Ο Τζίμης είναι ένας 17χρονος μαθητής Λυκείου, γόνος ευκατάστατης οικογένειας. Η Μαίρη τριαντάρα μεσοαστή ασκούμενη δικηγόρος. Ο Μάκης 45χρονος ιδιοκτήτης ψιλικατζίδικου. Και οι τρεις ζουν μονότονες, συμβατικές ζωές. Αν και φαινομενικά αυτό είναι το μόνο που τους συνδέει, υπάρχει και κάτι άλλο: κατά διαστήματα συναντιούνται επιδιδόμενοι σε πράξεις ακραίας βίας, με θύματά τους ανθρώπους ταξικά, βιολογικά και ηλικιακά πιο αδύναμους.
Με φόντο τον εντεινόμενο κοινωνικό εκφασισμό, το Luton, ένα αυστηρά δομημένο διαταξικό υπαρξιακό δράμα με εκρήξεις άγριας βίας και δόσεις μαύρου χιούμορ, είναι το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του Μιχάλη Κωνσταντάτου.
Μετά την παγκόσμια πρεμιέρα του στο πρόσφατο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν, την πανελλήνια «πρώτη» του στις φετινές «Νύχτες Πρεμιέρας» και λίγο πριν ταξιδέψει στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λονδίνου, βγαίνει στις ελληνικές αίθουσες στις 10 Οκτωβρίου. Κουβεντιάζουμε με τον Μιχάλη Κωνσταντάτο ένα ψυχρό απομεσήμερο, κάπου στο κέντρο της Αθήνας.
Ποιο ήταν το αρχικό ερέθισμα για τη δημιουργία της δουλειάς σου;
Ήταν όλα αυτά τα περιστατικά «αναίτιας» βίας, η οποία με απασχολεί κι από τις μικρού μήκους ταινίες μου, που άκουγα ανά τον κόσμο πολλά χρόνια τώρα, που με έκαναν να αρχίσω να ψάχνω ποιοί είναι οι στόχοι, ποιοί οι θύτες. Συνήθως κατέληγα σε καθημερινούς ανθρώπους που ζούσαν κανονικές ζωές κι όχι σε κάποιους ψυχοπαθείς. Ήθελα να αναδείξω σκηνές καθημερινότητας που έχουν εμμονή στη λεπτομέρεια.
Προσωπικά «διάβασα» την ταινία ως ένα σχόλιο πάνω στον εντεινόμενο κοινωνικό εκφασισμό και, παράλληλα, τον κοινωνικό κανιβαλισμό, γιατί τα θύματα των επιθέσεων ήταν οι πιο αδύναμοι- ταξικά, βιολογικά, ηλικιακά.
Γενικά πιστεύω ότι όλες οι πράξεις βίας ξεκινάνε πάνω σε ανθρώπους που είναι αυτού του συνόλου. Νομίζω ότι, αν δεις και τις περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, πάνω σε αδύναμα μέλη ασκείται. Οπότε, ανεξάρτητα από τις εποχές, είναι ένας κακός κανόνας αυτό.
Σε ανησυχούν αυτά τα φαινόμενα, τα οποία πλέον έχουν πάρει πολύ σοβαρότερες διαστάσεις;
Βέβαια. Πολύ περισσότερο, όμως, με ανησυχεί- κι αυτό λέει η ταινία σε πολύ μεγάλο βαθμό- το πώς οι άνθρωποι ζουν την καθημερινότητά τους, γιατί από ‘κει ξεκινάει το πρόβλημα. Το πόση συνείδηση και συνειδητοποίηση έχουν για τις επιλογές τους, τις επιθυμίες τους, τις ανάγκες τους. Πώς διαλέγουν να εκφράζονται στην καθημερινότητά τους, τι κρατάνε μέσα τους. Αυτό με ανησυχεί περισσότερο: ότι βλέπω όλο και περισσότερο κόσμο να ζει σε μια κατάσταση απόλυτης ταχύτητας, μια κατάσταση που δεν ελέγχεται. Δε στέκεται απέναντι στον εαυτό του και στα πράγματα παίρνοντας πιο ώριμες, φιλτραρισμένες αποφάσεις. Κι αυτό είναι που οδηγεί μετά σε οποιαδήποτε παθογενή κατάσταση.
