*Αλιευμένο απο Documento
Κείμενο: Tάσος Κατρής-Θεοδωρόπουλος
–
Ο αδίστακτος, εργασιομανής, ταλαντούχος(;), πρωτοπόρος(;) «πατριάρχης»(;) της ελληνικής τηλεόρασης με τη διεθνή(;) καριέρα και τη χουντική κηλίδα του αμφιλεγόμενου παρελθόντος του βρίσκεται σε εμμονικό παραλήρημα με το Facebook, προσπαθώντας, παροπλισμένος πλέον, να δημιουργήσει εντυπώσεις επιτιθέμενος στα πάντα. Αποτελεί αναμφισβήτητα μεγάλο κεφάλαιο των εγχώριων μίντια και της ελληνικής ποπ και όχι μόνο ιστορίας, με την προσωπική του πορεία, τον μύθο που την περιβάλλει και τη χωρίς φραγμούς λεκτική μαγ(κ)ιοσύνη του να αντανακλά ατυχώς πολύ περισσότερα για τον Νεοέλληνα από όσα ίσως τολμάς να παραδεχτείς.
Έχω δουλέψει αρκετά χρόνια στην ελληνική TV για να γνωρίζω πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη παπαρολογία από το «αυτός ξέρει από τηλεόραση». Τι ακριβώς ξέρει; Τα ντοκιμαντέρ; Τις ειδήσεις; Την παρουσίαση σόου, τις συνεντεύξεις; Και με τι ιδιότητα ακριβώς τα ξέρει όλα αυτά (το ίδιο ισχύει και για τους τηλεκριτικούς); Του δημοσιογράφου, του παραγωγού, της ξανθιάς γκόμενας με το σουξέ, του κλητήρα ή του σεβάσμιου γέροντα από την Αμερική, όπως στην περίπτωση του Νίκου Μαστοράκη, που έπειτα από ένα σερί όχι και τόσων επιτυχημένων επιλογών στην ιδιωτική τηλεόραση, άσχετα αν ο ίδιος προωθεί μανιωδώς το αντίθετο ως πολιτιστική κληρονομιά του, αποφάσισε να επανέλθει με έναν τρόπο που κάθε άλλο παρά τιμά το παρελθόν του για το οποίο επαίρεται: με ένα συνεχόμενο σερί επιθέσεων και
προσβλητικής κριτικής, κυρίως μέσω των αναρτήσεών του στο Facebook. Θα μπορούσα να συμφωνήσω μαζί του σε αρκετά από όσα μανιωδώς γράφει και λέει στις συνεντεύξεις του αν το αποτέλεσμα δεν μου θύμιζε την τσατσά Δέσπω Διαμαντίδου στα «Κόκκινα φανάρια» να βρίζει την Ελένη Ανουσάκη, όταν η αυτοκρατορία του μπουρδέλου της γκρεμίστηκε, «τσουλάκι» (ή κάτι τέτοιο) και η τελευταία να της τραβάει την περούκα, αφήνοντάς τη φαλακρή. Όπως είναι και ο Μαστοράκης. Πολύ «Αργά» πλέον και με τα μπαλάκια του, αυτά τα αγχολυτικά που έδινε για μαλάξεις στους καλεσμένους του στην ομότιτλη εκπομπή του εννοώ, να έχουν ζαρώσει.
