του Λευτέρη Μπάιλα
Το εσωτερικό του κτηρίου αποτελούταν από τέσσερα δωμάτια συμμετρικά κατανεμημένα, γύρω από έναν κύκλο που όριζε η βάση του κυλινδρικού στελέχους του φάρου. Τα τρία απ’ αυτά, ήταν υπνοδωμάτια και βρίσκονταν σε τρείς γωνίες του κτηρίου. Βορειοανατολικά, Νοτιοανατολικά και Νοτιοδυτικά. Στην Βορειοδυτική γωνία βρισκόταν η κουζίνα, με το παράθυρό της να κοιτάει δυτικά και μια μικρή πόρτα οδηγούσε σε ένα μικρό αποχωρητήριο, που το παραθυράκι του κοιτούσε στον Βοριά. Ανάμεσα στα δωμάτια παρεμβάλλονταν μικροί διάδρομοι που ξεκινούσαν από τις εισόδους, με εξαίρεση το Βόριο τμήμα του κτηρίου. Κάθε διάδρομος κατέληγε σε δύο πόρτες δεξιά και αριστερά που οδηγούσαν στα δωμάτια, εκτός από τον διάδρομο που βρισκόταν στο Νότιο μέρος. Αυτός είχε μια μόνο πόρτα που κατέληγε στο Νοτιοανατολικό δωμάτιο. Με λίγα λόγια δεν μπορούσες να μπεις σε όποιο μέρος του κτηρίου ήθελες απ’ όπου σου καπνίσει. Αν έμπαινες από τα Ανατολικά, μπορούσες να μπεις στο Βορειοανατολικό και Νοτιοανατολικό υπνοδωμάτιο. Από τα Νότια, μπορούσες να μπεις μόνο στο Νοτιοανατολικό υπνοδωμάτιο και από τα Δυτικά, στο Νοτιοδυτικό δωμάτιο και στην κουζίνα.
Ο Ανατολικός και ο Δυτικός διάδρομος κατέληγαν στο κλιμακοστάσιο. Η βάση του φάρου. Μια στριφογυριστή σκάλα με ξύλινη κουπαστή, ανέβαινε μέχρι το κουβούκλιο, τεμαχίζοντας τον κύλινδρο σε τέσσερα τμήματα. Ο κύλινδρος όσο ανέβαινε γινόταν πιο στενός. Στην ουσία δεν ήταν κύλινδρος, αλλά κώνος που η κορυφή του είχε κοπεί κάθετα στον άξονά του.
Οι τρεις κουβαλητές, αφού έφτασαν στην είσοδο του φάρου, ακούμπησαν το φορτίο τους κατά Γης.
“Αυτό είναι το καινούργιο σου σπίτι για τους επόμενους μήνες. Μην το βλέπεις μικρό. Στην πραγματικότητα είναι αρκετά άνετο. Αφήστε τα πράγματα εδώ και πάμε να τσιμπήσουμε κάτι.”
“Όσο κι αν μου αρέσει η συντροφιά σας, εγώ δεν μπορώ να μείνω. Λυπάμαι που θα σας στενοχωρήσω.”
Έσπευσε να ξεκαθαρίσει ο Δράκος.
Ο Πέτρος τον έπιασε απ’ τον ώμο.
“Έλα μωρέ γέρο. Τόσο ταξίδι κάναμε. Σου αξίζει λίγη ξεκούραση. Έλα να φας κάτι μαζί μας να πάρεις δυνάμεις, να πούμε και καμιά κουβέντα και μετά τραβάς τον δρόμο σου.”
“Έννοια σου και η θάλασσα για μένα δεν είναι κούραση κι απέ σου είπα και όταν φύγαμε πως έχω δουλειές που τρέχουν. Μη φοβάσαι και θα μας δοθεί η ευκαιρία να τα ξαναπούμε.”
“Όπως νομίζεις καπτα Δράκο.”
Ο Νικολιός έγνεψε αρνητικά στον Πέτρο σαν να του έλεγε να αφήσει τον γέρο να κάνει αυτό που θέλει και να μην τον ζαλίζει. Ο Πέτρος δεν επέμεινε άλλο. Οι δυο τους αποχαιρέτισαν τον γέρο και έμειναν να τον κοιτούν καθώς έπαιρνε τον δρόμο του γυρισμού.
“Λοιπόν φίλε μου είσαι τυχερός. Τώρα σου αναλογεί μεγαλύτερο μερίδιο από την φασολάδα μου. Πάμε μέσα να την τιμήσουμε.”