Και ταυτόχρονα το θεωρούν οι ήρωες απολύτως φυσιολογικό. Όσο φυσιολογική, έστω και ως καταπιεστική ή ρουτινιέρικη είναι η υπόλοιπη καθημερινότητά τους, κι αυτές οι πράξεις βίας, στις οποίες επιδίδονται, τείνουν να λαμβάνουν ένα τέτοιο χαρακτήρα, μιας κανονικότητας.
Αυτό είναι το πιο ανησυχητικό, ότι όλο αυτό μπαίνει σε μια κανονικότητα. Η ίδια κανονικότητα της άλλης βίας, αυτής που ασκείται στους ανθρώπους από το περιβάλλον τους.
Πόσο εφικτό είναι να «σπάσει» αυτός ο κύκλος, κι όχι μόνο στο κινηματογραφικό πεδίο; Υπάρχει προοπτική;
Είναι πολύ δύσκολο, γιατί δεν είναι κάτι που χτίστηκε μέσα σε μια στιγμή, χτίστηκε στην ιστορία του οικονομικού και πολιτικού συστήματος σε Ευρώπη και Αμερική, οπότε για να κάνεις μια ρωγμή, έστω, νομίζω ότι επαφίεται στην προσωπική επανάσταση του καθενός, στην ατομική του, κατ’ αρχήν, βούληση και συνείδηση. Αλλάζοντας την καθημερινότητά σου, αλλάζεις σιγά σιγά κι άλλα πράγματα. Είναι εφικτό να συμβεί σε μικροκλίμακες. Ξεκινώντας από το σπίτι μας, από τη δουλειά μας, από το σχολείο μας και κυρίως από τον ίδιο μας τον εαυτό, την ώρα που είμαστε μόνοι μας, ελπίζω τα πράγματα να αμβλύνονται. Αν πεις το προφανές, ότι δεν υπάρχει προοπτική, είναι σαν να καταδικάζεις τον εαυτό σου σε μια στασιμότητα. Θέλω να έχω κι αλλού στραμμένο το βλέμμα μου.
Η ταινία έχει διαταξικό χαρακτήρα. Υπάρχει ο γόνος της ευκατάστατης οικογένειας, η μεσοαστή ασκούμενη δικηγόρος και ο μικροαστός ιδιοκτήτης του mini market. Σαν ένα διαταξικό υπαρξιακό δράμα με εκρήξεις βίας και με δόσεις χιούμορ, συνήθως μαύρου. Αυτές οι σκηνές βίας μερικές φορές μου έδιναν την εντύπωση ότι προέρχονται από μια παράλληλη ταινία. Αν δεν ήξερα την υπόθεση της ταινίας, μπορεί να αμφέβαλλα ότι έχουν όντως συμβεί. Ήταν συνειδητή επιλογή να δείχνουν σαν να παραπέμπουν σε φανταστικό κινηματογράφο; Μου θύμισαν έως και David Lynch κάποιες στιγμές.
Ήταν απόλυτα συνειδητή και ήθελα να έχει αυτό το διττό χαρακτήρα αυτή η σεκάνς και να προσαρμόζεται ανάλογα με τον θεατή, γιατί σημασία έχει η αλληγορία του πράγματος και η θέση των σκηνών. Αλλά είναι και ένα παράλληλο σύμπαν στο μυαλό αυτών των ανθρώπων.
Και προφανώς δεν έχει σημασία επί της ουσίας πώς συναντήθηκαν οι ήρωες.
