Το 2009 ένας δίσκος ξεχωρίζει. Τα Υπόγεια Ρεύματα σε συνεργασία με τον Θάνο Μικρούτσικο κυκλοφορούν το άλμπουμ «Τους έχω βαρεθεί» με 15 διασκευασμένα κομμάτια του σπουδαίου μουσικοσυνθέτη. Η ροκ μπάντα  βάζει έντονα το δικό της χαρακτήρα, χωρίς όμως να αφαιρεί κάτι από την αξία και τη δυναμική των τραγουδιών και καταφέρνει να τα φέρει πιο κοντά στην εποχή μας. Παρότι έχουν περάσει μόνο 6 χρόνια από την κυκλοφορία του, ο δίσκος θεωρείται ένας από τους πιο εμβληματικούς της ροκ σκηνής και η συνεργασία κατατάσσεται στις κορυφαίες.

Ενεργό μέλος σε εκείνη την πολύ σημαντική περίοδο για τα Υπόγεια Ρεύματα ήταν ο μπασίστας Απόστολος Καλτσάς. Αντιλαμβάνεται απόλυτα την αξία να έρχεσαι σε επαφή με τις μουσικές σου ρίζες και τους θρύλους προηγούμενων περιόδων όπως ο Μικρούτσικος. «Στους ώμους τους στηριζόμαστε για να κάνουμε τα δικά μας βήματα», λέει.

Δεν το βλέπουν όμως όλοι έτσι. Η γενικευμένη απαξίωση προσωπικοτήτων  όπως ο Μικρούτσικος κι αν πάμε ακόμη πιο πίσω όπως ο Μίκης Θεοδωράκης από νεότερους καλλιτέχνες και ακροατές,  αποτέλεσε το αντικείμενο της συζήτησής μας στη δισκοβόλτα που κάναμε στο Μοναστηράκι και τον «Ζαχαρία».

 

 

Ο Απόστολος Καλτσάς πορεύεται τα τελευταία χρόνια μόνος, ενώ πρόσφατα κυκλοφόρησε τον δεύτερο προσωπικό του δίσκο «Μικρόγειος». Την εκτίμηση στους μεγαλύτερους των Ελλήνων μουσικοσυνθετών τη διακρίνεις σε κομμάτια όπως η «Μικρή Ελλάδα»,  που φέρει έντονα το άρωμα των Μάνου Χατζιδάκι και Μίκη Θεοδωράκη. «Αν δεν ξέρεις από πού έρχεσαι, δεν ξέρεις και πού πας».

 

 

Στον αντίποδα της λογικής  που αντιμετωπίζει- για απροσδιόριστο συνήθως λόγο-  τον Μ. Θεοδωράκη ως ξεπερασμένο και «βαρετό» εκφράζει μια άλλη οπτική:

«Νιώθω πολύ προνομιούχος ως Έλληνας που είχα την ευκαιρία να ακούσω έργα όπως του Θεοδωράκη. Η ιδιοπροσωπία μου ως ανθρώπου και μουσικού βασίζεται πάνω στους ώμους αυτών των γιγάντων, στους οποίους πάτησαν όλοι. Αυτό το λέω απόλυτα συνειδητά. Πιστεύω ότι την εποχή της παγκοσμιοποίησης το μόνο ανάχωμα σε αυτό το απρόσωπο κύμα που έχουμε καβαλήσει όλοι άθελα μας, είναι η εντοπιότητά μας και η συλλογική μας ταυτότητα. Ένα πολύ σημαντικό μέρος πέρα από τη γλώσσα και τον τόπο, είναι ο πολιτισμός. Όταν μιλάμε για ελληνικό πολιτισμό δεν μπορούμε να εξαιρέσουμε τον Μ. Θεοδωράκη, ούτε τον Μ. Χατζιδάκι, ούτε τον Μάνο Λοΐζο, ούτε τον Θάνο Μικρούτσικο. Είναι σπουδαίοι άνθρωποι που συνέχισαν το ταξίδι του καραβιού που λέγεται ελληνικό τραγούδι. Ένα αρχαίο καράβι το οποίο ξεκινά από τον Όμηρο και φτάνει στις μέρες μας μέσα από τον Λόγο».

