Του Λευτέρη Μπάιλα
Έτσι άρχισε να περνά ο καιρός στο νησί. Οι δουλειές που έβρισκε να κάνει ο Πέτρος κάθε μέρα ήταν αναπάντεχα αρκετές και τον κρατούσαν απασχολημένο. Κάθε πρωί που έβγαινε με τον σκύλο απ’ το κατώφλι του, μια γεμάτη ημέρα τον περίμενε. Φαί στα πουλιά και νερό, μικρά μπαλώματα και μερεμέτια σε μέρη που ο Νικολιός ούτε που είχε διανοηθεί να βάλει το χεράκι του, οργάνωση των εφοδίων και των συναφών αντικειμένων ώστε να αποφευχθεί το παραμικρό λάθος κατά την αφή του πυρσού ή και σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης να είναι όλα έτοιμα για άμεση επέμβαση, μαγείρεμα, περιποίηση του σκύλου, συγκομιδή των αγαθών που προσέφεραν οι τετράποδοι, αλλά και δίποδοι συντοπίτες του και ακόμη, προετοιμασία των ψαρικών για τις εξορμήσεις στην ακτή τις καλοσύνες, για το χόμπι που τόσο πολύ τον γέμιζε.
Ήταν γεγονός ότι ο Πέτρος επέστρεφε σιγά, σιγά στον παλιό του εαυτό. Αγαπούσε και πάλι την θάλασσα. Ερχόταν κοντά, ακούγοντας το κάλεσμά της. Μόνο ο ήχος της τον αιχμαλώτιζε, όπως αιχμαλωτίζει ο φακίρης το φίδι με την φλογέρα του.
Τα βράδια άναβε τον φάρο και κοιτούσε με τις ώρες τον ουρανό. Συχνά θυμόταν τα λόγια του γέρο Δράκου που τώρα πια καταλάβαινε.
“Γιατί όταν είσαι μόνος τόσο καιρό, βρίσκεις τον εαυτό σου και τότε συζητάς μαζί του πραγματικά. Τότε είναι που ο άνθρωπος εξυψώνεται και ανακαλύπτει αλήθειες.”
Αυτές οι κουβέντες αντηχούσαν στις χαράδρες του μυαλού του κάθε, μα κάθε βράδυ. Και ήταν αναθεματισμένα εντυπωσιακό το πώς είχαν γίνει πλέον και δικές του σκέψεις. Είχαν γίνει κάτι παραπάνω από σκέψεις. Είχαν γίνει τρόπος ζωής γι αυτόν. Πολλές φορές σκεφτόταν ότι όταν θα γύριζε πίσω στους ανθρώπους, θα δυσκολευόταν πολύ να αντέξει τις ώρες που δεν θα μπορούσε να μείνει μόνος και να σκεφτεί. Άλλωστε τα πρώτα σημάδια της ολοένα και αυξανόμενης αντικοινωνικοποίησής του, έκαναν αρκετά αισθητή την παρουσία τους, όταν κάποιο καϊκάκι κατέφθανε στο νησί, είτε για να του αφήσει προμήθειες, είτε για να βρει απάγκιο κάποιος άτυχος ψαράς που τον έπιασε η φουρτούνα μεσοπέλαγα, μακριά απ’ το λιμάνι του.
Αυτές ήταν και οι πιο ανυπόφορες περιπτώσεις, γιατί φοβόταν μήπως και αναγκαστεί να φιλοξενήσει κάποιον καμιά φορά παραπάνω απ’ όσο θα μπορούσε να αντέξει, λόγο παράτασης της κακοκαιρίας. Ευτυχώς σε όλες τις περιπτώσεις τα περιστατικά ήταν λίγα. Οι προμήθειες έρχονταν μια φορά τον μήνα, όπως είχε ενημερώσει αρχικά ο λιμενάρχης και μόνο όταν ο καιρός δεν προμήνυε εκπλήξεις. Όσο για άτυχους ψαράδες, μόνο μια φορά χρειάστηκε να φιλοξενήσει ένα παλληκάρι γύρω στα είκοσι πέντε και όχι παραπάνω από δύο ημέρες. Ευτυχώς ο νέος ήταν ντροπαλός και διακριτικός και λίγες ήταν οι κουβέντες που αντάλλαξαν.