“Αφού ήρθαν έτσι τα πράγματα, θα πρότεινα να κρύψουμε πρώτα τα πράγματα και μετά να φάμε. Έτσι θα απολαύσουμε τη φασολάδα σου χωρίς να έχουμε έννοια μετά. Είναι και ο καιρός που το πάει για βροχή. Άσε που νυχτώνει κιόλας και δεν θα βλέπουμε τη μύτη μας με τέτοια συννεφιά.”
Ο Νικολιός σούφρωσε τα φρύδια του δυσαρεστημένος. Μολονότι η πρόταση του Πέτρου ήταν λογικότερη, το στομάχι του εξέφραζε τη διαφωνία του. Δεν μπορούσε όμως να αντιπαραβάλλει ένα τέτοιο επιχείρημα απέναντι σε κάτι τόσο σωστό. Άλλωστε θα γινόταν και ρεζίλι σε ξένο άνθρωπο. Έτσι λοιπόν ξεφύσησε και ξαναφορτώθηκε τα πράγματα.
Οδήγησε τον Πέτρο στο αποθηκάκι απέναντι από τον φάρο. Άνοιξε την ετοιμόρροπη ξύλινη πόρτα αφού σήκωσε το σιδερένιο μάνταλο, κι εκείνη παραπονέθηκε με ένα αργόσυρτο τρίξιμο. Το φως του δειλινού έμπαινε μέσα από δύο αντιδιαμετρικά παραθυράκια, που είχαν μέγεθος ίσα ίσα για να τρυπώσει ένα παιδί δέκα χρονών. Κατάχαμα στο δώμα ήταν ακουμπισμένοι τενεκέδες με πετρέλαιο, λάδι, μπογιά και φαγώσιμα. Υπήρχε αρκετή ποσότητα από αλεύρι και τυρί. Ο Νικολιός φαίνεται ότι είχε χωρίσει τα αγαθά σε ομάδες. Αλλού τα τρόφιμα, αλλού τα καύσιμα και τα χημικά και στη μέση τα ουδέτερα. Κουβέρτες, εργαλεία, κουβάδες και άλλα.
Υπήρχαν λογιό λογιό εργαλεία ακουμπισμένα χάμω, αλλά και κρεμασμένα από γάντζους στους τοίχους. Φτυάρια, αξίνες, τσάπες, μυστριά, σφυριά. Όλων των ειδών τα εργαλεία καθώς και ανταλλακτικά τμήματα του μηχανισμού του φάρου. Αφού στοίβαξαν στις κατηγορίες που αντιστοιχούσαν τα διάφορα πράγματα, επέστρεψαν στο φάρο. Το φως είχε νικηθεί για τα καλά. Την ώρα που έμπαιναν ο Νικολιός έσκουξε με αγανάκτηση.
“Αμάν πια! Δεν θέλει να φάω σήμερα μου φαίνεται.”
“Γιατί το λες αυτό; Τώρα τελειώσαμε, δεν έχουμε να κάνουμε κάτι άλλο.”
“Έτσι λες; Και τον φάρο ποιος θα τον ανάψει; Μόνος του θα πάρει μπρος; Τέλος πάντων. Πάμε να σου δείξω και τί πρέπει να κάνεις. Τουλάχιστον έτσι θα γλιτώσουμε χρόνο και αύριο θα μπορέσω να σου δείξω το νησί.”
Ο Νικολιός άρχισε να ανεβαίνει την σκάλα μουρμουρώντας κάτι, που μόνο εκείνος μπορούσε να ξέρει τι ήταν. Ο Πέτρος τον ακολούθησε χασκογελώντας. Τα σκαλοπάτια ξεπρόβαλλαν από τον τοίχο που ο σοβάς του είχε ξεφλουδίσει σε πολλά σημεία. Μαύρες κηλίδες υγρασίας ήταν σκορπισμένες πάνω του. Στην άκρη τους η κουπαστή έτριζε ολόκληρη. Μια απροσεξία, ένα λίγο πιο δυνατό κράτημα και θα σου έμενε στο χέρι. Στο τέλος κάθε πλήρους κύκλου που έκαναν, υπήρχε ένα πλατύσκαλο μπροστά από ένα μικρό παραθυράκι προκειμένου να φωτίζεται την ημέρα το εσωτερικό της σκάλας. Συνάντησαν συνολικά τρία πλατύσκαλα που συνοδεύονταν από τα παραθυράκια τους, που κοιτούσαν στην ανατολή. Λίγο πριν φτάσουν στο κουβούκλιο, σταμάτησαν ακριβώς από κάτω και μπήκαν σε ένα χαμηλοτάβανο τμήμα του φάρου.