Ανακαλύψαμε γιατί η Σοράγια ήταν «θλιμμένη»
Ο Νίκος Μαστοράκης γεννήθηκε στην Αθήνα στις 28 Απριλίου 1941. Σε ηλικία 18 ετών, με την ιδιότητα του ρεπόρτερ στον «Εθνικό Κήρυκα», έκανε την πρώτη του μεγάλη δημοσιογραφική επιτυχία εξασφαλίζοντας αποκλειστική συνέντευξη από την εξόριστη πριγκίπισσα του Ιράν Σοράγια. Μάλλον έπειτα από αυτό την αποκαλούσαν θλιμμένη πριγκίπισσα. Λίγα χρόνια αργότερα, ως συντάκτης της «Απογευματινής» και υποδυόμενος για τις ανάγκες του ρεπορτάζ τον μουσικό στην ορχήστρα του Γιάννη Πουλόπουλου, κατάφερε να βρεθεί στον Σκορπιό του Αριστοτέλη Ωνάση μαζί με τους καλεσμένους του Τζάκι Κένεντι και Τεντ Κένεντι, βγάζοντας πρώτος την είδηση για τον επικείμενο γάμο της Τζάκι και του Αριστοτέλη. Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 οργάνωσε την επεισοδιακή συναυλία (γίναμε διεθνώς ρεζίλι) των Rolling Stones στο γήπεδο του Παναθηναϊκού στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας λίγες μέρες πριν από την επιβολή της χούντας. H συναυλία κράτησε μόλις 30 λεπτά, καθώς η αστυνομία έπαθε εγκεφαλικό όταν ο Μικ Τζάγκερ έδωσε κόκκινα γαρίφαλα στον συνεργάτη του Τομ Κέιλοκ για να τα μοιράσει στο κοινό, τον οποίο τα μπουζούκια της τάξης έκαναν κανονικό γαρίφαλο από το μπουνίδι, όπως και τους 10.000 θεατές που επαναστάτησαν στη συνέχεια. Πού μπλέκεις, μανίτσα μου Νικόλα, εκεί που δεν σε παίρνει; Ή σε παίρνει; Ο Μαστοράκης ήταν στιχουργός και παραγωγός των Forminx, του διάσημου pop group της δεκαετίας του ’60 στο οποίο ξεκίνησε την καριέρα του ως συνθέτης και κιμπορντίστας ο Βαγγέλης Παπαθανασίου. Αναμφισβήτητα δαιμόνιος και έτοιμος να διεκδικήσει το σουξέ με κάθε τρόπο, χωρίς ηθικούς φραγμούς και κριτήρια. Αυτό είναι και το λιγότερο που μπορεί να ειπωθεί για μια από τις πιο μελανές στιγμές της ελληνικής τηλεόρασης, η οποία ακόμη και σήμερα αποτελεί ταμπού, ενώ ο ίδιος την υπερασπίζεται ενίοτε με θράσος, προφανώς επειδή θα επιθυμούσε πολύ να ξεχαστεί. Το 1973, ο Νίκος Μαστοράκης πήρε συνέντευξη –ανάκριση στην ουσία– από ομάδα φυλακισμένων φοιτητών που συμμετείχαν στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Ατσαλάκωτους τους έβγαλαν στο μεταμορφωμένο σε πλατό ΚΕΒΟΠ, αλλά μετά την προβολή της εκπομπής οι συμμετέχοντες φοιτητές επέστρεψαν στο ΕΑΤ-ΕΣΑ και έκαναν μόνοι τους ροκ συναυλία ουρλιαχτών από τη χαρά της φάλαγγας και το ξύλο στα μπουντρούμια. Για να πραγματοποιηθεί η συνέντευξη χρησιμοποίησε τόσο τις διασυνδέσεις του στη χουντική κυβέρνηση προκειμένου να πάρει άδεια πρόσβασης στους φυλακισμένους όσο και την πειθώ του διαβεβαιώνοντας τους φοιτητές ότι δεν θα πάθουν τίποτα, καταλήγοντας να τους χαρακτηρίσει «αναρχικά στοιχεία που διασαλεύουν την έννομη τάξη». Ναι, ενώ οι Rolling Stones προφανώς έπαιζαν αστικό βαλς.
Κι ύστερα γ@*^#ε μια κατσίκα στη Μύκονο
Μετά την πτώση της χούντας, την έκανε τσακ μπαμ στις ΗΠΑ και ναι, θριάμβευσε, αλλά όχι ακριβώς όπως ο ίδιος νομίζει. Γύρισε ένα σερί ταινιών β΄, γ΄, δ΄ διαλογής, συνήθως στο είδος του φανταστικού, με μπόλικο σεξ και βία και ελληνικό εξοτίκ φόντο. Το «cult» αριστούργημά του από αυτή την περίοδο είναι «Τα παιδιά του διαβόλου» ή «Το νησί της διαστροφής», με ένα ζευγάρι διεστραμμένων τουριστών που δολοφονούν, καίνε και σταυρώνουν κυριολεκτικά στα πεζούλια του νησιού αδερφές και λεσβίες, με αποκορύφωμα το πήδημα μιας κατσίκας, ενώ στο φινάλε ο δολοφόνος παίρνει αυτό που του αξίζει κάτω από τα λάγνα μπράτσα ενός βοσκού (που τον παίζει ο Νίκος Τσακιρίδης) με μουσική υπόκρουση τον Δάκη να τραγουδάει μελαγχολικά «Do you love me, yes I think you do». Πιθανότατα να ήταν δικιά του η κατσίκα (του βοσκού), πιθανότατα να ήθελε κι αυτός αγχολυτικά μπαλάκια να ζουλήξει. Απαγορευμένη για χρόνια από το συμβούλιο λογοκρισίας της Βρετανίας, η ταινία του σήμερα θεωρείται συλλεκτική για όλους τους λάθος λόγους, όπως συλλεκτικός θ εωρείται πλέον κι ο ίδιος (αφήνω τον Χάνιμπαλ Λέκτορ να προσεγγίσει ψυχαναλυτικά το θέμα). Η αλήθεια είναι πως είναι γεννημένος για επιβίωση και το απέδειξε στις ΗΠΑ, με πιο εμπορικό επίτευγμά του τον «Ελληνα Κροίσο» με τον Αντονι Κουίν, σε μια κατά λάθος παρωδία της ζωής του Ωνάση.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, εκμεταλλεύτηκε την εμπειρία του για να λανσάρει ξανά τον εαυτό του σαν «θεία από το Σικάγο» στα Βλάχικα της νεοσύστατης ιδιωτικής τηλεόρασης (πετώντας στάμνες σε γαμπρούς και νύφες). Η αλήθεια όμως είναι (μολονότι έστησε τον ANT1 και το Star) ότι δεν κατάφερε κάποια προσωπική ουσιαστική επιτυχία πέρα από πυροτεχνήματα (και τις soft τσόντες στο Star με ψευτο3D γυαλάκια που τα έπαιρνες από τηλεπεριοδικά), καταλήγοντας σε μια αναπόφευκτη, δήθεν προχώ, γερασμένη γραφικότητα μεταλλαγμένου εισαγόμενου καλαμποκιού από άποψη χιούμορ και αισθητικής.
Αφού έχεις μάτια πλάνα γιατί με λες fuckλάνα;
Είπαμε, λόγω αισθητικής. Μολονότι τα μάτια του κυρ-Νίκου ανέκαθεν έμοιαζαν μ’ αυτά των πτηνών του Αρκά στις «Χαμηλές πτήσεις», ο ίδιος επιμένει να πιστεύει στο διεισδυτικό βλέμμα του –όπως ένα ληγμένο υπόθετο θα πίστευε αν είχε σκέψη–, στην αποτελεσματικότητα της εξίσου διεισδυτικής εφαρμογής του και πλανάρει καθότι και σκηνοθέτης, λεκτικά αυτήν τη φορά, με την ανάλογη κομψότητα, γνωμικά γερο-σοφού στο Facebook. «Αν ήμουν εγώ χουντικός ήταν και η Χάρις Αλεξίου» (για τη συναυλία-συμπαράσταση στις απολυμένες καθαρίστριες), «Δύσκολοι καιροί για βρικόλακες, όταν το κάστρο της Τ(ιβι)ρανσυλβανίας είναι από χαρτόνι» (για την επιστροφή στην τηλεόραση της Ρούλας Κορομηλά), «ξοφλημένες επαγγελματικά άπλυτες γυναίκες γουρούνες» (έμμεση απάντηση στην Ντέπυ Γκολεμά που του είχε γράψει στον δικό της τοίχο στο Facebook «Να πας να γ@@@εις κοπρόσκυλο του κερατά! Μύρισες αίμα και βγήκες από τον τάφο σου, ξεφτίλα…») και «τσόλια, αποκαΐδια και δημοσιοκάφροι» για όλους εμάς τους υπόλοιπους γενικώς.
Βαγγέλης Περρής, τα Ιμια, αποχαιρετισμός στον Νίκο Κούνδουρο (επειδή ήταν ισότιμοι καλλιτέχνες προφανώς), Ανγκ Λι και Πέμυ Ζούνη, «οι άντρες του Survivor είναι χαζογκόμενες» και μια συνταγή για γλυκόξινες γαρίδες (σοβαρολογώ) οι πιο πρόσφατες αναρτήσεις στον τοίχο του. Νομίζω πάντως ότι αυτό με τις γλυκόξινες γαρίδες είναι δείγμα αυτογνωσίας και οφείλουμε να το σεβαστούμε σε όλες του τις φροϊδικές και σημειολογικές προεκτάσεις. Γιατί κάτι άλλο να σεβαστώ πάνω του ειλικρινά δεν έχω. Πέρα από το εύκολο ξέμπλεγμα της ιστορίας του Πολυτεχνείου (που σε άλλη χώρα θα είχε χάσει την καριέρα του αν το είχε κάνει), είναι πρωτεργάτης και άλλοθι κάθε μιντιακής βλαχομπαρόκ χυδαιότητας στην οποία βασίζεται σήμερα το τηλεοπτικό τοπίο, οπότε αυτόματα δεν έχει το δικαίωμα να μιλάει αν δεν ασκήσει πρώτα αυτοκριτική. Μπορεί να υπήρξε πρωτοπόρος κάποτε, αλλά τώρα είναι απλώς ασθενής και οδοιπόρος πάνω σε ξεχαρβαλωμένη Χάρλεϊ πουλημένης ροκιάς που όταν πάει να τη γεμίσει βενζίνη μπερδεύεται με την αντλία και νομίζει πως είναι εντερικό καθαρτικό.