Κατά τα άλλα ο καιρός περνούσε αρκετά ικανοποιητικά, μοναχικά και δημιουργικά. Είχαν φτάσει ποιά Χριστούγεννα και όλα πάνω στο νησί είχαν βελτιωθεί εντυπωσιακά. Αν ο Νικολιός μπορούσε να κάνει μια επίσκεψη στην Ψαθούρα, θα έμενε σίγουρα με το στόμα ανοιχτό από το πρώτο κιόλας βήμα. Θα έβλεπε έναν καινούργιο ντόκο στο Σκαλάκι πλαισιωμένο από ξύλινους πασσάλους και σχοινιά, με ένα καλά στρωμένο δρομάκι να τον οδηγεί μέχρι τον φάρο. Ο Πέτρος είχε οδηγήσει τα πρόβατα να περάσουν από εκεί αρκετές φορές, με αποτέλεσμα ο δρόμος να πατηθεί καλά. Στη συνέχεια είχε αφαιρέσει τις μεγάλες πέτρες και τα ξερόκλαδα και τώρα ο δρόμος φάνταζε σαν φτιαγμένος από επαγγελματίες εργάτες.
Φτάνοντας πλέον στον χώρο του φάρου, θα αντίκριζε ένα κτήριο που νόμιζες ότι ήταν φρεσκοφτιαγμένο. Οι τοίχοι του είχαν ξυστεί επιμελώς από τους ξεφτισμένους σοβάδες και είχαν ξανά ασπριστεί με υπομονή. Το ίδιο ίσχυε και για το εσωτερικό του κτηρίου, καθώς και για όλα τα πράγματα που υπήρχαν μέσα. Οι χώροι καθαρισμένοι και τακτοποιημένοι, οι αντλίες βαμμένες και τα τζάμια άστραφταν. Η Ορτανσία θα ήταν περήφανη. Απέναντι στην αποθήκη, όλα ήταν στην εντέλεια. Ακόμη ένα κτήριο που έδινε την εντύπωση καινούργιου. Όλα μέσα πλήρως οργανωμένα και σωστά.
Τέλος στον προαύλιο χώρο, τόσο το σπιτάκι του σκύλου, όσο και το κοτέτσι είχαν επισκευασθεί παντελώς, ενώ είχαν επανασχεδιαστεί έτσι ώστε οι άνεμοι αλλά και οι βροχές να μην επηρεάζουν καθόλου τους κατοίκους που ζούσαν εκεί. Δίπλα τους, είχαν τοποθετηθεί δύο μεγάλες πέτρες που στο κέντρο τους έμοιαζαν λαξεμένες και σχημάτιζαν γούβα. Γεμισμένες με νερό, χρησιμοποιούνταν σαν γούρνες στις οποίες έσβηναν την δίψα τους τα ζωντανά. Λίγο πιο πέρα ένας μικρός χώρος που είχε σκαφτεί προοριζόταν για παρτέρι.
Πολλές φορές βλέποντας τους καρπούς της δουλειάς του ο Πέτρος, τον έπιανε το παράπονο και σκεφτόταν ότι θα ήθελε να είναι από μια μεριά ο Νικολιός να δει τα κατορθώματά του. Τόση θα ήταν η έκπληξη του Νικολιού σαν έβλεπε όλες αυτές τις αλλαγές, που ο Πέτρος θα καταφχαριστιόταν σαν έβλεπε τον θαυμασμό στο γεμάτο δίπλες πρόσωπό του. Τι κρίμα να μην έχεις κάποιον να δείξεις τα κατορθώματά σου! Πόσο ανούσια σου φαίνεται η δουλειά που έκανες αν κάποιος δεν είναι μπροστά να την θαυμάσει!
