Σε όλη την αφήγηση θα έχετε καταλάβει ότι εγώ ή μάλλον αυτός που όλα αυτά του συνέβησαν στα μέσα του προηγούμενου καλοκαιριού, αυτός λοιπόν (εγώ δηλαδή), μπορούσε να καταλάβει τι γινόταν, μπορούσε να επεξεργαστεί και να περιγράψει ψύχραιμα ό,τι του συνέβαινε, αλλά δεν μπορούσε  να το αισθανθεί.  Ούτε καν φόβο δεν μπορούσε να νιώσει με τα μάγια και τις παραδοξότητες του παθολόγου.  Το συναίσθημά του ήταν τόσο άτονο, το θυμικό του τόσο ξεθυμασμένο που ούτε καν να φοβηθεί και να το βάλει στα πόδια δεν μπορούσε.  Όλα αυτά  τα εξωτερικά ερεθίσματα που αλλοιώνονταν σταδιακά δεν ήταν παρά μόνο συμπτώματα της συναισθηματικής του άνοιας, αν μου επιτρέπεται αυτή η παράδοξη διατύπωση.

Αυτός λοιπόν ο τύπος  που τρεφόταν με τοστ και μακαρόνια και η μέρα ήταν μια οποιαδήποτε μέρα και η νύχτα, ακόμα χειρότερα, πάντα ίδια, αυτός ο τύπος, τώρα που σας αφηγούμαι την ιστορία του, έχει γίνει καλά.  Οι  εξωφρενικές ενοράσεις που του πρόσφερε η κατάστασή του είναι πια παρελθόν.  Η πραγματική του ζωή είναι πια η μόνη μαγεία που βιώνει και αν καμιά φορά λέει το όνομά της 3 φορές δεν είναι για να γιατρευτεί αλλά για να τη νιώσει κοντά του.  Νομίζω ότι είναι άπρεπο σε μια τέτοια αφήγηση να ξαναγίνω μελό, αλλά τώρα που πια για μένα πέρασαν οι άγριες μέρες και το μόνο που έχω να αντιμετωπίσω είναι η ληξιαρχική ζωή με το ΑΦΜ της, την αστυνομική της ταυτότητα, το διαβατήριο και όλη της τη γοητεία, νομίζω ότι θα πρέπει να μου συγχωρεθεί όλη η μικρή παραδρομή που προηγήθηκε…

Έφυγα λοιπόν από το μούλτιπλεξ και ζήτησα από το ταξί να με γυρίσει σπίτι.  Πήρα το ασανσέρ (το συγκεκριμένο το έλεγα αν…σασέρ, έβαζα ένα υποθετικό «αν» στην αρχή γιατί ήταν προβληματικό και δεν ήξερες ποτέ αν θα φτάσεις στον όροφο που ήθελες…) και έβγαλα τα κλειδιά μου για να μπω στο διαμέρισμά μου.  Άνοιξα την πόρτα και μέσα στο σούρουπο, είδα ένα θέαμα που καθόλου δε με τάραξε και μάλιστα θα έλεγα ότι μου φάνηκε και φυσιολογικό.  Το σπίτι μου ήταν άνω κάτω.  Με την πρώτη κιόλας ματιά  κατάλαβα ότι έλειπαν αρκετά πράγματα και η μπαλκονόπορτα μπροστά μου ήταν ορθάνοιχτη.

Το είχα επιπλώσει και διακοσμήσει με μεγάλη όρεξη και φροντίδα λίγα χρόνια πριν.  Θυμάμαι ακόμα εκείνο το απόγευμα που τα πακέτα ερχόντουσαν το ένα μετά το άλλο.  Ό,τι είχα παραγγείλει και περίμενα με αγωνία ήταν εκεί, στοιβαγμένα το ένα δίπλα και πάνω στο άλλο και σύντομα θα εκπλήρωναν τον προορισμό τους.  Θα έμπαιναν στη θέση τους και η μηχανή του σπιτιού θα έπαιρνε μπροστά με αυτό το βραδύστροφο ήχο ντιζελοκίνητης μηχανής.

Τώρα, με την πόρτα του μπαλκονιού ανοιχτή και όλα τα αντικείμενα του σπιτιού σε τυχαίες μη ορισμένες θέσεις και, ακόμα καλύτερα, κάποια από αυτά να λείπουν,  το σπίτι ήταν ξανά αυτό που χρειαζόμουν.  Μια ήσυχη αγκαλιά που δεν περίμενε τίποτα από μένα.  Ό,τι με βάραινε δεν ήταν πια εκεί.  Τα είχε πάρει όλα ο διαρρήκτης που χωρίς να το ξέρω περίμενε σιωπηλός πίσω από την πόρτα όταν, λίγες ώρες πριν, επέστρεψα για να πάρω τα χρήματα.  Στην πραγματικότητα δεν είχε γίνει κάποια διάρρηξη.  Είχα αφήσει την μπαλκονόπορτα ανοιχτή και στη θέση που είναι το σπίτι μου ήταν πολύ δύσκολο να μη μπει κάποιος να με κλέψει.  Το ήξερα αυτό και νιώθω ότι εκείνο το απόγευμα το έκανα επίτηδες και άφησα την πόρτα ανοιχτή.

