Στα μέσα της περασμένης εβδομάδας, σημειώθηκε μια ακόμα μεγάλη απώλεια για τον παγκόσμιο κινηματογράφο, με το θάνατο, σε ηλικία 73 ετών, του βραβευμένου σκηνοθέτη Jonathan Demme. Ο Demme είχε γεννηθεί το 1944 στο Baldwin της Νέας Υόρκης και είχε ξεκινήσει την καριέρα του -όπως και πολλοί άλλοι σπουδαίοι σκηνοθέτες του Χόλιγουντ- γυρίζοντας ταινίες για λογαριασμό του σημαντικού σκηνοθέτη και παραγωγού ταινιών β΄ διαλογής Roger Corman, προτού να αρχίσει να δουλεύει σε πιο μεγάλες, χολιγουντιανές παραγωγές. Η πιο μεγάλη επιτυχία του Demme ήταν «Η Σιωπή των Αμνών» για την οποία κέρδισε και Όσκαρ. Εκτός από τις ταινίες μυθοπλασίες, ο Demme γύρισε και πολλά ντοκυμαντέρ, καθώς και μουσικά βίντεο για συγκροτήματα όπως οι Pretenders, οι New Order και άλλοι. Η πιο φημισμένη συνεργασία του στο χώρο της μουσικής, ωστόσο, ήταν αυτή με τους Talking Heads, για λογαριασμό των οποίων γύρισε ένα από τα πιο γνωστά μουσικά ντοκυμαντέρ, το Stop Making Sense. Με αφορμή το θάνατο του παλιού του συνεργάτη, ο David Byrne, αλλοτινός τραγουδιστής των Talking Heads, έγραψε την παρακάτω ανοιχτή, επικήδεια επιστολή στην προσωπική του ιστοσελίδα:

«Ο φίλος μου, o σκηνοθέτης Jonathan Demme, έφυγε χτες βράδυ.

Γνώρισα τον Jonathan τη δεκαετία του 1980, όταν οι Talking Heads έκαναν περιοδεία με την παράσταση που εκείνος θα κινηματογραφούσε τελικά, μετατρέποντάς την στην ταινία Stop Making Sense. Ενώ βρισκόμασταν σε περιοδεία σκέφτηκα πως η παράσταση είχε βγει καλή και θα μπορούσε να σταθεί σαν ταινία, και ένας κοινός μας φίλος μου γνώρισε τον Jonathan. Μου είχαν αρέσει πολύ τα φιλμ του Melvin and Howard και Citizens Band (AKA Handle With Care). Από αυτές τις ταινίες και μόνο, μπορούσε κάποιος να διαισθανθεί την αγάπη του Jonathan για τους συνηθισμένους ανθρώπους. Αυτή η αγάπη βγαίνει επίσης στην επιφάνεια και γίνεται εμφανής ξανά και ξανά καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του. Ο Jonathan ήταν επίσης μεγάλος λάτρης της μουσικής –αυτό είναι επίσης εμφανές από τις ταινίες του, πολλές από τις οποίες είναι ολόγεμες τραγούδια από τους (συχνά άγνωστους) καλλιτέχνες που αγαπούσε. Έβρισκε πάντα το κόλπο να βάλει ένα τραγούδι reggae ή μια ηχογράφηση από την Αϊτή σε κάποιο αφηγηματικό φιλμ, με τρόπο που σε ξάφνιαζε και σε γέμιζε χαρά.

Στα γυρίσματα της «Σιωπής των Αμνών» με τη Jodie Foster.

Βρήκαμε κοινό κώδικα συνεννόησης από την πρώτη μας κιόλας γνωριμία και ο μακαρίτης ο Gary Kurfirst, που μανατζάριζε τους Talking Heads, μας βρήκε χρήματα για να γυρίσουμε το Stop Making Sense. Κλείσαμε τέσσερις βραδιές στο θέατρο Pantages στο Λος Άντζελες, προς το τέλος μιας περιοδείας, προκειμένου να γίνει το γύρισμα. Ο Jonathan ήρθε μαζί μας στην περιοδεία και έμαθε καλύτερα την μπάντα και την παράσταση. Ο Jonathan περνούσε έναν μικρό εφιάλτη κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων – ένα μεγάλο στούντιο κι ένας μεγάλος αστέρας ήθελαν να ξαναγυρίσει ο Jonathan κάποιες σκηνές από ένα φιλμ που είχε μόλις σκηνοθετήσει, με τίτλο Swingshift. Ασχολούνταν με αυτό την ημέρα και γυρνούσε την χαμηλού προϋπολογισμού ταινία μας το βράδυ. Μαντέψτε ποια από τις δύο θα μείνει στη μνήμη του κοινού. Τούτου λεχθέντος, το Swingshift ήταν γεμάτο συμπόνια για τις εργάτριες στα εργοστάσια των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου – μια ταινία βασισμένη στους χαρακτήρες, όπως και πολλή ακόμα από την υπόλοιπη δουλειά του.