Η αλήθεια ήταν όμως ότι μάλλον ποτέ δεν θα γινόταν κάτι τέτοιο καθώς ο Νικολιός δεν θα πατούσε ποτέ ξανά το πόδι του στη Ψαθούρα για κανέναν λόγο. Εκείνος τώρα βρισκόταν μαζί με την γυναίκα του ανάμεσα σε αχνιστά σπιτικά φαγητά, κρασί, γέλια και τραγούδια. Ούτε που θα σκεφτόταν τον φάρο και πολύ περισσότερο τον Πέτρο. Έναν άνθρωπο που δεν γνώριζε πάνω από μια μέρα.
Έναν άνθρωπο ο οποίος, την ίδια ώρα τώρα το σούρουπο, ενώ εκείνος χώνευε δίπλα στη φωτιά του τζακιού του τα χριστουγεννιάτικα γλυκίσματα, ανέβαινε γι ακόμη μια φορά την στριφογυριστή σκάλα που οδηγούσε στο δωμάτιο συντήρησης και στον πυρσό, για να ξεκινήσει την διαδικασία αφής.
Έξω όλα είχαν αρχίσει να παγώνουν. Η θερμοκρασία έπεφτε συνεχώς όσο νύχτωνε. Τα πάντα ακινητούσαν. Όλα έμοιαζαν να αιωρούνται μέσα στην απόλυτη σιγαλιά. Η θάλασσα δεν ακουγόταν. Από πάνω της ένα γκρίζο πέπλο από πυκνά σύννεφα κάλυπτε τον ουρανό. Αν δεν άκουγε τον θόρυβο που έκανε ο μηχανισμός του πυρσού καθώς άρχισε να περιστρέφεται, ο Πέτρος θα νόμιζε ή ότι είχε χάσει την ακοή του ή ότι είχε πεθάνει.
Αφού όλα ήταν εντάξει, ο Πέτρος μαζί με τον τετράποδο σύντροφό του κατέβηκαν στο σκοτεινό δωμάτιο συντήρησης. Ο πρώτος έβγαλε ένα φλασκί με τσίπουρο από το παλτό του και πήραν τις καθιερωμένες τους θέσεις.
“Καλά Χριστούγεννα καλέ μου φίλε. Ότι και αν σημαίνει αυτό για σένα.”
Ευχήθηκε και κατέβασε μονομιάς μια γερή γουλιά. Το δυνατό ποτό έκαψε μονομιάς το λαρύγγι του και ζέστανε τα σωθικά του. Ο σκύλος σαν να κατάλαβε τι του είπε, γάβγισε κοφτά και ξανακουλουριάστηκε στην θέση του.
Την στιγμή που και το τελευταίο φως στον ορίζοντα χάθηκε, η πρώτη νιφάδα προσγειώθηκε στο θολό, από τα χνώτα, τζάμι. Ο Πέτρος έμεινε ασάλευτος για λίγο. Γεμάτος έκπληξη, ακούμπησε το φλασκί στο πάτωμα δίπλα του, σηκώθηκε και περπάτησε προς το τζάμι. Άπλωσε τα δάκτυλα και ακούμπησε το γυαλί πίσω από τη νιφάδα. Σε λίγο μια ακόμη νιφάδα προσγειώθηκε δίπλα. Κι άλλη μια, κι άλλη μία. Το τζάμι άρχισε να γίνεται άσπρο. Ο Πέτρος κοίταξε ψηλά, τον φωτισμό του φάρου και ένα ζεστό χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπό του ενώ τα μάτια του θόλωσαν από χαρά. Πυκνό χιόνι έπεφτε παντού. Με βιαστικές κινήσεις, έβαλε σκούφο και γάντια και πετάχτηκε έξω στο μπαλκόνι. Οι μύες του προσώπου του συσπάστηκαν όταν ήρθαν σε επαφή με το κρύο και το χιόνι αλλά εκείνος ούτε που το κατάλαβε. Ήταν τόσο χαρούμενος. Μπορεί να μην πίστευε πουθενά και σε τίποτα, αλλά τα Χριστούγεννα ήταν μια γιορτή που αγαπούσε. Εκείνες οι μέρες έχουν κάτι που δεν μπορούσε να εξηγήσει. Σίγουρα διαφέρουν από όλες τις άλλες, ακόμη και για εκείνον και ας μην ξέρει το γιατί. Έκρυβαν ένα είδος μαγείας που επηρέαζε την ψυχή του.