Μου πήρε μέχρι και τα υλικά για τα τοστ.  Το ψυγείο έχασκε ορθάνοιχτο.  Εγώ ο ίδιος ήμουν ο φύλακας της μοναξιάς μου κι εγώ ο ίδιος παραβίασα την ασφάλεια της μοναξιάς αυτής.  Έσπασα μόνος μου όλα τα λουκέτα που με κλείδωναν στο στείρο άγγιγμα και την ύπουλη σιωπή των αντικειμένων.  Όλα σιγά σιγά έμπαιναν στη θέση τους.

Την επόμενη το πρωί σηκώθηκα και πήγα στο γιατρό.  Σε έναν καρδιολόγο αυτή τη φορά.  Δεν είχε νόημα να καθυστερώ άλλο.  Ήξερα πια τι ήταν αυτό που συνέβαινε, ήξερα και ποια ήταν η λύση.  Ήταν ένας καρδιολόγος που μου είχε συστήσει μια οικογενειακή φίλη και οι συστάσεις ήταν αυτές που έπρεπε για την κατάστασή μου.  Μπήκα στο ιατρείο του και αφού είπαμε τα βασικά του είπα τι συνέβαινε μέσα μου, ή μάλλον τι δε συνέβαινε μέσα μου και η διάγνωσή του συμφωνούσε με αυτό που είχα φανταστεί.

Χωρίς πολλά λόγια, η καρδιά μου είχε καταφέρει να με κρατήσει ζωντανό όλα αυτά τα χρόνια.  Ήταν η καρδιά μιας μηχανής που δούλευε φουλ για πολύ πολύ καιρό και η μηχανή αυτή είχε πολλές απαιτήσεις.  Η καρδιά τα πήγε περίφημα και βοήθησε τη μηχανή να ξεπεράσει όλα τα εμπόδια.  Κι εκεί ακόμα που φαινόντουσαν αξεπέραστα, η καρδιά μου έκανε αυτό που έπρεπε για να μπορέσω να συνεχίσω να ζω.  Όχι όμως χωρίς τίμημα…  Η καρδιά αυτή κατάντησε να είναι μια οποιαδήποτε καρδιά και όχι πια η δική μου.  Ήταν δική μου δηλαδή αλλά πια δεν είχε καμία σημασία γιατί ο φόβος την είχε κάνει να πετάξει ό,τι θα μπορούσε να την πονέσει.  Ό,τι θα μπορούσε να με πληγώσει, ό,τι θα μπορούσε να με κάνει να είμαι «εγώ», ό,τι κι αν αυτό σημαίνει πια…

Η καρδιά αυτή σταμάτησε να πονάει και εγώ σταμάτησα να είμαι εγώ.  Έγινα ένας φορέας των αναμνήσεών μου και έτσι το παρόν έγινε ένα πεδίο διεκπεραίωσης στοιχειωδών ζωτικών λειτουργιών.  Για κάθε τι που συνέβαινε, ερχόταν το παρελθόν και του έβαζε την ταμπέλα της επανάληψης.  Έτσι η καρδιά μου σταμάτησε να πονάει, χτυπούσε σταθερά και χωρίς αρρυθμίες κι εγώ ζούσα μια ζωή που δεν ήταν ζωή.  Ήταν μίμηση της ζωής που είχα κάνει ως τότε.

Ο καρδιολόγος, που το πτυχίο του έγραφε «άριστα», μου τα εξήγησε όλα αυτά αρκετά εκλαϊκευμένα και χωρίς πολλούς ιατρικούς όρους και έφτασε στο ψητό.  Η κατάστασή μου ήταν αρκετά προχωρημένη και δεν άφηνε πολλά περιθώρια.  Δεν έπρεπε να ανησυχώ όμως, όπως μου τόνισε, γιατί η κατάσταση της καρδιάς μου ήταν μεν μη αναστρέψιμη, όχι όμως και η πορεία της ζωής μου.

Πολύ σύντομα θα ξεκινούσαμε τις διαδικασίες, χωρίς να παρακάμψουμε βέβαια τη γραφειοκρατία, και θα κάναμε αίτηση για μεταμόσχευση.  Θα άλλαζα την καρδιά μου με μια άλλη.  Θα περιμέναμε, όχι πολύ όπως μου είπε, μέχρι να βρεθεί η κατάλληλη καρδιά για μένα.  Μια καρδιά που θα ήξερε να πονά και δε θα το φοβότανε.  Μου είπε ότι δε θα δυσκολευτούμε γιατί πολλοί ήταν εκείνοι που δυσανασχετούσαν με μια τέτοια καρδιά και πρόθυμα θα την αντάλλασαν με τη δική μου.

Τα έξοδα δε θα ήταν πολλά, η ασφάλειά μου θα κάλυπτε αρκετά και η επικινδυνότητα της επέμβασης σε ανεκτά επίπεδα.  Ήμουν σχεδόν ευτυχισμένος.  Επί τέλους είχε βρεθεί μια καθαρά επιστημονική προσέγγιση να με σώσει και να με βγάλει από το αδιέξοδο.  Η δυτική κλασική ιατρική είχε θριαμβεύσει για μία ακόμα φορά!

 

Βαγγέλης Μαρκαντώνης

 

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]
//