Δεν χρειάζονται γιορτές, μέρες ειδικές και θεσμοθετημένες για να πετάξεις λίγο μελάνι, σκόρπιο και άναρχο, πάνω στο χαρτί.
Αρκούν οι πιο δυνατές θύμησες από εκείνα τα λόγια που φτιάχναν άρρωστες και όμορφες, παράλληλα, σκέψεις, που έκαιγαν και πάγωναν την λαλιά και την ίδια στιγμή σου ερχόταν να κλείσεις το βιβλίο είτε από χαρά είτε από θλίψη.
Γιατί τούτο το απροσδιόριστο συναίσθημα, το μοναδικό για τον καθένα, είναι που κινεί τη θέληση του ποιητή για να γεννά λέξεις, εικόνες, νοήματα. Γιατί τούτο το απροσδιόριστο, μισητό και άυλο «Εγώ» μιλά για την ομορφιά, την ίδια στιγμή που μιλά για την κόλαση και το κακό, και την ίδια στιγμή που μιλά για το βαθύ σκοτάδι του ήλιου μιλά για την θέλξη του σουρουπώματος.
Είναι ιδιαίτερο πράγμα η ποίηση; Μπορεί ναι, μπορεί και όχι… Ποιος νοιάζεται για την ιδιαιτερότητα, εξάλλου. Αυτό που μοιάζει, όμως, μαγικό με την ποίηση είναι ότι: Σχεδόν παύει να είναι λόγια σπαρτά και ταξινομημένα τη στιγμή που οι λέξεις της μπαίνουν μια μια στο νου. Τη στιγμή που το νόημα αλλάζει με το τίναγμα του κεφαλιού, με την θλίψη του βλέμματος, με το άναμμα ενός τσιγάρου, τη στιγμή που ποτίζεται με αλκοόλ…
Σήμερα, λέει, είναι η παγκόσμια ημέρα της ποίησης. Άλλη μια «κλικαρισμένη» ημέρα θεσμοθετημένη από (και για) την εποχή των «περιφράξεων» και του «δηθενισμού». Τούτη η μέρα, που θα μπορούσε σαν όλες τις άλλες να είναι απλά μια χωροχρονική (αιώνια) πύλη για μια «Εποχή στην κόλαση», μετατρέπεται σαν την παγκόσμια ημέρα για κάτι… Ας είναι. Ξεφυλλίζοντας τις κιτρινισμένες σελίδες:
ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ [1]
Αν θυμάμαι καλά, κάποτε, ήταν η ζωή μου έκπαγλη γιορτή που άνοιγαν όλες οι καρδιές και όλα τα κρασιά κυλούσαν.
Μια νύχτα πήρα την ομορφιά στα γόνατά ου.
Και τη βρήκα πικρή.
Και τη βλαστήμησα.
Οπλίστηκα ενάντια στη δικαιοσύνη. Δραπέτευσα.
Ω Μάγισσες, Μιζέρια, Μίσος, εσείς θα διαφυλάξετε το θησαυρό μου.
Κατόρθωσα να σβήσω από το λογικό μου κάθε ελπίδα ανθρώπινη.
Μ’ ύπουλο σάλτο, χίμηξα σα θηρίο πάνω σ’ όλες τις χαρές να τις σπαράξω.
Επικαλέστηκα τους δήμιους να δαγκάσω, πεθαίνοντας, τα κοντάκια των όπλων τους.
Επικαλέστηκα κάθε Οργή και Μάστιγα να πνιγώ στο αίμα, στην άμμο.
Η απόγνωση ήταν ο θεός μου.
Κυλίστηκα στη λάσπη.
Στέγνωσα στον αέρα του εγκλήματος.
Ξεγέλασα την τρέλα.
Κι η άνοιξη μου προσκόμισε το φρικαλέο γέλιο του ηλίθιου.
Μα τώρα, τελευταία, πριν τα τινάξω για καλά, λέων αποζητήσω το κλειδί του αρχαίου συμποσίου μήπως βρω ξανά την όρεξή μου.
Το κλειδί αυτό είναι η συμπόνια.
Η έμπνευση τούτη δείχνει πως ονειρεύτηκα.
«Θα μείνεις ύαινα…» κ.τ.λ. ολολύζει ο διάβολος: και με στεφανώνει με πλήθος ιλαρές παπαρούνες.
«Φτάσαμε στο θάνατο μ’ όλες τις αχαλίνωτες ορέξεις σου, τη φιλαυτία σου, και κάθε ασυγχώρητο αμάρτημα!» Αχ! Απαύδησα.
Αλλά, Σατανά, φίλτατέ μου, να χαρείς, όχι βλοσυρές ματιές. Περιμένω μερικές βδεληρότητες, αναδρομικά.
Ωστόσο, για σας, τους εραστές της απουσίας του περιγραφικού ή διδακτικού ύφους σ’ ένα συγγραφέα, για σας αποσπώ τις λίγες ελεεινές αυτές σελίδες από το σημειωματάριο του κολασμένου.
[1] Arthur Rimbaud, Μια εποχή στην κόλαση, μτρφ. Ν. Σπανιάς, Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1985
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.