του Λευτέρη Μπάιλα
‘Ενα μυρμήγκιασμα που ξεκινάει από άκρες των δακτύλων των ποδιών. Ανεβαίνει στους αστραγάλους και δειλιάζει για λίγο, σαν να βρίσκει κάποια αντίσταση. Μόλις ξεπερνά το κρίσιμο όριο, ξεχύνεται σαν χείμαρρος σε ολόκληρο το κορμί και μουδιάζει το κεφάλι. Οι νευρώνες σε πλήρη λειτουργία οδηγούν το σήμα με ασύλληπτες ταχύτητες. Τα κύτταρα διαστέλλονται ελαφρά και ανταλλάσσουν πληροφορίες μεταξύ τους μέσω των υγρών τους. Το σήμα διατρέχει μέχρι και το τριχωτό της κεφαλής για να χαθεί στον αέρα. Μια ανάσα Γης, που διαμέσου του κορμιού, αποδρά στην ατμόσφαιρα.
Ήταν πλέον μονάχος. Μια περίεργη χαρά, η χαρά της λύπης, τον πλημμύρισε. Του είχαν χαρίσει ένα βασίλειο ολόδικό του. Ναι! Αυτό ήταν! Για κάποιους μήνες θα ήταν βασιλιάς ενός δικού του κόσμου. Θα έκανε ότι ήθελε, ή σχεδόν ότι ήθελε, χωρίς κανένας να υπάρχει για να του φέρει αντίρρηση. Μακριά από διαφωνίες, φωνές, αγορές και παζάρια, μακριά από απαιτητικούς συγγενείς, αδιάκριτα βλέμματα και επικριτικά σχόλια.
Κυβερνούσε το βασίλειο της μοναξιάς. Μόνοι του εχθροί, οι άσχημες καιρικές συνθήκες. Σύμμαχός του, ολόκληρη η φύση και οι υπήκοοί της. Πουλιά, ψάρια, φυτά, ακόμη και το χώμα, θα δούλευαν σιωπηρά γι’ αυτόν. Κι εκείνος σαν καλός βασιλιάς που ήταν, θα δούλευε μαζί τους. Μια τέλεια ισορροπία. Όπως όλα τα είδη εξουσίας βέβαια, έτσι κι αυτό τον φόρτωνε με τρομερή ευθύνη. Αλλά τι θα ήταν ένας βασιλιάς χωρίς την ευθύνη; Θα κατέληγε σύντομα ένας άρχοντας του χάους και μετά από λίγο ένας μονάρχης του τίποτα.
Άκουγε τώρα απ’ το μπαλκόνι τους ήχους που έρχονταν στ’ αυτιά του από γύρω. Στη φαντασία του, η φύση ξετύλιγε μια μελωδική συμφωνία προς τιμήν του. Ο άνεμος είχε αναλάβει τα πνευστά. Στα κρουστά, η θάλασσα δημιουργούσε άλλοτε περίεργους συρτούς ήχους στις ακτές και άλλοτε χτυπούσε τα βράχια, όπως ένας επιδέξιος μουσικός τα μεγάλα του πιατίνια. Οι γλάροι είχαν αναλάβει το έγχορδο κομμάτι. Ουράνια βιολιά, περιφέρονταν πάνω απ’ το κεφάλι του. Σολίστ, ένα γεράκι που ζυγιαζόταν αφημένο στα απαλά ρεύματα του αέρα. Σπίνοι, καρδερίνες και άλλα ωδικά πτηνά, έπαιζαν μικροσκοπικά φλάουτα. Ενώ οι άρπες ξεχύνονταν από τα ξεραμένα άγρια στάχυα και τα σκοίνα.
Όλα σε πλήρη αρμονία. Το μόνο που δεν ταίριαζε σε όλη αυτή την πανδαισία ήχων και χρωμάτων, ήταν οι σκέψεις του. Αυτές οι μαύρες σκέψεις που κουβαλούσε εδώ και δώδεκα χειμώνες. Οι ίδιες εικόνες επαναλαμβάνονταν στα μάτια του νου του, σαν μικρές αστραπές. Όσο κι αν προσπαθούσε να τις αποφύγει, ποτέ δεν τα κατάφερνε.
Νικώντας τον εαυτό του για ακόμη μια φορά, κατάφερε να ξεκολλήσει τα χέρια του απ’ την κουπαστή.
“Ώρα για δουλειά. Το βασίλειο μου με περιμένει!”
Σκέφτηκε και άρχισε να κατεβαίνει.