Τώρα κοιτούσε ψηλά προς τον ουρανό. Μικροσκοπικοί λευκοί αλεξιπτωτιστές εμφανίζονταν από το πουθενά μέσα στο σκοτάδι. Έπεφταν αργά, σιωπηρά ακολουθώντας φιδωτές τροχιές και προσγειώνονταν παντού γύρω του και πάνω του. Είχε αρχίσει να μην νιώθει την μύτη και τα αυτιά του αλλά ούτε που τον ένοιαζε. Με το βλέμμα καρφωμένο ακόμη ψηλά φώναξε το σκυλί να βγει έξω αλλά εκείνο έκανε ότι δεν άκουσε. Καθώς είχε βολευτεί στα ζεστά του, γύρισε λίγο το κεφάλι προς το μέρος του Πέτρου και αφού είδε ότι εκείνος δεν τον ξαναφώναξε, κούρνιασε πάλι στην θέση του.
Το χιόνι δεν άργησε να καλύψει τα πάντα. Όπου και αν κοιτούσε ο Πέτρος, έβλεπε ένα λευκό ρούχο να σκεπάζει το κάθε τι. Πάνω στις πέτρες, πάνω στα φυτά και τα δέντρα, έβλεπες παντού λευκό. Σημεία που πριν δεν φαίνονταν καθόλου μέσα στο σκοτάδι, τώρα το χιόνι πρόδιδε την θέση τους. Η ατμόσφαιρα ήταν πολύ καθαρή και σου επέτρεπε να βλέπεις σε αρκετά μεγάλη απόσταση. Η ματιά του Πέτρου σταμάτησε λίγο πιο πέρα απ’ το σκαλάκι. Το πρόσωπό του σοβάρεψε και σε λίγο η χαρά είχε δώσει την θέση της σε μια έκφραση που έδειχνε έκπληξη και απορία μαζί. Τα βλέφαρά του έσμιξαν στην προσπάθεια του να δει καλύτερα και να ξεχωρίσει. Σε λίγο κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να κάνει λάθος. Εκεί μέσα στο νερό, κάτι άσπριζε έντονα και φαινόταν αρκετά μεγάλο για να είναι νιφάδα. Αυτό που κοιτούσε έμοιαζε να πλησιάζει προς το νησί επιπλέοντας πάνω στο αόρατο νερό. Σε λίγο χάθηκε πίσω από τα βράχια στο Σκαλάκι.
Ο Πέτρος έμεινε να σκέφτεται αυτό που είδε και προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του ότι ήταν κάτι με το οποίο δεν άξιζε να ασχοληθεί περαιτέρω. Το πιο πιθανό ήταν ότι επρόκειτο για κάποιο αντικείμενο, κάποιο σπασμένο κομμάτι ενός καϊκιού, που ταξίδευε μονάχο στη θάλασσα. Η περιέργεια όμως, ως συνήθως, νίκησε την λογική και όχι πολλά λεπτά αργότερα ο Πέτρος βρισκόταν καθοδόν για το Σκαλάκι. Κρατούσε μια λάμπα θυέλλης, αν και είχε άπνοια, αλλά φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά, όπως έλεγε και ο καπτα’ Κωσταντής. Τα βήματά του έτριζαν πάνω στο χιόνι και ο ήχος ακουγόταν φοβερά ενοχλητικός μέσα στην απόλυτη σιωπή. Το χνώτο του άχνιζε σε κάθε εκπνοή. Μικρά σύννεφα ξεπρόβαλλαν περιοδικά από το στόμα και την μύτη του, φωτισμένα από την λάμπα και γρήγορα διαλύονταν μέσα στην κρύα ατμόσφαιρα.
