη γνώση του, τη μανία του.
Όσον αφορά αυτήν εδώ την ελληνική έκδοση του βιβλίου: η μετάφραση της Αφροδίτης Γεωργαλιού είναι άρτια, αλλά δεν λείπουν τα λάθη στη σελιδοποίηση αλλά και τη φιλολογική επιμέλεια. Επίσης, ίσως θα ήταν χρήσιμο να υπάρχουν περισσότερες επεξηγηματικές υποσημειώσεις σχετικά με κάποιους ανθρώπους, βιβλία, δίσκους, ταινίες και μέρη στα οποία γίνεται αναφορά κατά τη διάρκεια της αφήγησης.
Moby – Porcelain, μια αυτοβιογραφία. Μετάφραση Αφροδίτη Γεωργαλιού. Εκδόσεις Ροπή, 2016.
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.