του Λευτέρη Μπάιλα
Σιωπή. Ο Πέτρος είχε απομείνει σαν χάνος. Μπορεί αυτός ο άνθρωπος να άκουσε τη σκέψη του; Μάλλον όχι. Σύμπτωση! Αυτό ήταν. Μια ελεεινή σύμπτωση. Μια ελεεινή σύμπτωση συνδυασμένη με την βλακεία ενός γέρου. Τόσο καιρό στη θάλασσα, σπάνια έχει συνοδεία και τώρα βρήκε ευκαιρία να φλυαρήσει.
“Ξέρεις έχω σκεφτεί πολύ γύρω απ’ αυτό το θέμα. Παλιότερα είχα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπάρχει μόνο η σιωπή. Καθησυχαστική σκέψη αλλά κουτή δεν βρίσκεις; Τις νύχτες που ταξίδευα κι έβλεπα τον έναστρο ουρανό, ένιωθα την σιωπή. Την μία νότα που γεμίζει το σύμπαν. Όλα ταξίδευαν γύρω μου και παρ’ όλ’ αυτά δεν ακουγόταν τίποτα. Καμιά φορά δεν μπορούσα να ακούσω ούτε τις ίδιες μου τις σκέψεις. Κι έλεγα..Να! Αυτό υπάρχει αληθινά. Η σιωπή. Όλα πλέουν και είναι φτιαγμένα από σιωπή.”
“Τί λες μωρέ γέρο! Όλα υπάρχουν. Κι εγώ κι εσύ και η θάλασσα.”
Έσκυψε και έπιασε μια χούφτα νερό.
“Έτσι λες; Για κοίτα καλύτερα.”
Ο Πέτρος κοίταξε την παλάμη του. Το νερό είχε στραγγίξει. Λίγες σταγόνες έβρεχαν πια το δέρμα του κι αυτές είχαν αρχίσει να εξατμίζονται με τον αέρα.
“Βλέπεις παλικάρι μου; Τίποτε από αυτά δεν υπάρχει. Στις τόσες ώρες που περνάω εδώ μόνος μου….”
Χτύπησε με την παλάμη το τιμόνι.
“Έχω καταλάβει τί συμβαίνει. Γιατί όταν είσαι μόνος τόσο καιρό, βρίσκεις τον εαυτό σου και τότε συζητάς μαζί του πραγματικά. Τότε είναι που ο άνθρωπος εξυψώνεται και ανακαλύπτει αλήθειες. Αποβάλλεις τον μανδύα από πάνω σου που λέγεται εγωισμός. Γιατί διάολε!! Με τον εαυτό σου συζητάς! Και έτσι γυμνός, ξεκινάς μια ειλικρινή κουβέντα με τον μεγαλύτερό σου εχτρό και τον πιο κοντινό σου φίλο.
Ένα βράδυ που λες είχα πέσει σε θύελλα μεσοπέλαγα. Το κύμα σηκωνόταν δυο και τρεις φορές το ύψος του καϊκιού μου και περίμενα την ώρα που θα μπατάριζα. Πολεμούσα με νύχια και με δόντια να κρατήσω το σκαρί τραβέρσο, αλλά ο αέρας όλο με έφερνε βόλτα. Γύρω σκοτάδι. Πίσσα! Κάποια στιγμή παρατήρησα ένα πράσινο φως, μια αύρα να σέρνεται γύρω από τις αρματωσιές. Είπα πως με γέλασαν τα μάτια μου από την κούραση και το κάργα. Συνέχισα την δουλειά μου, μα μετά από λίγο ξανάδα το φως να σέρνεται, να φωτίζει πιο έντονα. Όταν μετά από ώρα η θύελλα κόπασε και είχα καταφέρει να σώσω την κόρη μου, το φώς είχε πια χαθεί. Έπεσα κατάκοπος να ξαποστάσω. Αλλά δεν κοιμήθηκα. Στο μυαλό μου είχε μείνει αυτό το φως. Βάλθηκα να σκέφτομαι τί μπορεί να είναι. Στο λιμάνι που έπιασα μετά ρωτούσα όλους τους ναυτικούς αν έχουν πετύχει ποτέ παρόμοιο περιστατικό. Έμαθα λοιπόν ότι πολλοί ναυτικοί έχουν δει παρόμοια πράματα σε θύελλες να παρουσιάζονται πάνω στα σχοινιά και τα σύρματα. Οι ναυτικοί τα ονομάζουν τελώνια. Δηλαδή δαιμόνια. Και λένε ότι είναι κάμωμα της φύσης που το φέρνει ο σφοδρός άνεμος.
