Πάνε πολλά χρόνια, όμως θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια την πιο μεγάλη ιστορία αγάπης που έζησα…
Στα δεκαοχτώ, βρέθηκα φοιτήτρια στο Ρέθυμνο. Αν και δεν ήμουν του “τριπτύχου” -πιάνο δεν έμαθα ποτέ μου, το μπαλέτο το παράτησα από τα πρώτα μου βήματα, και τα γαλλικά τα είχα αφήσει στα σκονάκια του θρανίου- κοκκίνιζα με σόκιν αστεία, μιλούσα σε όλους στον πληθυντικό, βοηθούσα γιαγιάδες να διασχίσουν το δρόμο και όταν ήθελα να ξεδώσω, έπινα ένα ποτήρι κρασί και τραγουδούσα δυνατά και παράφωνα Χατζιδάκι. Εξαιτίας αυτής της αντικομφορμιστικής μου συμπεριφοράς με διέγραψαν από το σώμα των προσκόπων και έτσι πήγα και ζήτησα δουλειά σε ένα μπαρ. Ανυποψίαστη τόσο εγώ, όσο και αυτός που με προσέλαβε, ήρθα αντιμέτωπη με όλη την ανφάν γκατέ της νύχτας. Και όχι μιας οποιασδήποτε νύχτας. Της κρητικής νύχτας!
Μετά τις δυο πρώτες εβδομάδες, κινητοποιήθηκε το ένστικτο της επιβίωσης μου και πήρε μπρος το μυαλό μου, οπότε και έκανα μια “κατηγοριοποίηση” των πελατών, για να τη βγάλω καθαρή. Διέκρινα τρεις “κατηγορίες”, σύμφωνα με τις μέχρι τότε εμπειρίες μου: τους “αλκοόλ να ’ναι και ό,τι να ’ναι ”, τους “σκυλί που γαβγίζει δε δαγκώνει” και τους “της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες”.
Στην πρώτη κατηγορία, υπάγονταν φίλοι μου και γνωστοί συμφοιτητές. Έρχονταν νωρίς το πρωί για τις πέντε τελευταίες μπύρες, τις οποίες κατανάλωναν με το σύστημα της κοινοκτημοσύνης, και με έσπρωχναν σε “παρανομίες”, όπως το να κερνάω και τις πέντε τελευταίες μπύρες ή το tonic με το οποίο έπιναν το τζιν, που είχαν καβατζωμένο στην τσάντα τους. Τη δεύτερη κατηγορία αποτελούσαν μεσήλικες άνδρες, ταλαιπωρημένοι από την κοινωνία, μέσα στην οποία δεν αναγνωριζόταν ο ανδρισμός τους. Γι’ αυτό, λοιπόν, το βράδυ φορούσαν το προσωπείο του Τσακ Νόρις και πουλούσαν ανδρισμό σε όποιον μπορούσαν. Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκαν προσωπικότητες, όπως ο παππούς Βαγγέλης, ο οποίος φρόντισε να με ενημερώσει, ευθύς μόλις γνωριστήκαμε, ότι έχει κάνει φυλακή για απόπειρα ανθρωποκτονίας εναντίον του γαμπρού του για κάτι περιουσιακά, ο Σήφης, που συστηνόταν «Σήφης και τα δύο με ήτα», μάλλον αυτός αποτελούσε εξαίρεση της κατηγορίας, καθ’ ότι μου ήταν ιδιαίτερα προσφιλής, ο Γιάννης ο μάγειρας ο πιπινιάρης, δεν χρειάζεται να εξηγήσω κάτι, τα παρατσούκλια του τον φωτογράφιζαν και άλλοι πολλοί, απλώς αναφέρω ενδεικτικά το top three. H λύση αντιμετώπισης τους ήταν σχετικά απλή: έκανα ότι “αγόραζα” τον ανδρισμό που μου πουλούσαν.
Η τρίτη κατηγορία, όμως, ήταν πραγματικός κίνδυνος. Γι’ αυτούς, φυσικά, δεν πρόκειται να αναφέρω ονόματα, ούτε καν παρατσούκλια, γιατί θα με ψάχνουν κομμάτι- κομμάτι σε χαντάκια. Ας πούμε, υποθετικά πάντα, ότι με κάποιον από αυτούς θα μπορούσε να είχε συμβεί το παρακάτω περιστατικό: μπαίνει ένας τύπος στο μπαρ –σαν ανέκδοτο ξεκινάω- και το αφεντικό μου λέει ότι ακόμα και σφηνοπότηρο να μην έχει μείνει καθαρό, όταν αυτός ο τύπος βρίσκεται στην κουζίνα, να μην τολμήσω καν να πλησιάσω προς εκεί. Ένα βράδυ μες τη φούρια της δουλειάς, χωρίς να έχω κατά νου το face control της κουζίνας, κάνω το μοιραίο λάθος και μπαίνω βιαστικά, να πάρω ξηρούς καρπούς. Και τι να δω; Βλέπω τον τύπο, να έχει πάρει το αλάτι, να το έχει απλώσει πάνω στο ξύλο κοπής και με μια τηλεκάρτα να το χωρίζει σε ίσες γραμμούλες. «Τι κάνετε, κύριε, εκεί; γιατί χαλάτε το αλάτι μας;» του λέω επιπληκτικά. Για πότε έβγαλε το όπλο και μου το κόλλησε στο κούτελο, ούτε που το κατάλαβα. Έμεινα στήλη άλατος και το μόνο που κατάφερα να ψελλίσω, ως ύστατη προσπάθεια να σώσω τη ζωή μου ήταν: «Έχω και μέσα μια αλατιέρα, να σας τη φέρω;»
Μετά από ένα μήνα εξοικείωσης με πελάτες και των τριών κατηγοριών, ήθελα να νομίζω ότι ήμουν σε θέση να κατατάξω τον οποιονδήποτε, ώστε να φερθώ αναλόγως. Ένα βράδυ, μπαίνει και κάθεται στο μπαρ, ο Τάκης. Πόσο θα βοηθούσε σε εκείνη την πρώτη γνωριμία να γνώριζα το παρατσούκλι του! Του βάζω την πέρδικα στραίητ που μου παρήγγειλε, και έχοντάς τον καταχωρημένο, ελαφριά τη καρδία, στη δεύτερη κατηγορία, κάθομαι και ακούω τον πόνο του, για την Τουλιώ που εξαφανίστηκε και τον παράτησε. Σ’ αυτό τον μονόλογο του παρατημένου – ερωτευμένου Τάκη, αρχικά η Τουλιώ χαρακτηριζόταν ως άκαρδη σκρόφα, καθώς, όμως, προχωρούσαν η αφήγηση και οι πέρδικες στραίητ, η Τουλιώ μεταμορφώθηκε στο μοναδικό θηλυκό που αγάπησε στη ζωή του.