Σε λίγο είχε φτάσει στην κορυφή του φυσικού όρμου. Σταμάτησε για λίγο και κοίταξε από ψηλά. Ικανοποιημένος διαπίστωσε ότι δεν είχε ξεγελαστεί από την φαντασία του. Κάτι λευκό κείτονταν μέσα στο ρηχό νερό πάνω στο χαλίκι. Κάτι που έμοιαζε να ανεμίζει πάνω στο έδαφος. Ο Πέτρος ξεφύσησε δυνατά και ξεκίνησε να κατεβαίνει τον μικρό ντόκο. Το βήμα του επιτάχυνε απότομα και μετατράπηκε σε τρέξιμο, όταν πλησιάζοντας κοντύτερα διαπίστωσε ότι αυτό που έβλεπε ήταν μια ανθρώπινη φιγούρα. Βλέποντας ότι ο άνθρωπος βρισκόταν λίγο πιο πέρα από τον ντόκο, αναγκάστηκε να πηδήσει και να κατέβει δίπλα από αυτόν βρέχοντας τα πόδια του στο παγωμένο νερό μέχρι τον αστράγαλο.
Έφερε την λάμπα κοντά στην φιγούρα. Σάστισε. Μπροστά του βρισκόταν μια λιπόθυμη κοπέλα. Ωχρή σαν να ήταν νεκρή μέρες τώρα, φορούσε ένα κατάλευκο φόρεμα, πιο άσπρο και από το χιόνι που έπεφτε, τόσο λεπτό και διάφανο που βρεγμένο τώρα από το νερό άφηνε να φανεί το γυμνό της σώμα από κάτω. Τα ξανθά μαλλιά της είχαν χυθεί σαν φύκια πάνω στα βότσαλα ενώ οι τούφες που βρίσκονταν μέσα στο νερό χόρευαν σαν φλόγες. Το πρόσωπό της ήταν κάτασπρο και τα χείλη της μελανά. Κάτω από το φόρεμα διαγράφονταν δύο καφετιές θηλές τόσο σκληρές από το κρύο που ανασήκωναν έντονα το ύφασμα. Ο Πέτρος ντράπηκε λίγο σαν να τον έβλεπε η κοπέλα να παρατηρεί το πανέμορφο θέαμα, αλλά όταν σκέφτηκε ότι εδώ πρόκειται για μια ανθρώπινη ζωή, έσκυψε ακουμπώντας το αυτί του ανάμεσα στα μικρά της στήθη.
Ένας απόμακρος ρυθμικός ήχος ακουγόταν μέσα από το παγωμένο δέρμα. Η κοπέλα ήταν ακόμη ζωντανή! Χωρίς δεύτερη σκέψη έβγαλε βιαστικά το παλτό του και την τύλιξε καλύπτοντας όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος του σώματός της μπορούσε. Την σήκωσε στα δυο του χέρια και την ακούμπησε στην ξύλινη προβλήτα. Ευτυχώς τα κιλά της ήταν όσο έδειχνε το λεπτό σώμα της και έτσι ήταν πολύ εύκολο να την κουβαλήσει. Αφού ανέβηκε κι αυτός επάνω, την ξανασήκωσε και ξεκίνησε με γοργό βήμα για τον φάρο.
Το χιόνι έπεφτε ακόμη πιο πυκνό τώρα, ενώ ένα ελαφρύ αεράκι έκανε τις νιφάδες να στροβιλίζονται απότομα πριν πέσουν στο έδαφος. Ο Πέτρος είχε αφοσιωθεί σε όλη την πορεία τόσο πολύ στο πρόσωπο της κοπέλας για κάποιο σημάδι ζωής, που δεν κατάλαβε ότι την ώρα που περνούσε το κατώφλι του φάρου, λίγο πέρα από το τοιχίο του προαυλίου, στο μονοπάτι που οδηγεί στο Μανδράκι, πίσω από τις φυλλωσιές ενός ψηλού θάμνου, δύο γυαλιστερά μάτια τους παρακολουθούσαν μέσα στο κατάλευκο σκοτάδι.
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.