Καμία. Δεν εξετάζει αυτό η ταινία . Δεν έχει βάση πλοκής. Είναι φανερό ότι ο σκοπός μου είναι άλλος. Με ενδιαφέρει ο παρονομαστής τους, ποιο είναι στο βάθος το κοινό στοιχείο αυτών των ανθρώπων.
Η επιλογή των ηθοποιών πώς προέκυψε;
Όπως σε όλες τις δουλειές μου, το casting κράτησε πάρα πολύ καιρό. Η επιλογή όλων των ηθοποιών, τους οποίους ευχαριστώ για τη συμμετοχή, έγινε από αυτό που ένιωσα ότι ταιριάζει στον κάθε χαρακτήρα. Πολλή δουλειά έγινε και από το «Athens Casting», το γραφείο με το οποίο συνεργάζομαι, τους οποίους επίσης πρέπει να ευχαριστήσω.
Η συνεργασία με τους ηθοποιούς υπήρξε γενικά αρμονική;
Πάρα πολύ. Ήταν πολύ συγκεκριμένα τα πράγματα, πολύ συγκεκριμένη η κατεύθυνση. Ήταν όλα πολύ οριοθετημένα.
Οι χαρακτήρες επιλέχτηκαν με κάποιο συγκεκριμένο κριτήριο; Γιατί ο μαθητής, η δικηγόρος και ο ιδιοκτήτης mini market, ανάμεσα σε πολλούς άλλους ανθρώπινους χαρακτήρες;
Μπορείς όντως να διαλέξεις τα πάντα. Καταλήγεις σε κάτι που έχει ένα κομμάτι λογικής και σχεδιασμού και ένα κομμάτι αυθόρμητο. Η αρχική πρόθεση ήταν να είναι άνθρωποι διαφορετικής ηλικίας, κοινωνικής τάξης, αισθητικής, οπότε να απλωθεί αυτό σε ένα ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Το επάγγελμα του ψιλικατζή, για παράδειγμα, είναι πάρα πολύ στατικό. Φτάνει ένα σημείο, στο οποίο βαριούνται πια να σηκωθούν κι από την καρέκλα τους, λόγω όλης της επαναληπτικότητας και της στενότητας του χώρου. Αυτό θεώρησα ότι έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Στην ταινία μου όλοι οι χαρακτήρες έχουν μεγάλο background, γιατί έτσι δουλεύουμε κιόλας.
Οι προηγούμενες σπουδές σου πόσο επηρέασαν όλη τη διαδικασία και της συγγραφής του σεναρίου και της σκηνοθεσίας, στη συνέχεια;
Πάντα με ενδιέφερε η αρχιτεκτονική και ο χώρος. Ουσιαστικά οι σπουδές μου, τόσο στην κοινωνιολογία όσο και στην αρχιτεκτονική, ήταν πράγματα που με ενδιέφερε να παρακολουθώ και να κάνω.
Το ενδιαφέρον σου στην αρχιτεκτονική νομίζω ότι αντανακλάται και στη δουλειά σου. Η κινηματογράφηση των χώρων, και των εσωτερικών και των εξωτερικών, είναι πραγματικά πολύ φροντισμένη.
Και τις παραστάσεις στο θέατρο έτσι τις στήνω. Οι χώροι διαμορφώνουν τη σκέψη μου. Όλα αυτά επηρεάζουν ασυνείδητα. Είναι ο τρόπος που σκέφτομαι. Για κάποιους μπορεί να είμαι σπαστικός, αλλά είναι όλα αυτά που «γράφουν» με τα χρόνια πάνω σου και καταλήγουν να μορφοποιούνται με έναν ορισμένο τρόπο.
Μέχρις στιγμής οι αντιδράσεις, το feedback, εντός κι εκτός Ελλάδας, πώς είναι;
Είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένος μέχρις στιγμής, κι από το θετικό και από το αρνητικό.