Τα ξημερώματα βρήκαν το μυαλό και το συκώτι του Τάκη καταπονημένα από το αλκοόλ, και αποφάσισε ότι δεν ήμουν προσηλωμένος ακροατής του πόνου του, οπότε άρχισε να εξιστορεί τον μεγάλο έρωτα της ζωής του σε μια μελαχρινή φοιτήτρια. Αν και ο Τάκης είχε χάσει κάθε ίχνος άρθρωσης, οι δυο τους φαίνονταν να συνεννοούνται μια χαρά, καθώς η φοιτήτρια τον κοίταζε σαν να είχε βρει τον ιππότη που έψαχνε δεκαεννιά χρόνια. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, η Τουλιώ πέρασε στο προσκήνιο και ο Τάκης επισφράγισε το νέο του έρωτα, παραγγέλνοντας ένα μπουκάλι πέρδικα.
Έπειτα, η κατάσταση πήρε περίεργη τροπή. Εγώ, προσωπικά, είχα μπερδευτεί πολύ. Από εκεί που είχα φτιάξει επόμενο καρέ, τους ερωτευμένους στην παραλία να κυνηγιούνται, βρέθηκα να αναρωτιέμαι γιατί το αφεντικό δεν είχε προσλάβει πιανίστα να παίζει μέχρι τελικής πτώσης στο σαλούν. Η φοιτήτρια πετάγεται πάνω και αρχίζει να ουρλιάζει σε έξαλλη κατάσταση: «Κατσίκα; Αν είναι δυνατόν! Κατσίκα;» Ο Τάκης ξεζώνεται δυο κουμπούρια και αρχίζει να απειλεί ότι αν τον εγκαταλείψει και εκείνη, θα γαζώσει τους πάντες μες το μπαρ. Όπλα άρχισαν να ξεπροβάλλουν από θαμώνες, φοιτητές έντρομοι και άοπλοι, εγώ απεγνωσμένη προσπαθώντας να αναλογιστώ αν χωράω στον καταψύκτη… Και επιτέλους, αφού το μακελειό ήταν αναπόφευκτο, γιατί δεν υπήρχε ένας πιανίστας;
Σε εκείνη την κρίσιμη στιγμή ακούγεται φωνή βοώντος εν τω σαλούν: «Σαν την Τουλιώ καμία, ρε Τάκη, κακά τα ψέματα! Που να καταλάβουν από έρωτα τα δίποδα;». Ο «Σήφης και τα δυο με ήτα» μας είχε σώσει όλους, γλιτώνοντας και το αφεντικό από επιπλέον μισθό σε μουσικό. Ο Τάκης αναθυμούμενος τον παντοτινό του έρωτα, μάζεψε τα κουμπούρια και τον πόνο του και πήγε να κλάψει μόνος του στην παραλία. Το μπαρ άδειασε εν ριπή οφθαλμού και έμεινα μόνη με τον «Σήφη και τα δυο με ήτα» να μαζεύω ποτήρια και να τον ευχαριστώ κάθε τρία δευτερόλεπτα, που δεν ανακάλυψα τη χωρητικότητα του καταψύκτη.
Το μόνο σίγουρο ήταν ότι χρειαζόμουν διευκρινίσεις για την τρύπα της ιστορίας: Πως ένας φρεσκοερωτευμένος αποκαλεί το αντικείμενο του πόθου του “κατσίκα”. Ο «Σήφης και τα δυο με ήτα» μου απαντάει χασκογελώντας: «Το “κατσίκα” δεν ήταν χαϊδευτική προσφώνηση για τη φοιτήτρια. Τον Τάκη, στο χωριό του, τον φωνάζουν κατσικομπήχτη. Και για την ιστορία, η Τουλιώ δεν εξαφανίστηκε αλλά τη σφάξανε το Πάσχα. Όπως λέει και ο σοφός λαός μας, ο έρωτας πόδια δε κοιτά!»
Παρόλο που χρωστάω τη ζωή μου στον «Σήφη και τα δυο με ήτα» δεν θα τον αφήσω να δώσει το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας. Μετά από τόσα χρόνια ακόμα αναρωτιέμαι, μπορεί και εσείς άλλωστε: σε ποια κατηγορία θα μπορούσε να υπαχθεί ο Τάκης ο Ερωτευμένος;
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.