Εγώ, αγράμματος άνθρωπος είμαι, αλλά τόσο με εντυπωσίασε αυτή η πληροφορία, που έβαλα το μυαλό μου να δουλέψει. Και όποτε ήμουν μόνος κουβέντιαζα ώρες ατέλειωτες με τον εαυτό μου. Κατέληξα λοιπόν σε τούτο το συμπέρασμα.”
Ο Πέτρος που μέχρι πριν λίγο θεωρούσε κουτό γέρο τον καπετάνιο του, τώρα είχε αποχαζέψει και κοιτούσε μαγνητισμένος τον Δράκο να αγορεύει καθισμένος στη θέση του τιμονιέρη. Το καΐκι συνέχιζε θαρρείς από μόνο του το ταξίδι του. Ήταν κάμποση ώρα που είχαν αφήσει την Αλόννησο και πλησίαζαν την Κυρά Παναγιά, αλλά ο Πέτρος δεν είχε πάρει χαμπάρι το παραμικρό. Ούτε ότι είχε συννεφιάσει, ούτε ότι ο καιρός μπατάριζε για τα καλά. Σκυμμένος πια στην μεριά του Δράκου, κρεμόταν από τις λέξεις του. Ο τελευταίος τράβηξε μια γερή ρουφηξιά καπνού πριν συνεχίσει.
“Αυτός ο κόσμος λοιπόν, που εμείς περιφερόμαστε χωρίς τη θέλησή μας, δεν είναι μόνο αυτός που βλέπουμε. Πίσω από τις κουρτίνες που είναι κομμένες και ραμμένες στα μέτρα του ανθρώπου, παίζεται ένα άλλο παιχνίδι. Το πραγματικό παιχνίδι! Υπάρχουν πράγματα πάνω από εμάς και άλλα κάτω από εμάς που μας εξουσιάζουν. Κι ας νομίζουμε εμείς ότι όλα τα κατέχουμε και έχουμε το πάνω χέρι.”
“Μα καλά! Και αυτά που βλέπουμε, που ακούμε; Όλ’ αυτά τί είναι;”
“Όλα αυτά γιέ μου είναι απάτη. Ένας καθρέφτης πέρα από τον οποίο είμαστε ανίκανοι να δούμε. Αυτό που εμείς αντιλαμβανόμαστε, είναι το καθρέφτισμα των όσων πραγματικά γίνονται. Τα μάτια μας είναι φτιαγμένα για να βλέπουμε ότι πρέπει και ότι θέλουμε να δούμε. Όχι γι’ αυτά που υπάρχουν στ’ αλήθεια. Το ίδιο και τα αφτιά και όλο μας το σώμα. Είμαστε εγκλωβισμένοι μέσα μας. Μέχρι κάποια στιγμή να γλιστρήσουμε κι εμείς για κάπου αλλού, όπως το νερό που είχες στην παλάμη σου πριν λίγο. Για εκεί από όπου προήλθαμε μπορεί. Ίσως αυτή να είναι η κατάρα μας. Ίσως πάλι να είναι και η ευλογία μας, γιατί κάποια πράγματα που υπάρχουν, μπορεί να είναι καλύτερα να μείνουν κρυμμένα από μας.
Έτσι λοιπόν μικροί κόσμοι ασύλληπτοι σε εμάς τρέμουν ολόγυρά μας. Αναπνέουν. Εμείς όμως δεν τους χαμπαριάζουμε. Μα θέλει να είναι φορές, που ένας δραπέτης, ένας απόκληρος των κόσμων εκείνων ή κάποιος μεσάζοντας, όπως η θύελλα εκείνο το βράδυ, προδίδει την ύπαρξή τους για λίγο. Αλλά και πάλι οι περισσότεροι, εγωιστές και κοκορόμυαλοι δεν βλέπουν ή κάνουν ότι δεν βλέπουν. Όχι όμως όλοι. Κι εγώ να ξέρεις είδα. Και αποφάσισα να μην αφήσω άκριτο αυτό που με περιβάλλει.