Εστιάζοντας στο αρνητικό, οι ενστάσεις ή οι παρατηρήσεις σε τι συνίστανται περισσότερο;
Όπως θα διαπίστωσες κι εσύ, δεν είναι μια εύκολη ταινία- ότι μπαίνεις στην αίθουσα, αναγνωρίζεις τον κώδικα ή πως μπορείς να πεις ότι ευχαριστιέσαι. Οπότε αυτό έχει διαφορετικό αποτέλεσμα στον κάθε θεατή, ακόμα και μέσα στο χρόνο της ταινίας. Άλλο νιώθεις στην αρχή, άλλο στη μέση, άλλο στο τέλος. Οι θεατές που έχουν περισσότερη υπομονή και θέληση να δουν κάτι και αφήνονται, την καταλαβαίνουν πολύ καλά, τη νιώθουν. Οι θεατές που δε θέλουν να μπουν στον κόσμο της ταινίας, δε θα επικοινωνήσουν με αυτή. Μπορεί να τη θεωρήσουν βαρετή, αργή, έντονη, σκληρή. Αλλά αυτό είναι πολύ υποκειμενικό.
Ενώ είναι αφηγηματικά βατή ταινία, υπό την έννοια ότι δε σου αφήνει κενά ως προς την κατανόηση του τι συμβαίνει, σε κάνει να αισθάνεσαι άβολα κι επίσης δυσκολεύεσαι και να ταυτιστείς, εντέλει, με κάποιον από τους χαρακτήρες, όχι γιατί δεν αναγνωρίζεις οικεία βιώματα ή παραστάσεις, αλλά γιατί είναι περισσότερο «κακοί» απ’ ότι θα τους ήθελες για να ταυτιστείς μαζί τους.
Πολλές φορές έχω παρατηρήσει ότι, όταν βλέπουμε κάτι που μας μοιάζει και δε θέλουμε να μας μοιάζει, το αποφεύγουμε. Όταν βλέπεις τραπέζια όπου έχεις βρεθεί, καταστάσεις που έχεις ζήσει, διακοπές που έχεις περάσει, αν αυτά δεν είναι ευχάριστα, απωθούνται. Παραθέτω μια κατάσταση που παρατηρώ γύρω μου και λέω τη δική μου άποψη για το πώς νομίζω ότι λειτουργεί αυτό το πράγμα στην ψυχοσύνθεση των ανθρώπων. Και τι κίνδυνος μπορεί να υπάρξει.
Η εκκόλαψη ενός καθημερινού, κοινότοπου φασισμού…
Και από και προς αυτούς τους ανθρώπους. Η ταινία αγγίζει κάτι που είναι δύσκολο να το διαχειριστούμε και ως άνθρωποι.
Δουλεύεις πάνω σε κάτι καινούριο;
Τελειώνω το σενάριο για την επόμενη μεγάλου μήκους ταινία στο Torino Film Lab και αρχίζουμε τον αέναο αγώνα της χρηματοδότησης. Ελπίζω μέσα στα επόμενα δύο χρόνια να υπάρχει αυτή η ταινία και να κυκλοφορήσει.
Στις 10 Οκτωβρίου το Luton βγαίνει στις αίθουσες. Ποιες είναι οι προσδοκίες σου, δεδομένου ότι πρόκειται για- καλώς ή κακώς χρησιμοποιείται αυτός ο όρος- «φεστιβαλική» ταινία;
Κατ’ αρχήν θα ήθελα να λένε ότι δεν είναι μια φεστιβαλική ταινία, γιατί αυτές οι ταμπέλες οδηγούν σε αρνητικούς συνειρμούς. Καλό είναι να παρουσιάζουμε τις ταινίες περίπου όπως είναι και να διαλέγει ο καθένας αν θέλει να τις δει. Ελπίζω να ανταποκριθεί ο κόσμος. Το σινεμά που παρακολουθώ και με ενδιαφέρει είναι οι ταινίες που, όταν τελειώνουν, δεν μπορώ να πω αν μ’ αρέσουν ή όχι, αλλά θέλω να πάρω έναν φίλο μου τηλέφωνο να το κουβεντιάσουμε. Υπάρχουν ταινίες που κάθε μέρα σκέφτομαι μια σκηνή τους. Επειδή θέλω να λειτουργούν έτσι οι ταινίες, εύχομαι να υπάρξει κόσμος και να λειτουργήσει σε αυτόν με αυτό τον τρόπο. Να λειτουργήσει ως αφορμή για κουβέντα.