“Εδώ θα είναι το στέκι σου. Εδώ είναι το δωμάτιο συντήρησης όπου πρέπει να περνάς τις περισσότερες ώρες σου για να μην πάει κάτι στραβά και σβήσει ο φάρος.”
Ο Πέτρος κοίταξε γύρω του. Λιγοστά πράγματα υπήρχαν που αφορούσαν εκείνον. Ένα μικρό κρεβάτι, και μια κουνιστή πολυθρόνα. Απ’ ότι καταλάβαινε δεν χρειαζόταν και τίποτε άλλο. Ο Νικολιός τον οδήγησε μπροστά σε δύο πράσινες μπουκάλες, ίσαμε το μισό του μπόι η κάθε μια.
“Λοιπόν εδώ είμαστε. Αυτές είναι οι τρόμπες αέρα, πετρελαίου. Αν πρόσεξες στην αρχή της σκάλας υπάρχουν δύο μεγάλα τσίγκινα δοχεία. Το ένα έχει πετρέλαιο και το άλλο αέρα σε πίεση. Θα στα δείξω και στον κατεβασμό. Ξεκινάς την διαδικασία πυρακτώσεως τρομπάροντας από αυτόν εδώ τον μοχλό. Δημιουργείται έτσι ένα μείγμα αερίων πετρελαίου που φτάνει από πάνω μας στο πυρσό. Έλα τώρα μαζί μου.”
Ο Νικολιός οδήγησε τον μαθητή του στο εξωτερικό μέρος του πύργου από μια στενή πόρτα, σε ένα κυκλικό μπαλκόνι που περιέβαλε την κορυφή του φάρου κάτω απ’ το κουβούκλιο. Σταμάτησε για λίγο. Έβλεπαν καθαρά τώρα το γυάλινο κουβούκλιο. Έμοιαζε με γυάλινο κλουβί πουλιού που τα τοιχώματά του διέτρεχαν λεπτοί μεταλλικοί ράβδοι οριζόντιοι αλλά και κάθετοι σαν σκελετός. Οι κάθετοι ράβδοι συναντιόνταν στην κορυφή του κλουβιού και κατέληγαν σε μια μεταλλική κεραία που χρησίμευε ως αλεξικέραυνο.
“Εδώ θα έρχεσαι όταν πρέπει να καθαρίσεις τα τζάμια. Θα σου συνιστούσα να τα καθαρίζεις τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα. Δεν μπορείς να φανταστείς πόση αλμύρα μαζεύουν αν και βρίσκονται σε τέτοιο ύψος. Στην αποθήκη είναι όλα τα σύνεργα που χρειάζεσαι γι αυτή και οποιαδήποτε άλλη δουλειά.”
Η φωνή του Νικολιού έμοιαζε να έρχεται από μακριά, καθώς ο αέρας την έσερνε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Μετά προχώρησε προς μία εξωτερική σκάλα και άνοιξε την γυάλινη πόρτα του κουβουκλίου. Ο Πέτρος κοίταξε από κάτω. Είκοσι έξι περίπου μέτρα τον χώριζαν απ’ το έδαφος. Αν το μπαλκόνι δεν υπήρχε, είχε κάτι δευτερόλεπτα στη διάθεση του για να σκεφτεί τί ήχο θα έκανε το κεφάλι του την ώρα που θα συναντούσε το έδαφος. Στη συνέχεια ανέβηκε την εξωτερική μεταλλική σκάλα και βρέθηκε με τη σειρά του μέσα στο κουβούκλιο.
Μια περίεργη κατασκευή που θύμιζε μεγάλο, αρχαίο γυάλινο κράνος, ήταν στερεωμένη, με τα μεταλλικά της πόδια, πάνω σε ένα μεγάλο γρανάζι. Τα δόντια του γραναζιού ήταν κουμπωμένα στα δόντια ενός μικρότερου γραναζιού του οποίου ο άξονας περιστροφής χανόταν μέσα σε ένα μεταλλικό κουτί. Το περίεργο κατασκεύασμα που έμοιαζε με κράνος, ήταν φακοί Fresnel. Πράγμα που ο Πέτρος ούτε που είχε ξανακούσει, ούτε και υπήρχε περίπτωση να μάθει. Επιπεδόκυρτοι φακοί, οι οποίοι βοηθούσαν να ταξιδεύει δυνατό φως σε μεγάλες αποστάσεις. Στην καρδιά των φακών υπήρχε ο πυρσός. Ο Νικολιός τράβηξε ένα πορτάκι και φανέρωσε την καρδιά του φάρου.