Aυτόβουλο ψυχολουμπάγκο
Τα σαρακοστιανά πιτόγυρα της κακιασμένης άποψης
Ψυχολογεί ο Χάνιμπαλ Λέκτερ
Είναι άγαρμπο πράγμα να έχεις τόσους φίλους και κανείς να μην μπαίνει στον κόπο (ή στον κόμπο στο χτένι σε φαλάκρα;) να σε ενημερώσει ότι ο καιρός περνάει κι όλα αλλάζουν ή να σου το λένε κι εσύ να ακούς λόγω ηλικίας ή αμετροέπειας ότι «στάζουν». Γιατί παίρνεις φόρα κατηφόρα νομίζοντας ότι το στάξιμο είναι της μόδας κι αρχίζεις να χρησιμοποιείς ό,τι σωματικό υγρό έχεις σε λεκτική μετάφραση προκειμένου να κατακεραυνώσεις κριτικά όσα με κάθε τρόπο και τεχνική Φρανκενστάιν (κομμένα μέλη αταίριαστα από διαφορετικά πτώματα για τη δημιουργία ενός φονικού Προμηθέα) κόπιασες να κάνεις μεγάλα και τρανά.
Ο Νίκος Μαστοράκης έχει μια τεράστια ιστορία να αφηγηθεί, στην οποία υπάρχουν κατορθώματα ζηλευτά και άλλα ντροπιαστικά. Δυστυχώς δεν θα την πει ποτέ ολόκληρη γιατί δεν αντιλαμβάνεται ότι ακόμη και το καλύτερης ποιότητας κοντοσούβλι ύστερα από 15 ώρες γύρνα γύρνα στη φουφού ταγκιάζει και αντί να το πετάξει, το κρατάει για σερβίρισμα στους πελάτες του την επόμενη μέρα εδώ και χρόνια (όσα η ηλικία των βρουκολάκων). Με χειροκρότημα κονσέρβα από κάτω (σαν αυτό που έχουν οι αμερικανικές κωμωδίες και το είχε εφαρμόσει και ο ίδιος με θλιβερή αποτυχία) και απώλεια μνήμης από την ελληνική σόου πίστα και άλλους να βαφτίζουν, όπως και ο ίδιος σαν αυτοαναγορευόμενος πάπας των μίντια, το πιτόγυρο σαρακοστιανό.
Η πείνα του προβολέα μπορεί να σε οδηγήσει να κάνεις τα πάντα, ακόμη και τον πολιτικό αναλυτή, ανακατεύοντας σαλάτα μνήμες, κανονικές ή αλλοιωμένες, νεοφιλελεύθερο (στα όρια αγχωτικής ζαλάδας) αναθεωρητισμό και (αναγουλιαστικό) σχολιασμό, ισοπεδωτικό αντιαριστερισμό σε χουντική σύγκριση (μιλάει το άτιμο το παρελθόν σου μέσα σου, έτσι;), σαν να μιλάς για τα χοντρά μπούτια γυναίκας στα καλλιστεία που δεν σου έκατσαν καλά επειδή εκείνη δεν σου έκατσε καθόλου.
5 «πολιτικές» αναλύσεις του κυρ-Νίκου
Ένα
«Ο Τσίπρας είναι σταρ σαν τον Μπορίς Καρλόφ, ο Τσακαλώτος σαν τον Κρίστοφερ Λι και ο Βαρουφάκης σαν τον Λιµπεράτσε»
Δύο
«Η Ζωή Κωνσταντοπούλου- “Παττακού” είναι μια ψυχοπαθής σκύλα»
Τρία
«Η ΕΡΤ είναι μηχανή προπαγάνδας… το συριζομάζωμα και η αριστερά δικτατορία θα οδηγήσουν σε νέο άνοιγμα της Μακρονυσου»
Τέσσερα
«Είναι καιρός άλλες Χαρούλες (σ.σ. Αλεξίου), εκπεσούσες των προβολέων και των μυθικών μεροκαμάτων να κάνουν το ίδιο και για άλλους απολυμένους»
Πέντε
«Ο Τσίπρας ως άλλος ΑριστεροΜεταξάς θέλει να πει νέο “ιστορικό Οχι”. Ετσι κάνουν οι μεγάλοι ηγέτες όταν οι -Πεοι τους βλέπουν ως οικέτες»
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.