Το πρώτο πράγμα με το οποίο καταπιάστηκε, ήταν να τακτοποιήσει τα φαγητά που του είχε φτιάξει η Ορτανσία. Κρίμα τέτοιες λιχουδιές να πάνε χαμένες. Ευτυχώς στην κουζίνα υπήρχαν τέσσερα ξύλινα φανάρια που κρέμονταν απ’ την οροφή, αρκετά μεγάλα σε μέγεθος, ώστε όχι μόνο χώρεσαν όλα τα φαγητά, αλλά έμεινε και κενός χώρος. Καθώς ήταν περιτυλιγμένα με ψιλή σήτα στα τοιχώματά τους, σίγουρα θα κρατούσαν αρκετό καιρό το περιεχόμενό τους φρέσκο. Άλλωστε το εσωτερικό της κουζίνας ήταν αρκετά κρύο.
Στην συνέχεια κατευθύνθηκε προς την αποθήκη όπου έλεγξε, με την ησυχία του πλέον, ακόμη μια φορά τις προμήθειες και έκανε μερικές αλλαγές στην οργάνωση, κατατάσσοντας τα διάφορα αντικείμενα και είδη, σύμφωνα με το δικό του σκεπτικό. Ο Νικολιός δεν ήταν πια κοντά και σίγουρα δεν θα παρεξηγούταν.
Επόμενος σταθμός το κοτέτσι. Είχε παρατηρήσει κάποια τρωτά σημεία της πρόχειρης ξύλινης κατασκευής και φρόντισε να φράξει, με κάποιες σανίδες που βρήκε στην αποθήκη, τις τρύπες απ’ τις οποίες μπορούσε να εισχωρήσει ο αέρας και η βροχή στις φωλιές των πουλιών. Αφού μπάλωσε και αρκετές στην τέλα που περιέφραζε ότι οι κότες θεωρούσαν αυλή τους, έλυσε το σκυλί και ξεκίνησαν για μια βόλτα.
Ο σκύλος αποδείχτηκε αρκετά έξυπνος και φιλικός. Τριγύρισαν όλο το νησί εξερευνώντας το σπιθαμή προς σπιθαμή. Το ζωντανό έδειχνε να απολαμβάνει την ελευθερία που του προσφερόταν μετά από τόσο καιρό περιορισμού. Έτρεχε ανέμελα πέρα δώθε χώνοντας την μουσούδα του μέσα σε πυκνούς θάμνους, όταν η όσφρηση του έπιανε κάποια μυρωδιά. Συχνά βρισκόταν προ εκπλήξεως, καθώς από τα πυκνά φυλλώματα ξεπετάγονταν πουλιά τα οποία είχαν ενοχληθεί από την παρουσία του και βιαστικά εγκατέλειπαν την ασφάλεια του θάμνου για να απομακρυνθούν. Το σκυλί μανιασμένο έτρεχε ξοπίσω τους πολλές φορές με το κεφάλι ψηλά να τους γαβγίζει. Μα γρήγορα κουραζόταν από τις τόσες φορές, που παρατούσε την μάταιη προσπάθεια. Στην αρχή ο Πέτρος το άφηνε από περιέργεια να δει πόσο μακριά μπορεί να πάει. Μα δεν άργησε να τον καλεί πίσω και παραδόξως εκείνο, σαν να μην ήθελε να απογοητεύσει τον καινούργιο του αφέντη, άκουγε την φωνή και επέστρεφε καμπουριασμένο με την ουρά να τρέμει ανάμεσα στα πισινά του σκέλια. Μόλις περνούσαν λίγα δευτερόλεπτα και καταλάβαινε ότι το αφεντικό του δεν είχε κακές προθέσεις, ξανάρχιζε πάλι το ίδιο σκηνικό.
Έτσι, μηδαμινές ήταν οι περιοχές, τις οποίες ο σκύλος άφησε ανεξερεύνητες. Έφτασαν κατά το ηλιοβασίλεμα στο Μανδράκι. Ο αέρας είχε κοπάσει και η θάλασσα φαινόταν τώρα ακίνητη να χρυσίζει κάτω από της ημέρας το τελευταίο άγγιγμα του ήλιου. Μην αντέχοντας την ομορφιά του τοπίου, ο Πέτρος έβγαλε τα ρούχα του και ρίχτηκε στην θάλασσα. Το νερό ήταν πολύ πιο ζεστό απ’ όσο περίμενε. Κάτω από την επιφάνεια, πολύχρωμοι γύλοι έβοσκαν ανάμεσα στις ηφαιστειογενείς πέτρες. Κοπάδια από σάλπες και σαργούς, κολυμπούσαν ήρεμα κατά μήκος των ρευμάτων. Ασημένιες ομάδες που ακολουθούσαν έναν αρχηγό. Η παραμικρή αλλαγή πορείας του επικεφαλής, μεταδιδόταν αστραπιαία σε ολόκληρο το κοπάδι σαν να επρόκειτο για άρτια εκπαιδευμένες φάλλαγες της ρωμαϊκής λεγεώνας.