“Εδώ έχει αμίαντο που έχουμε τροφοδοτήσει ήδη από κάτω με τον αέρα πετρελαίου. Αυτό είναι που θα ανάψουμε.”
Έβγαλε από την τσέπη ένα μικρό στουπί, το περιέλουσε με οινόπνευμα και το άναψε. Στην συνέχεια το απόθεσε πάνω στον αμίαντο. Σε λίγο το σύστημα είχε πάρει φωτιά. Το φώς δυνάμωνε απ’ τους φακούς και απλωνόταν. Ξανάκλεισε το πορτάκι και έσκυψε στο κουτί που χανόταν ο άξονας του γραναζιού. Στην άκρη του κουτιού υπήρχε μια μικρή μανιβέλα. Βάλθηκε να την γυρνάει. Το σύστημα σε λίγο άρχισε να γυρίζει με σταθερό ρυθμό.
“Αυτό είναι το μέρος της διαδικασίας που σε κρατάει ξύπνιο ή που σου σπάει τα νεύρα με το να σε ξυπνά κάθε λίγο. Από εδώ κουρδίζεται το σύστημα. Πρέπει να το κουρδίζεις κάθε τρεις με τρεισήμισι ώρες περίπου.”
Αφού τελείωσε ορθώθηκε και άφησε να του ξεφύγει μια ανάσα αγαλλίασης και στενοχώριας μαζί.
“Θαρρώ ότι αυτή ήταν και η τελευταία φορά που έκανα αυτή την δουλειά. Από εδώ και μπρος είναι δικό σου καθήκον. Ξεκίνα από σήμερα το βράδυ για να μαθαίνεις. Θα κοιμάσαι τα πρωινά και τα βράδια θα βρικολακιάζεις. Αυτή είναι η ζωή του φαροφύλακα.”
“Δε βαριέσαι! Μέχρι τώρα το ίδιο έκανα.”
Ο Νικολιός γέλασε. Στη συνέχεια το στομάχι του τον θυμήθηκε και άρχισε να διαμαρτύρεται.
“Λοιπόν αυτά είχα να σου δείξω εδώ πάνω. Πάμε επιτέλους να βάλουμε κάτι στο στομάχι μας.”
Κατέβηκαν τη σκάλα πολύ πιο γρήγορα απ’ ότι την είχαν ανεβεί. Το σκοτάδι σκέπαζε πια τα πάντα απ’ έξω. Μπορούσες να ξεχωρίσεις μονάχα μια μικρή ακτίνα γύρω από το φάρο. Από κει και πέρα τίποτα. Έφτασαν στην κουζίνα και ο Νικολιός άναψε αμέσως την γκαζιέρα για να ζεστάνει την φασολάδα του, ενώ ο Πέτρος έκατσε στο τραπέζι. Απέναντι από την γκαζιέρα υπήρχε ένα χτιστό φουρνάκι. Αφαιρώντας ένα αυτοσχέδιο σιδερένιο πορτάκι, ο Νικολιός αποκάλυψε μια μικρή σπηλιά που έχασκε. Μέσα μισοσβησμένα κάρβουνα λαμπύριζαν στο σκοτάδι του φούρνου, σαν μάτια από χίλια δαιμόνια που τους παρακολουθούσαν απ’ τα σκοτάδια της κολάσεως. Τα μάτια άναψαν εντονότερα για λίγο με το άγγιγμα του φρέσκου αέρα και τα δαιμόνια έδειχναν να ξυπνούν, μα σύντομα η λάμψη μειώθηκε και πάλι και τα μάτια μισόκλεισαν νυσταγμένα. Ο Νικολιός έχωσε μες στο φούρνο ένα φουρνόξυλο και σε λίγο πρόβαλλε στην άκρη του ένα αχνιστό καρβέλι. Η μυρωδιά του ζεστού ψωμιού πλημμύρισε το δωμάτιο. Οι υποδοχείς όσφρησης των δύο φαροφυλάκων, έστειλαν σήμα στους εγκεφάλους τους κι εκείνοι με τη σειρά τους το μεταβίβασαν στο στόμα. Οι σιελογόνοι αδένες άρχισαν αμέσως την διαδικασία εκκρίσεως, καθώς το φαγοπότι πλησίαζε επιτέλους.