Έτσι κατέληξα στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει τίποτα πραγματικό, παρά μόνο η σιωπή. Η σιωπή είναι κοινή για όλους τους κόσμους.”
Ξανάβαλε την πίπα στο στόμα και την άναψε.
“Με αυτή την ιδέα ησύχασα τον εαυτό μου για πολύ καιρό ώσπου μια μέρα μια γριά τόσο μεγάλη που δεν ήξερε καν ότι υπήρχε, μου έδωσε να καταλάβω ότι λέω μπούρδες και ότι μετά από τόση σκέψη και πάλι δεν είχα αποβάλλει από πάνω μου ολόκληρο τον εγωισμό μου. Φοβόμουν ακόμη να γυμνωθώ πλήρως. Γιατί η γύμνια είναι αυτό που αφοπλίζει πλήρως τον άνθρωπο παιδί μου. Και γι αυτό την φοβάται. Γιατί δείχνει ποιοί πραγματικά είμαστε. Μας εξισώνει όλους. Μείνε γυμνός και δεν είσαι τίποτα, παρά μόνο άνθρωπος. Έχεις την όψη που έχουν όλοι. Πέτσα, κρέας και κόκαλα. Βάλε μια στολή και γίνε αμέσως μάγειρας, λιμενάρχης, αστυνόμος, στρατιώτης, στρατηγός, δικαστικός, πολιτικάντης. Ξαναβγάλε τα ρούχα και γίνε πάλι τίποτα. Έτσι και το πρώτο πράγμα που φοβήθηκαν και οι πρωτόπλαστοι στον παράδεισο όταν έφαγαν το απαγορευμένο μήλο, ήταν η συνείδηση ότι ήταν γυμνοί.
Γνώρισα που λες την γιαγιά ενός φίλου μου που είχε φτάσει με τα τσαρούχια τα εκατόν δύο χρόνια. Όταν μου τη σύστησε εγώ την χαιρέτησα, αλλά όσο απάντησε σε σένα, άλλο τόσο απάντησε και σε μένα. Η γριά βλέπεις είχε κουφαθεί εδώ και χρόνια. Σκέφτηκα τότε, το ότι δεν με άκουσε, δεν πάει να πει ότι δεν μίλησα κιόλας ή ότι δεν είχα βγάλει ήχο από το στόμα μου. Απλά η γριά δεν ήταν ικανή να με ακούσει. Εκεί που εγώ μιλούσα, αλλά και ο κόσμος γύρω βούιζε, για ‘κείνη ήταν σιωπή!
Έτσι και οι άλλοι κόσμοι είπα. Φωνάζουν, βουίζουν, αλλά για μας… σιωπή! Όταν κάτι δεν το αντιλαμβανόμαστε, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει κι όλας. Όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια έλεγε η γιαγιά μου. Άρα ούτε η σιωπή υπάρχει κοινή σε όλους τους κόσμους.
Γύρισα λοιπόν στο μηδέν. Εκεί απ’ όπου είχα ξεκινήσει. Πέρασαν νύχτες ολάκερες που ο ύπνος δεν έλεγε να μου κολλήσει. Η σκέψη μου δεν με άφηνε σε ησυχία. Τελικά όλα είναι μάταια; Δεν υπάρχει τίποτα; Ζούμε σε ένα τόσο μεγάλο ψέμα; Όλα με οδηγούσαν σε αυτή την απάντηση. Ζούμε για το τίποτα. Όμως το μέσα μου, ο εχθρός μου δεν με άφηνε να το δεχτώ. Είναι η εύκολη λύση πάντα, να δέχεσαι ότι δεν μπορείς να καταλάβεις, σαν πρόβατο που το πάνε στη σφαγή.