«Ο Θεοδωράκης έφερε την ποίηση στα σπίτια όλων μας»

Το μεγαλείο των «τόσο εμπνευσμένων συνθετών» αποτυπώνεται στο πώς μεταχειρίστηκαν τον Λόγο και έβαλαν ποιητές του διαμετρήματος του Ελύτη στα σπίτια όλων. Χαρακτηριστικά «ο Μ. Θεοδωράκης ήταν αυτός που πρώτος συνειδητοποίησε τη δύναμη του ελληνικού λόγου και κατάφερε να φέρει τον λόγο των ποιητών σε σπίτια που ο κόσμος δεν ήταν μυημένος με το έργο τους». Παρόλα αυτά τόσο η γενιά του άλλοτε μπασίστα των Υπογείων Ρευμάτων όσο και οι μετέπειτα γενιές υποτιμούν τους παλιούς συνθέτες.  «Η δική μου γενιά τους υποτιμάει και τεχνικά, αν το δεις όμως είναι τεράστιος συνθέτης ο Θεοδωράκης. Όσο μεγαλώνω και ως μουσικός, αναδιφώντας το έργο του δεν σταματά να με εκπλήσσει η ευρηματικότητα, η ρυθμολογική ποικιλία, η ελευθερία με την οποία χειρίζεται το μέτρο και τον ρυθμό πάντα για να υπηρετήσει τον Λόγο. Μόνο να κερδίσεις έχεις όταν μελετάς τέτοιους συνθέτες».

Στην απαξίωση του Θεοδωράκη συμβάλλει περισσότερο απ’ ό,τι θα έπρεπε η ασταθής πολιτική του διαδρομή, επί του οποίου ο Α. Καλτσάς σχολιάζει: «Ως μεγάλες προσωπικότητες υπήρξαν και αμφιλεγόμενοι, αλλά ξέρεις μεγάλος καλλιτέχνης είναι αυτός που παίρνει τα ρίσκα του. Ας μην επεκταθώ όμως πολιτικά».

IMG_8287

Το Άξιον Εστί ακόμη και από τους αμφισβητίες θεωρείται δίσκος σταθμός για την ελληνική μουσική. Η πρώτη εκτέλεσή του έγινε το 1964, σε μια τεταμένη, αν και δεν έχει έρθει ακόμη η χούντα, πολιτική περίοδο για τη χώρα. Παρότι ήταν έτοιμο μια πενταετία νωρίτερα ο Μ. Θεοδωράκης δεν είχε βιαστεί να το παρουσιάσει γιατί όπως είχε εξηγήσει αργότερα διαισθανόταν ότι «το ελληνικό κοινό δεν ήταν ακόμη ώριμο για να το δεχτεί”. Η επιλογή του αποδείχτηκε σωστή. Επιπλέον δείχνει τη διαφορετική λογική που προσέγγιζαν τα πράγματα τότε οι συνθέτες.

Συμπτωματικά, ενώ συζητάμε με τον Α. Καλτσά, το πασίγνωστο ακόμη και οπτικά άλμπουμ του Θεοδωράκη είναι μπροστά – μπροστά σε ένα από τα αναρίθμητα γεμάτα δίσκους ράφια του «Ζαχαρία». Μια σύμπτωση που δείχνει ότι ακόμη και τώρα αντέχει στο χρόνο και αντί για καταχωνιασμένο, λειτουργεί ως «κράχτης» για το δισκοπωλείο.

«Μόνο σαν φόρμα ήταν κάτι το πρωτοφανές για τα παγκόσμια δεδομένα», λέει και εξηγεί ότι «εκείνη την εποχή ο ελληνικός λαός είχε την ανάγκη να πιαστεί από ένα τέτοιο έργο. Να έρθει σε επαφή με τη ρίζα του και αυτό το έργο έχει το βάρος που χρειαζόταν ο ελληνισμός για να αναθαρρήσει και μέσα από τον λόγο του Ελύτη και μέσα από τη μουσική του Θεοδωράκη, καθώς και μέσα από τη στιβαρή αφήγηση του Μάνου Κατράκη αλλά και την δωρική ερμηνεία του Μπιθικώτση».

IMG_8291

«Ο ‘έρωτας’ για τη Δύσης μας κάνει να αγνοούμε τη δική μας μουσική παράδοση»

Η συμβολή των παλιών Ελλήνων συνθετών φαίνεται  σε ένα ακόμη σημείο. Στον τρόπο που διαχειρίζονται την παράδοση. Μίκης Θεοδωράκης, Μάνος Χατζιδάκις, Γιάννη Μαρκόπουλος, Δήμος Μούτσης, είναι καλλιτέχνες που σύμφωνα με τον Α. Καλτσά κράτησαν ζωντανή την παράδοση, χωρίς όμως να την αναπαράγουν αποστειρωμένα. «Παράδοση δεν είναι παίρνω αυτό που μου δόθηκε και μουσειακά, ευλαβικά το διατηρώ ως έχει. Παράδοση σημαίνει ότι το εμποτίζω με στοιχεία του παρόντος  και των ρευμάτων της σημερινής πραγματικότητας για να το παραδώσω στην επόμενη γενιά αποκαθαρμένο από πράγματα που ίσως δεν είναι επίκαιρα και δεν αφορούν πια τον κόσμο».