Το σκυλί πλατσούριζε στα ρηχά γαβγίζοντας στον γόνο που έτρεχε πάνω στην επιφάνεια. Ο Πέτρος συνεπαρμένος από την ομορφιά της φύσης, είχε ανοιχτεί αρκετά και τώρα πλησίαζε την δυτική άκρη της μικρής παραλίας. Η αμμουδιά εκεί τελείωνε και απότομα βράχια άρχιζαν να κάνουν την παρουσία τους. Ανάμεσα στις πτυχώσεις που σχημάτιζαν οι βράχοι, ο Πέτρος διέκρινε ένα μαύρο χάσμα. Ένα μικρό σπηλαίωμα. Μέσα στις σκιές του, διέκρινε κίνηση. Αποφάσισε να κολυμπήσει πιο κοντά για να διαπιστώσει περί τίνος ακριβώς επρόκειτο.
Δεν είχε αρχίσει ακόμη να κολυμπά όταν άκουσε το γάβγισμα του σκύλου. Σταμάτησε και γύρισε προς την μεριά της παραλίας. Ο σκύλος είχε φύγει από την αμμουδιά και είχε έρθει στην αρχή των βράχων προς το μέρος του. Στεκόταν πάνω στο τελευταίο προς την θάλασσα βραχάκι και τεντωμένος γάβγιζε προς τον Πέτρο. Εκείνος του φώναξε για να ησυχάσει και ξανάκανε να φύγει. Το σκυλί τότε έβαλε όλη την δύναμη στο γάβγισμά του. Αν και καμιά εκατοστή μέτρα μακριά, το γάβγισμα έμοιαζε να έρχεται από δίπλα του. Απορημένος ο Πέτρος στάθηκε για λίγο και κοίταξε την σπηλιά. Θα ορκιζόταν ότι κάτι τον παρακολουθούσε κρυμμένο μέσα στα σκοτάδια της. Το δειλινό δεν βοηθούσε την όρασή του και αφού ο σκύλος έδειχνε να μην ηρεμεί, αποφάσισε να κολυμπήσει πίσω στην παραλία.
Αμέσως μόλις βγήκε απ’ το νερό, ο σκύλος ηρέμησε και πλησίασε προς το μέρος του βγάζοντας γρυλίσματα που πρόδιδαν χαρά. Ο Πέτρος τον χάιδεψε για να τον καθησυχάσει και έβαλε τα ρούχα του.
“Τι σ’ έπιασε ξαφνικά; Πείνασες; Θες να γυρίσουμε; Άντε, πάμε γιατί νυχτώνει κιόλας.”
Ο ήλιος είχε πια βυθιστεί πλήρως και το σκοτάδι είχε αρχίσει να σέρνεται αργά για να καλύψει τα πάντα. Τα πουλιά πετούσαν βιαστικά προς τις φωλιές τους, ενώ οι ήχοι κόπαζαν σταδιακά. Λες κι ο κόσμος απομακρυνόταν αργά. Όταν έφτασαν στον φάρο, είχε πια νυχτώσει. Ο αέρας μύριζε νοτισμένο χώμα. Η σκοτεινή φιγούρα του φάρου στο λιγότερο μαύρο φόντο του ουρανού, έμοιαζε επιβλητική.
Ο Πέτρος οδήγησε τον σκύλο προς το σπίτι του μα όταν πήγε να τον δέσει εκείνος παραπονέθηκε. Μη μπορώντας να αντισταθεί σε αυτό το τόσο μελαγχολικό βλέμμα, ο Πέτρος πέταξε το λουρί πέρα και τον κάλεσε να τον ακολουθήσει. Ανέβηκαν μαζί επάνω και ξεκίνησαν τη διαδικασία αφής του φάρου. Το ζωντανό, παρακολουθούσε με περιέργεια κάθε κίνηση του φαροφύλακα, από τόσο κοντινή απόσταση όση θα κρατούσε κι ένας έμπιστος βοηθός.