“Το ψωμί είναι δικής μου κατασκευής. Ελπίζω να το έχω πετύχει.”
“Από μυρωδιά πάντως σκίζει.”
Σε λίγο δύο αχνιστά πιάτα με φασολάδα βρίσκονταν πάνω στο τραπέζι. Τα κουτάλια δούλεψαν γρήγορα και εύκολα μπορούσε κανείς να μαντέψει ότι τα πιάτα θα ξαναγέμιζαν για δεύτερο γύρο. Πιο αργό ετούτη τη φορά. Πιο χορταστικό. Ο Νικολιός έσπασε την συμφωνία των κουταλιών και άρχισε να μιλά καθώς έτρωγε πλέον απολαυστικά αργά.
“Απ’ ότι είδες πετρέλαιο έχει άφθονο μέσα στην αποθήκη. Είχα φροντίσει και παράγγελνα πάντα παραπάνω απ’ όσο χρειαζόταν και έτσι δημιουργήθηκαν αποθέματα με τον καιρό. Στο δωμάτιο συντήρησης, κάτω απ’ το στρώμα του κρεβατιού, έχει και οδηγίες με σχέδια, μηχανολογικά, αν τυχόν χαλάσει κάτι. Εμένα δεν μου χρειάστηκαν και ευτυχώς γιατί δεν καταλαβαίνω την τύφλα μου. Ας ελπίσουμε ότι ούτε κι εσένα θα σου χρειαστούν. Δίπλα στα δοχεία που σου έδειξα στη βάση της σκάλας υπάρχει και μια τρόμπα. Με αυτήν θα τρομπάρεις αέρα στο δοχείο για τον αέρα. Να φροντίζεις να έχεις πάντα πάντα γεμάτα τα δύο δοχεία.
Αν φροντίζεις αυτό και αν κουρδίζεις όπως σου είπα το μηχάνημα, θα περάσεις ζωή και κότα. Μπορεί η ζωή του φαροφύλακα να είναι μοναχική, αλλά είναι και άνετη.”
Ο Πέτρος απάντησε μέσα απ’ το πιάτο του.
“Καλά! Η μοναξιά δεν με τρομάζει Νικόλα. Μη σου πω ότι την αποζητώ κιόλας.”
“Αυτό φίλε μου έλα να μου το πεις στο τέλος της αυτοεξορίας σου. Όταν θα την έχεις ζήσει. Όταν θα έχετε γίνει αδέλφια. Κι εγώ στην αρχή έτσι έλεγα. Σιγά! Και τι έγινε. Καλύτερα να μείνω λίγο μόνος μου. Μακριά απ’ την μουρμούρα της γυναίκας μου και το βάρος του σογιού μου. Στην αρχή όντως ήταν εύκολα. Ησυχία παντού. Ένιωθα σαν τον Αδάμ. Μόνο εγώ και η φύση. Μάλιστα ακόμη και τα βαρκάκια που πλησίαζαν το νησί, οι ψαράδες ή το καϊκάκι που μου έκανε ανεφοδιασμό, μου φαίνονταν ενοχλητικοί. Δεν έβλεπα την ώρα να φύγουν.
Πήγαινα στο κοτέτσι που έχω φτιάξει, κοιτούσα τριγύρω τα πουλιά, μάζευα χόρτα, καθάριζα το χωραφάκι, μαγείρευα και το βράδυ άναβα τον φάρο μου και καθόμουν να βλέπω τα πέλαγα.
Οι μήνες όμως άρχισαν να περνούν. Η ανάγκη μου για να μιλήσω έκανε την εμφάνισή της. Η άλλη μου ανάγκη, για επαφή μου με γυναίκα …αυτό ας μην το συζητήσουμε καλύτερα. Μιλούσα με τον εαυτό μου. Στον ύπνο μου φανταζόμουν ανθρώπους να με επισκέπτονται. Πεταγόμουν και νόμιζα ότι έβλεπα σκιές να κάθονται στην πολυθρόνα. Χαιρόμουν τόσο, μα μόλις άναβα τη λάμπα απογοητευόμουν με την απουσία. Τα πράγματα δυσκόλευαν όταν η θάλασσα αγρίευε κι έκανα μέρες ολόκληρες να δω έστω κι έναν ψαρά. Ούτε πλοίο στα ανοιχτά δεν περνούσε. Αν και μια φορά που πέρασε …ή τέλος πάντων νομίζω ότι πέρασε, καλύτερα να μην περνούσε.”
“Τι θες να πεις;”
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.