Το Stop Making Sense ήταν επίσης βασισμένο στους χαρακτήρες. Η ικανότητα του Jonathan ήταν το ότι είδε την παράστασή μας ως ένα πολυπρόσωπο θεατρικό, στο οποίο οι χαρακτήρες και οι παραξενιές τους γίνονταν γνωστοί στο κοινό κι ο θεατής εξοικειωνόταν με τα μέλη της μπάντας ως τέσσερις ξεχωριστούς ανθρώπους, ο καθένας από τους οποίους έχει τη δική του, διακριτή προσωπικότητα. Τα μέλη της μπάντας γίνονταν φίλοι σου, κατά μία έννοια. Εγώ παραείχα το νου μου στη μουσική, τη σκηνοθεσία και τους φωτισμούς για να αντιληφθώ πόσο επικεντρωμένος ήταν εκείνος στους ίδιους τους χαρακτήρες – αυτό καθιστούσε τις ταινίες του τόσο διαφορετικές και ιδιαίτερες. Ο Jonathan ήταν επίσης απίστευτα γενναιόδωρος κατά τη διάρκεια του μοντάζ και του μιξάζ. Αυτός και ο παραγωγός Gary Goetzman έκαναν εμάς, τα μέλη της μπάντας, να νιώσουμε μέρος της διαδικασίας: ρωτούσαν να μάθουν ποια ήταν η γνώμη μας. Αυτή η συμπερίληψη μού έδωσε τεράστια έμπνευση. Αν και είχα σκηνοθετήσει και παλιότερα μουσικά βίντεο, αυτή η διδασκαλία από πλευράς του Jonathan, μου έδωσε την τόλμη να προσπαθήσω να φτιάξω μια ταινία μυθοπλασίας μεγάλου μήκους.

Ο Jonathan με βοήθησε να αναπτύξω το True Stories, εγώ έγραψα ένα τραγούδι για την ταινία του Something Wild, και μαζί γυρίσαμε μια δοκιμαστική σεκάνς για ένα ντοκυμαντέρ με τον Robert Farris Thompson, με τίτλο Rule of The Cool, το οποίο, όμως, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Στη συνέχεια, ο Jonathan γύρισε πολλές περισσότερες ταινίες μεγάλου μήκους – κάποιες εξαιρετικά επιτυχημένες, κάποιες άλλες όχι. Διάσπαρτα, ανάμεσα σε αυτές, γύριζε τα ντοκυμαντέρ του και τα διάφορα μουσικά βίντεο. Αυτά τα ντοκυμαντέρ είναι αποτέλεσμα αγνής αγάπης. Αποτελούν κάτι σαν εξύμνηση αγνώστων ηρώων: ενός αγρονόμου στην Αϊτή, ενός ακτιβιστή-πάστορα και μιας συνηθισμένης γυναίκας που κάνει ασυνήθιστα πράγματα στην Νέα Ορλεάνη, μετά τον τυφώνα Κατρίνα. Οι ταινίες μυθοπλασίας, τα μουσικά βίντεο και τα ντοκυμαντέρ είναι όλα γεμάτα τόσο πολύ πάθος και αγάπη. Συχνά μετέτρεπε μια ταινία είδους σε μια έκφραση πολύ προσωπικών πραγμάτων. Η κοσμοθεωρία του ήταν ανοιχτή, ζεστή, γεμάτη κίνηση και ενέργεια. Ακόμα και φέτος, που η υγεία του ήταν σε ύφεση, γύριζε επεισόδια για τηλεοπτικές σειρές.

Jonathan, θα μας λείψεις.

David Byrne, 26 Απριλίου».

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]

About The Author

Γεννήθηκε στο Χολαργό το 1980 και σπούδασε Επικοινωνία και ΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στη μουσικολογία, στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Είναι υποψήφιος διδάκτορας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Τον Απρίλιο του 2013 εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα, με τίτλο «Ελληνική Ασφυξία» (Εκδόσεις των Συναδέλφων), υπό το ψευδώνυμο Ηλίας Νίσαρης. Κείμενά του, είτε με το πραγματικό του όνομα είτε με το ψευδώνυμο, έχουν δημοσιευτεί επίσης σε διάφορα περιοδικά του ηλεκτρονικού και έντυπου Τύπου (3pointmagazine.gr, να ένα μήλο, Metropolis Free Press, Fractal Press, thecricket.gr, mixtape.gr, bibliotheque.gr, To Παράθυρο, Ποιητική, HUMBA! κ.ά.) Διατηρεί το blog www.eliasnisaris.blogspot.gr , ενώ κάθε Δευτέρα, από τις 12 έως τις δύο το μεσημέρι, παρουσιάζει την εκπομπή Wax Trash στον ιντερνετικό σταθμό www.indiegroundradio.com. Το βιβλίο του με τίτλο “Το Ορφανό Αριστούργημα”, υπό το πραγματικό του όνομα, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Εύμαρος.

Related Posts

//