Όταν πια ο φάρος έδωσε το στίγμα του στον ορίζοντα, κατέβηκαν να δειπνήσουν στην κουζίνα. Όσο ο Πέτρος ετοίμαζε φαϊ και για τους δύο, ο σκύλος καθόταν ήσυχος κάτω απ’ το τραπέζι. Η παραχώρηση που είχε κάνει το καινούριο αφεντικό του, ήταν διπλή σήμερα και μεγάλης σημασίας. Μετά από τόσο καιρό δεν θα κοιμόταν μοναχός μέσα στο κρύο, δίπλα σε αυτά τα περίεργα όντα με τα δύο πόδια που πριν καλά, καλά ξημερώσει, ξυπνούν και ξεσηκώνουν τον κόσμο με τα κακαρίσματά τους. Μετά από τόσο καιρό, τα πόδια του είχαν ξεμουδιάσει. Έτρεξε, έπαιξε και ήταν χαρούμενος. Θα ήταν αχαριστία να απογοητεύσει το αφεντικό του. Άλλωστε η κούραση ήταν τόση που και να ήθελε δεν θα μπορούσε να είναι άτακτος.
Μία ώρα αργότερα ο μόνος ήχος που ακούγονταν στο δωμάτιο συντήρησης, ήταν το τρίξιμο που έκανε η κουνιστή πολυθρόνα καθώς ταλαντευόταν πάνω στο ξύλινο πάτωμα. Ο σκύλος είχε αποκοιμηθεί χορτασμένος, κάτω απ’ το παράθυρο. Το βλέμμα του Πέτρου ήταν καρφωμένο έξω. Το παράθυρο κάλυπτε ένα αρκετά μεγάλο τόξο του κυκλικού τοίχου προσφέροντας μοναδική θέα. Ένα μεγάλο καμπύλο παραλληλόγραμμο φτιαγμένο από γυαλί, που είχε προσαρμοστεί στον τοίχο. Είχες έτσι την αίσθηση ότι βρισκόσουν έξω.
Μισό φεγγάρι αιωρούταν βουλιαγμένο στο μαύρο βαμβάκι τ’ ουρανού. Ένας αγουροξυπνημένος δράκος που παραμόνευε κρυμμένος στα σκοτάδια, τη λεία που μπήκε οικειοθελώς στο λημέρι του, με το μισάνοιχτο του μάτι. Θα μπορούσε να ανοίξει τα τεράστια σαγόνια του και να κάνει μια χαψιά το φάρο, ή ακόμη και όλο το νησάκι, μα περίμενε την κατάλληλη στιγμή. Άφησε τους να έρθουν πιο κοντά. Να έρθουν εθελοντικά. Άσε την περιέργεια να δράσει γι’ ακόμη μια φορά.
Η φαντασία του Πέτρου κάλπαζε μέσα στην σιωπή. Αιωρούταν. Περνούσε μέσα από το τζάμι κι έβγαινε στο παγωμένο σκοτάδι. Έβλεπε τον εαυτό του καθισμένο στην πολυθρόνα να ταλαντεύεται πάνω στο ξύλινο πάτωμα. Από πάνω οι φωτεινές ριπές του φάρου σάρωναν τον αέρα. Το βλέμμα του ψήλωνε. Έπαιρνε ύψος. Το νησί φαινόταν τώρα ολόκληρο. Σε αυτόν τον κόσμο, στον κόσμο του νησιού, τα πράγματα ήταν αντίστροφα. Εδώ το νησί ήταν μια σταγόνα γης, αφημένη πάνω στο νερό. Μια σταγόνα που ο αέρας του χρόνου δεν είχε καταφέρει να στεγνώσει.
Το νερό έσκαγε πάνω στα βράχια, ολόγυρα, με μικρούς παφλασμούς. Το νησί έμοιαζε να μαζεύει το υδάτινο χαλί που το περικύκλωνε, προσπαθώντας να φέρει τον υπόλοιπο κόσμο κοντά του. Μα το χαλί ήταν άπειρο και ο κόσμος έμενε πάντοτε μακριά. Το μόνο που κατάφερνε ήταν να στέλνει μηνύματα. Πουλιά, ψάρια και σύννεφα κατέφθαναν κατά καιρούς κι έφερναν νέα. Έφερναν την ελπίδα ότι δεν ήσουν στη μέση του πουθενά. Κάτι υπήρχε πέρα απ’ το παραπέτασμα του ορίζοντα και γεννούσε τους αγγελιαφόρους που κατέφθαναν.