Η προσφορά των συνθετών λοιπόν είναι δεδομένη, αλλά είναι εξίσου δεδομένο πως δύσκολα θα βρεις νέους μουσικούς που τους ακούν. Οι ίδιοι νέοι, την ώρα που πεισματικά αγνοούν τους δικούς μας συνθέτες, ακούν άλλους καλλιτέχνες επίσης προηγούμενων δεκαετιών, από άλλες όμως χώρες. «Εκτιμώ και λατρεύω τον Miles Davis, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω την εμμονή των νεότερων μουσικών. Έχουν θεοποιήσει τη Δύση και από άγνοια, ελλειμματική παιδεία, αγνοούν αυτό που έχει συμβεί στην ίδια τους τη χώρα με την ίδια τους τη γλώσσα». Και η αλήθεια είναι ότι «ως καλλιτέχνη αυτό δεν σε πάει πολύ μπροστά».

Αυτό δεν σημαίνει από την άλλη πως δεν πρέπει « να είσαι ανοικτός στα ακούσματα της εποχής σου και να χρησιμοποιείς τα μέσα της εποχής σου». Είναι όμως αλήθεια επίσης ότι «δεν γίνεται να πεις καλύτερα κάτι, όλα έχουν ειπωθεί, δεν μπορείς να παίξεις καλύτερα μια μουσική που δεν είναι βιωματική σου μουσική. Δεν με ενδιέφερε ποτέ να παίξω τζαζ καλύτερα από έναν μουσικό στο Μπρονξ και ούτε κατά διάνοια δεν θα έπαιζα καλύτερα, ακριβώς όμως γιατί δεν αισθάνομαι βιωματικά αυτή τη μουσική».

«Είμαστε ό,τι ακούμε»

Από την άλλη η αποστροφή για το παλιό, αναπόφευκτα έχει σχέση και με το πώς γενικά αντιμετωπίζεται η μουσική σήμερα. Ελάχιστοι αγοράζουν δίσκους, ακόμη λιγότεροι ακούν ολοκληρωμένες δουλειές. Η αξία των βινυλίων εντοπίζεται σε ακριβώς αυτό το σημείο. Τα βινύλια παλιά τα πονούσες, καθώς «είχαν μια συναισθηματική αξία. Πλήρωνες από το χαρτζιλίκι σου για να τ’ ακούσεις».

Η τρέχουσα νοοτροπία είναι «κατεβάζω τόνους GB μουσικής αλλά δεν δίνω στα κομμάτια το χρόνο που τους αξίζει, ώστε να συνδιαλεχθώ μαζί τους. Σε όλα τα πράγματα χρειάζεται μια σχέση, οτιδήποτε έχει να κάνει με τις αισθήσεις μας καταλαβαίνουμε πόσο σημαντικό είναι. Όπως λέμε ότι είμαστε ό,τι τρώμε, έτσι είμαστε και ό,τι ακούμε. Το fast food δεν έχει ούτε θρεπτική ούτε συναισθηματική αξία. Είναι απρόσωπο, δεν ξέρουμε ποιος το έφτιαξε, τι υλικά έβαλε και σίγουρα εκείνος που το έφτιαξε δεν είχε εμάς συγκεκριμένα στο μυαλό του, όπως για παράδειγμα μας έχει η γιαγιά μας όταν μαγειρεύει». Έτσι γίνεται και με τη μουσική: “έχει άλλη αξία όταν μελετάς τον κόσμο του καλλιτέχνη. Και αυτό για να το κάνεις πρέπει να μπεις στη διαδικασία να στερηθείς κάτι, όπως  το χαρτζιλίκι σου. Πρέπει επίσης να αφιερώσεις χρόνο, ενέργεια, να αφήσεις το έργο να σου μιλήσει, πρέπει να χαζέψεις το εξώφυλλο, τα credits, να δεις λίγο τον αισθητικό κόσμο του καλλιτέχνη γιατί έτσι αφήνεις το έργο του να σε συγκινήσει. Δυστυχώς στην εποχή μας δεν δίνουμε σε τίποτα χρόνο, άρα πώς να δώσουμε στην μουσική;»