Νομίζω ότι είναι πολύ αγκυρωμένη στην τρέχουσα καθημερινότητα.
Τα γεγονότα επιβεβαιώνουν, δυστυχώς, μια σκέψη ανθρώπων. Ήταν σχεδόν επιστημονική φαντασία για κάποιους και δες ότι συμβαίνουν.
Για μένα οι χαρακτήρες που παρουσιάζεις στην ταινία σου είναι, τελικά, αυτό το κομμάτι της κοινωνίας που οπλίζει τους πιστολέρο και τους μαχαιροβγάλτες και τους παρέχει την κοινωνική και ηθική νομιμοποίηση.
Και δεν είναι μόνο αυτοί οι τρεις χαρακτήρες, είναι όλοι γύρω από αυτούς που έχουν το μερίδιο της ευθύνης τους. Για μένα ήταν φοβερά σημαντικοί και οι άνθρωποι γύρω από τους τρεις χαρακτήρες. Η γιαγιά, η μάνα, η σύζυγος του ιδιοκτήτη, ο Γιώργος ο Τσεμπερόπουλος στο ρόλο του πατέρα του μαθητή, η κοπέλα που περπατάει στο δρόμο μόνη της. Ήθελα να δημιουργήσω ένα κοινωνικό πλέγμα που να περιέχει όλα όσα βλέπω γύρω μου και να βάλω τη λεπτομέρεια της θέσης τους μέσα σε όλο αυτό. Γιατί κανείς δεν είναι αθώος, όπως και κανείς δεν είναι ένοχος. Είναι πιο σύνθετο το πράγμα.
Δεν περιμένω να έχει η ταινία σου και εισπρακτική επιτυχία- μακάρι να είχε, βέβαια. Μάλλον θα ζούσαμε σε άλλη κοινωνία…
Κι εγώ έτσι πιστεύω!
Ο σύγχρονος ελληνικός κινηματογράφος φαίνεται, πάντως, ότι πηγαίνει αρκετά καλά.
Αυτό που με φοβίζει στο κινηματογραφικό πεδίο είναι η γενικότερη ευρωπαϊκή πολιτική για τον κινηματογράφο σε σχέση με τη δημιουργία ταινιών που να προβληματίζουν. Δε νομίζω ότι το θέλουν αυτό. Αν παρατηρήσεις σε κάθε χρόνο που περνάει πόσες ταινίες παράγονται και διανέμονται και πόσες αίθουσες υπάρχουν γι’ αυτές τις ταινίες σε όλη την Ευρώπη, θα διαπιστώσεις ότι συρρικνώνονται όλο και περισσότερο. Αυτό είναι ανησυχητικό και δείχνει πού θέλουν να πάνε το σινεμά. Όλο και περισσότερα art house cinemas κλείνουν, οι sales agents ελάχιστα ενδιαφέρονται για ταινίες τέτοιου είδους, τα φεστιβάλ τα ίδια έχουν μια λίγο πιο mainstream κατεύθυνση. Με προβληματίζει το πώς θα μπορούμε να κάνουμε ταινίες τέτοιου τύπου.
Το Luton του Μιχάλη Κωνσταντάτου βγαίνει στις αίθουσες στις 10 Οκτωβρίου. Περισσότερες πληροφορίες στο luton.horsefly.gr
Γιάννης Κοντός
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.