Κι όμως. Το αιωρούμενο βλέμμα του Πέτρου εξακολουθούσε να μην βλέπει τίποτε άλλο. Μόνο η μαύρη υδάτινη σάρκα που παλλόταν γύρω από το επίμονο βότσαλο. Πάνω του, ο φάρος και μέσα από το τζάμι ο Πέτρος και ο σκύλος. Δυο ψυχές. Δύο κόκκοι σκόνης στη μηχανή του σύμπαντος, που ο άνεμος του χρόνου θα πάρει μακριά και δεν πρόκειται να ταράξουν τη λειτουργία της. Όλα γύρω τους κινούνται αργά, ενώ οι ζωές τους τρέχουν. Και όταν μετά από χρόνια, στα δευτερόλεπτα του σύμπαντος, έχουν χαθεί, τα γρανάζια του κόσμου θα συνεχίζουν να γυρνούν ανενόχλητα. Ανυποψίαστα ότι υπήρξαν ποτέ.
Όλα θα έμεναν ίδια για πολλούς αιώνες. Το νερό θα συνέχιζε να εφορμά στους βράχους κι αυτοί να αντιστέκονται. Ο άνεμος θα εξακολουθούσε να περνά βιαστικά και να ψιθυρίζει τα πανάρχαια μυστικά του στις κούφιες πέτρες και στα κλαδιά των θάμνων και των μικρών δέντρων. Το χώμα θα στράγγιζε για πολύ καιρό ακόμη τις βροχές για να μεταδώσει τα συστατικά της ζωής σε νέους οργανισμούς. Τα δέντρα ακίνητα, υπομονετικά, είχαν ακόμη, πολλά φύλλα, να χάσουν και να ξαναφορτωθούν. Τα ίδια ουράνια σώματα θα τρεμόπαιζαν στο σκοτεινό θόλο για αμέτρητες νύχτες και ο βασιλιάς ήλιος θα τέντωνε κάθε μέρα τις παλάμες του για να αγγίξει ίσα ίσα τη Γη και να την ζεστάνει χωρίς να την κάψει.
Όλα σε ισορροπία. Για κάθε τι και το αντίθετό του. Μια ευαίσθητη και ακριβής ζυγαριά της οποίας η τελειότητα κρύβεται στις λεπτομέρειες. Όταν κάποια στιγμή σπάσει η ισορροπία, μια μεγάλη πρόσθεση ή αφαίρεση στα τάσια της γίνεται για να την ξαναφέρει στα ίσια. Και όλα πάλι γίνονται τα ίδια. Όλα μένουν ίδια.
Μα όχι εκείνοι. Όχι οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι περνούν. Περνούν βιαστικά σαν επισκέπτες. Δεν έχουν το χρόνο να σταματήσουν λίγο για να απολαύσουν την ομορφιά της αιώνιας μηχανής. Άλλωστε δεν τους ανήκει και γι αυτό δεν τους ενδιαφέρει αν θα χαλάσουν την ομορφιά της. Με την κουτοπονηριά και την υπεροψία τους εστιάζουν σε πιο κοντινά σε αυτούς, πιο ωφέλιμα γι’ αυτούς πράγματα. Κοιτούν να κλέψουν στο ζύγι ώστε να κάνουν το εφήμερο πέρασμά τους όσο πιο ευχάριστο γίνεται γι’ αυτούς. Παράσιτα που πίνουν λαίμαργα την ζωή του ξενιστή τους και όταν πια τον απομυζούν πεθαίνουν με την σειρά τους κι εκείνα, γιατί δεν βλέπουν ότι αυτό που σκότωναν ήταν αυτό που τους χάριζε τη ζωή.
Οι άνθρωποι, αυτοί απ’ τους οποίους ο Πέτρος θέλει να απελευθερωθεί. Εκείνοι για τους οποίους καμιά φορά ντρέπεται, που ανήκει στο είδος τους. Άλλοτε πάλι τους απαρνείται και πείθει τον εαυτό του ότι δεν τους μοιάζει. Εκείνος είναι ένα άλλο είδος. Κάποιος που προσπαθεί να κόψει τους δεσμούς, μα η τόση συναναστροφή του μαζί τους, δεν θα μπορούσε να μην έχει αφήσει τα στίγματά της πάνω του. Στίγματα που όποτε αντιλαμβάνονταν, έσκυβε το κεφάλι και σιωπούσε. Αυτές οι σκέψεις τον νανούριζαν κάθε βράδυ και τον ξυπνούσαν κάθε πρωί.
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.