Η βασική δυσκολία του Α. Καλτσά να προωθήσει το έργο είναι ακριβώς αυτή. Ο κόσμος πλέον δεν αφιερώνει χρόνο σε ολοκληρωμένα κόνσεπτ και ο ίδιος προβληματίζεται πως θα επικοινωνήσει τη δουλειά του, αφού μέχρι στιγμής έχει επιμείνει στην λογική του άλμπουμ. Ένα άλλο πρόβλημα είναι η έλλειψη οικονομικών πόρων. «Δεν μπορώ να κάνω όσα θέλω όπως τα θέλω». Από την άλλη δεν παύει να δημιουργεί. Η “Μικρή Ελλάδα” αποτελεί ένα τα καλύτερα τραγούδια που έχουμε ακούσει τελευταία. Την ιδιαίτερη αισθητική του τη διακρίνεις σε κάθε επιλογή, όπως η συμμετοχή της μικρής Εύα Βόγλη που δεν είναι εφετζίδικη: “Το τραγουδάει ένα μικρό παιδί, οπότε στα χείλη του όλες οι λέξεις αθωώνονται και βρίσκουν το αρχικό τους νόημα”.

IMG_8290

Εδώ ο Α. Καλτσάς κρατά στο αριστερό του χέρι τον πρώτο του προσωπικό δίσκο “Μυθοτοπία” και στο άλλο, το δίσκο “Still got the blues” (1990) του αγαπημένου του Gary Moore.

Τον έχουν ρωτήσει πολλές φορές γιατί δεν συνέχισε με τα Υπόγεια Ρεύματα, ίσως έτσι τα πράγματα να ήταν ευκολότερα. Όπως λέει όμως πάντα του έκανε καλό. “Στάθηκα αναγκαστικά στα πόδια μου, γιατί δεν είχα κάποια ευκολία. Δεν είχα την ευκολία του κοινού που θα ‘ρθει στο live επειδή ξέρει το όνομα. Μηδένισα και ξεκίνησα. Κάποιοι με ήξεραν από τα Υπόγεια, επειδή όμως δεν συνέχισα να κάνω ελληνικό ροκ, αλλά κάτι άλλο με αντιμετωπίζουν καχύποπτα. Γεγονός είναι ότι από τη στιγμή που βασίστηκα στις δυνάμεις μου έγινα απείρως πιο δημιουργικός και ανοίχτηκα σε πολλά είδη και μουσικά σύνολα. Είχαν την ευκαιρία να παίξω με ορισμένους από τους πιο σπουδαίους μουσικούς στην Ελλάδα. Οπότε ναι νομίζω ότι οι κύκλοι είναι καλό να κλείνουν. Ό,τι είχα να πω με τα Υπόγεια Ρεύματα το είπα, είμαι πολύ περήφανος ειδικά για τον δίσκο με τον Θάνο Μικρούτσικο «Τους έχω βαρεθεί». Έγινε ένα μικρό θαύμα, μέσω της καινούριας φόρμας. Ανακαινίσαμε τον ήδη διαχρονικό Λόγο των ποιητών και την καίρια μουσική του Μικρούτσικου. Δώσαμε την ευκαιρία και σε νέα παιδιά να την ακούσουν”.

 

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]

About The Author

Γεννήθηκε και ζει στα Εξάρχεια. Αγαπά τους τοίχους τους, τους αγώνες και τους ανθρώπους τους. Του αρέσει να φωτογραφίζει και να γράφει για όσα δεν μπόρεσε να φωτογραφίσει. Κυκλοφορεί από τα εννιά του με μια εφημερίδα στο χέρι και συνεχίζει να γράφει σε μπλοκάκι στα ρεπορτάζ. Ακούει ό,τι μακριά πολύ μακριά μας ταξιδεύει και διαβάζει ό,τι του γυαλίσει στις βιτρίνες της Καλλιδρομίου, της Ζωοδόχου Πηγής και της Θεμιστοκλέους. Αγαπά τα νησιά και κάποτε θέλει να ζήσει σε ένα από αυτά. Μέχρι τότε, κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για μια διαφορετική δημοσιογραφία, με πολλά αυτοδιαχειριζόμενα 3point και γραφιάδες χωρίς περιορισμούς.

Related Posts

//