Άρχισα να ρίχνω την σκέψη μου σε άλλα πράγματα. Παρατηρούσα γύρω μου την φύση. Έδωσα σημασία σε όσα μέχρι τώρα θεωρούσα απλά δεδομένα και τα προσπερνούσα. Σε ότι μέχρι τώρα κινούταν γύρω μου με την ταχύτητα που είχε δώσει ο εγωισμός μου, έριξα τη βιασύνη μου και κινούμουν εγώ με το ρυθμό του. Αργά, νωχελικά. Οι ανθρώποι γύρω έτρεχαν. Μα εγώ ζούσα σε μια αργή κίνηση παρατηρώντας όσα οι άλλοι νόμιζαν ότι ήξεραν.
Δες τα ζώα. Πάρε ένα σκυλί και αφουγκράσου το. Πως ζει αυτό το ζωντανό; Μήτε ξέρει από σπίτι, ψάρεμα, οικογένεια, υποχρεώσεις. Αυτό σου λένε όμως τα μάτια του αν τα παρατηρήσεις προσεκτικά; Ω! όχι φίλε μου. Κοίταξε βαθιά μέσα σε αυτά τα μάτια και θα ανακαλύψεις την αλήθεια. Μέσα εκεί λαμποκοπάει ό,τι λαμποκοπάει και σε κάθε τι γύρω μας. Μέσα μας. Λαμποκοπάει και περιμένει. Περιμένει τη λευτεριά του. Είναι η ψυχή! Η ψίχα μας. Το Είναι!”
Τα τελευταία λόγια ο Δράκος τα πρόφερε σαν μόλις να είχε προδώσει τα πιο απόκρυφα του κόσμου. Με μάτια που λάμπουν και μια γροθιά να χτυπάει το στέρνο του.
“Όλα έχουν ψυχή. Κι όταν λέω όλα, εννοώ όλα. Αυτό είναι το κοινό πρώτο φτιασίδι στον κόσμο. Είναι φορές που μπαίνεις ακόμη και σε ένα παλιό σπίτι, με φαγωμένα τα ξύλα του στη σκάλα και σπασμένα τα τζάμια στα παράθυρα. Με το χορτάρι να έχει κιτρινίσει στα σκαλοπάτια της εισόδου και τις κουρτίνες ξεσκισμένες από τους πολλούς αέρηδες να κρέμονται σαν τον Ιησού την ώρα της αποκαθήλωσης. Κι όμως αν αφουγκραστείς, διαπιστώνεις ότι το σπίτι αναπνέει. Είναι η ψυχή του που έχει απομείνει. Ακόμη και τούτο εδώ το σκαρί, έχει ψυχή.”
Χτύπησε πάλι το χέρι στο τιμόνι.
Γι’ αυτό δεν νιώθω ποτέ ότι ταξιδεύω μόνος. Γιατί είναι παντού. Γεμίζει το γύρω μας. Είναι η δύναμη που κάνει τα πράγματα να υπάρχουν και να κινούνται και ποτέ δεν χάνεται. Μπορεί να αλλάξει τη μορφή της! Αυτό ναι! Αλλά ποτέ, μα ποτέ δεν χάνεται. Μπορεί να χυθεί από σένα και να έρθει σε μένα, σε μια πέτρα, σε μια σταγόνα του πελάγου, αλλά ποτέ δεν μπορεί να βυθιστεί στην ανυπαρξία. Στο τίποτα.
Μήπως δεν βλέπουμε ότι όλος ο αγώνας του ανθρώπου καταλήγει πάντα στο ίδιο θέμα; Στο να σώσει την ψυχή του. Να εξασφαλίσει την αιώνια ύπαρξή της στην δική του μορφή. Όμως η δουλειά είναι σκληρή και κρατά καιρό. Πολλές δοκιμασίες και εμπόδια πρέπει να περάσει κανείς για να μαζέψει τους καρπούς στο τέλος και πολλοί είναι ανυπόμονοι, κοντόφθαλμοι. Χάνουν την επαφή με την ψυχή τους και ρίχνουν το βάρος στη σάρκα τους. Έτσι χωρίζουν οι δρόμοι σε καλούς και σκάρτους. Καλές και σκάρτες ψυχές. Ψυχές μαραμένες, παραμελημένες να θεριεύουν το μίσος μέσα τους. Θεριεύουν και περιμένουν να λευτερωθούν για να εκδικηθούν. Και όταν λευτερωθούν, είναι τυφλές, ξεσπούν σε οποιονδήποτε, δεν κάνουν διακρίσεις.”
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.